Ήλιος ισχυρογνώμων, αμετάπειστος, έξω και μέσα στα σπίτια, όλη μέρα,
το άσπρο του ασβέστη, το μαύρο του σίδερου, τα λίγα σπουργίτια,
κάθετες λάμψεις οι καθρέφτες, δεν περιέχουν πολυθρόνες, μπουκάλια
ούτε κρεμάστρες και γέρους. Εγώ—λέει—θ’ αγοράσω
καινούργιο πουκάμισο, καινούργια παπούτσια, είμαι όμορφος ακόμα, το δείλι
με κοιτούν τα κορίτσια, βάζω τα χέρια στις τσέπες μου—το `δες;—
Είναι ο ήλιος, μου τσούζει τα μάτια. Μπαίνω στο ανσασέρ. Ανεβαίνω.
Δεν πήρα εφημερίδα. Η μάνα μου είχε πάντα χέρια αλευρωμένα,
σε σταματούσε, σου άφηνε στα πέτα δυο πενταδάχτυλα χνάρια,
μια στιγμή το θυμήθηκα. Δεν ξέρω. Όχι, όχι. Βγαίνω στην ταράτσα,
ανάμεσα σε άσπρα πλυμένα σεντόνια, πολύχρωμους στηθόδεσμους,
σώβρακα, φανέλες,
ιστία πλαταγίζουν, ανοίγομαι, φεύγω, να μπώ σ’ ένα σώμα.
~Αθήνα, 31-12-79
Ποιηματα: 1977-1980, σ. 271
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου