Η θάλασσα είχε κρεμαστεί από τον ουρανό
ξεκόλλαγαν τα σπλάχνα της
δάση νερού κατέβαιναν
φανήκανε από μέσα οι πνιγμένοι
πανάρχαια ναυάγια σκελετοί και ψάρια.
Της έφευγαν τα σάλια
κι από τα πεθαμένα σπάραχνα
βγαίνανε βόθροι και πετρέλαια.
Ήταν όλη μιά μαύρη πελώρια μίξα.
Μονάχα στο βάραθρο του χυμένου ματιού της
σα να κυμάτιζαν ακόμη κήποι σκοτεινοί.
ξεκόλλαγαν τα σπλάχνα της
δάση νερού κατέβαιναν
φανήκανε από μέσα οι πνιγμένοι
πανάρχαια ναυάγια σκελετοί και ψάρια.
Της έφευγαν τα σάλια
κι από τα πεθαμένα σπάραχνα
βγαίνανε βόθροι και πετρέλαια.
Ήταν όλη μιά μαύρη πελώρια μίξα.
Μονάχα στο βάραθρο του χυμένου ματιού της
σα να κυμάτιζαν ακόμη κήποι σκοτεινοί.
Ο άνθρωπος που πάλευε στον ύπνο του
να θυμηθεί ποιος είναι
είδε τότε να κάθεται μιά μύγα
πάνω στο πτώμα της θάλασσας.
«Μιά μύγα» είπε και θυμήθηκε
Μιά μύγα μιά μύγα μιά ΜΥΓΑ.
(Από τη συλλογή «Τα αντιλείδια», εκδ. Στιγμή, 1998)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου