Να μαζεύεις—λέει—τί να μαζεύεις; — καμένα σπιρτόξυλα,
κουμπιά από γιλέκα πεθαμένων, σπασμένες τσατσάρες,
λέξεις φθαρμένες, και τ’ άλλα εκείνα, αόριστα κι ανώνυμα. Άλλωστε,
δυο μήνες τώρα, οι σαλπιγκτές έχουν χαθεί πίσω απ’ τους λόφους
ή πίσω απ’ τα μεγάλα βουνά. Δεν ακούγονται πια τ’ απογεύματα
ούτε και τα μεσάνυχτα κάποτε με την έκλειψη της σελήνης. Βέβαια
την άλλη μέρα βγήκαν οι γυναίκες στο κοντινό δασύλλιο, να μαζέψουν
στα παλιωμένα καλάθια τους τίποτα σαλιγκάρια. Στο νεροχύτη
είχαν αφήσει τ’ άπλυτα ποτήρια και κομμάτια καπνισμένα γυαλιά. Όμως
εγώ
δεν είχα τίποτα, ούτε ήξερα τίποτα. Είχα κρατήσει μονάχα
τη λέξη β ο υ ν ό. Κι ανέβαινα πράγματι, και μάλιστα μ’ εμπιστοσύνη
ότι θα δω στο αντίπερα βάθος τον Κόκκινο Πύργο. Και τον είδα.
Ποιηματα: 1977-1980, σ. 274.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου