Σκέφτομαι πως άνοιξες εσυ
τα χίλια ματάκια στο δέρμα τους:
τα ποιήματα αυτά
ήσαν τυφλά μονοκύτταρα
καρφωμένα στο σκούρο χώμα
της ζωής μου.
Κάτω απ’ το χέρι σου
λες κάτω από μικροσκόπιο
φάνηκαν οι σχισμές τους
τα σκοτεινά πηγάδια
της φωταψίας τους.
Η ερπετή καρδιά μου
πετάει τη διχασμένη γλώσσα της
στο φεγγάρι
τα άπληστα στόματα των παθών μου
χάσκουν πάλι
και τα ποιήματα σηκώνονται
απ’ την απρόσωπη συφορά τους
για να δυστυχήσουν στο τώρα.
Μα όταν θα έχουν αλλάξει
οι αισθητικές αντιλήψεις της μοίρας
και το φύλλο θα ’ναι
ο ξεχασμένος έρωτας του παραθύρου
και το πουλί μια πένθιμη σκέψη
τα ποιήματα αυτά
σαν αλαφιασμένα κουνέλια
στα κλουβιά του εργαστηρίου
θα φέρουνε ακόμη τις ασθένειές μου
ενώ θα έχει πάψει από καιρό
να ασκείται
η παθολογία του χρόνου
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου