- Αν δε βαριέσαι, έλα να φάμε μαζί, στο σπίτι μου. Ζω μόνος, δεν έχω υπηρέτρια. Θα ψωνίσουμε φρούτα, τυρί και τα χρειώδη για μια καλή σαλάτα. Αυγά έχω, θα φτιάσω μια ομελέτα από κείνες που έκανα στον πόλεμο, στις ίσμπες των μουζίκων. Μου μένει κι ένα μπουκάλι χαλκιδέικης ρετσίνας. Κρεβάτι για να ξαπλωθείς υπάρχει. Κοιμάσαι το μεσημέρι;
Ο Καραμάνος χαμογέλασε με πικρό σαρκασμό.
- Ω, κοιμάμαι!... Αν κοιμόμουν το μεσημέρι, πώς θα κατόρθωνα να κοιμηθώ το ταχτικό μου τρίωρο της νύχτας;
- Λοιπόν, σύμφωνοι;
Έμειναν σύμφωνοι. Γίνηκαν γρήγορα τα ψώνια, κι ένα ταξί τους πέταξε στην Καστέλα. Ο Καραμάνος ξαπλώθηκε στην πολυθρόνα, πλάι στο ανοιχτό παράθυρο, και κοιτούσε τη θάλασσα, κουρασμένος κι άκεφος, όπως πάντα. Στο αναμεταξύ ο Βάσιας ντύθηκε μιαν άσπρη ποδιά κι ετοίμαζε το φαγητό με τέτοια σβελτέτσα και κεφάτο μπρίο που ο θλιβερός Μιχάλης καταδέχτηκε να χαμογελάσει.
- Όρεξη που την έχεις, Βάσια, μουρμούρισε...
- Και γιατί να μην έχω; αποκρίθηκε ο Γιούγκερμαν τοποθετώντας συμμετρικά τα σερβίτσια στο μικρό τραπέζι. Νέος είμαι, βλάκας δεν είμαι, το ψωμί μου το βγάζω, τις γυναίκες τις κανονίζω. Τι μου λείπει;
Ο Καραμάνος χαμογελούσε βαριεστημένα.
- Εσύ Μιχάλη, δεν έχεις ποτέ κέφια;
- Πώς! Όταν τύχει, καμιά φορά, κι έχω χορτάσει ύπνο... Μα αυτό γίνεται τόσο σπάνια.
Ο Γιούγκερμαν τον κοίταξε με απορία:
- Δεν καταλαβαίνω. Εγώ, άμα πέσω στο κρεβάτι, κοιμάμαι αμέσως.
- Είσαι ευτυχισμένος, εσύ...
Το είπε αυτό ο Καραμάνος με ζήλεια, με μοχθηρία ανθρώπου που στερείται το μεγαλύτερο αγαθό της ζωής: τον ύπνο...
Έφαγαν γερά· δεν άφησαν τίποτα στα πιάτα. Κανόνισαν την μπουκάλα της χαλκιδέικης. Ο Βάσιας σηκώθηκε για καφέ, δηλώνοντας πως ο «μέτριος ψιλό καϊμάκης» του είναι άφθαστος πως προκαλεί όλους τους ταμπήδες της Ανατολής σε διαγωνισμό, αν τους βαστάει! Και, σαν γίνηκε ο περίφημος αυτός καφές, τον ήπιαν παρέα με τσιγάρο μυρωδάτο. Είχε φτάσει η ώρα των εκμυστηρεύσεων.
Ο Γιούγκερμαν πήρε απ' την εταζέρα τις «Θέσεις και Αντιθέσεις», φυλλομέτρησε τις σελίδες σιωπηλός, συλλογισμένος, και σταμάτησε σ’ ένα σημείο.
-«Η Μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος. Η Μοίρα των Θεών είναι η Λήθη». Το πρώτο, το καταλαβαίνω. Μα τι θέλεις να πεις με το δεύτερο;
- Είναι τόσο απλό αυτό που θέλω να πω. Μα φαίνεται πως δε συλλογίστηκες ποτέ σου, Βάσια. Δεν άφησες ποτέ το μυαλό σου να καλπάσει μακριά...
Ο Γιούγκερμαν αναστέναξε:
- Αυτή είναι η αλήθεια. Σαν ήμουν νέος, κι οι δάσκαλοι θέλαν να μου μάθουν όλ’ αυτά, εγώ τους κορόιδευα. Από τα μαθήματα αποστήθιζα τόσο, όσο να μη μ’ απορρίψουν. Αργότερα έκοψα κάθε σχέση με τα βιβλία. Δεν είναι για μένα αυτά τα πράγματα. Κι αν διάβασα τη φυλλάδα σου, είναι γιατί την έγραψες εσύ. Μα μου γέννησε αμέσως τέτοιες απορίες, μου μισάνοιξε την αυλαία από τόσα μυστικά, που από προχτές το βράδυ είμαι άλλος άνθρωπος. Δεν ξέρω, βρε Μιχάλη, τι ξύπνησε μέσα μου! Θα ήθελα να τα ήξερα όλα, μονομιάς.
- Ποια «όλα»;
Στην ειρωνική ερώτηση του Καραμάνου, ο Βάσιας δε βιάστηκε ν’ απαντήσει.
- Πώς να σ’ το εξηγήσω... Να, όταν λες «η Μοίρα των Θεών είναι η Λήθη», μέσα σ’ εφτά λόγια κλείνεις κάτι μεγάλο. Θα ήθελα, με μιας, να νιώσω τα εφτά λόγια σου. Και καταλαβαίνω πως ούτε με χίλιες λέξεις δεν μπορείς να μου τα εξηγήσεις.
- Κι όμως πέφτεις έξω. Αυτό, το δυσνόητο για σένα, δεν είναι τίποτα. Μια απλή ιστορική αλήθεια, που της έδωσα μια κούφια, φιλοσοφική τάχα μορφή. Με δυο λόγια θα καταλάβεις. Πού είναι σήμερα οι θεοί των πατεράδων σου, Βάνδαλε Σκανδιναβέ; Πού είναι ο Βόταν; Πού είναι οι Βαλκυρίες του;
- Αυτά είναι παραμύθια των παλιών...
- Ακριβώς. Οι θεοί ξεχνιούνται μέσα σ' ένα παραμύθι. Μα εκείνο που θα ήθελα να μου πεις - αφού λες πως το κατάλαβες - είναι το άλλο· γιατί εγώ, που το ‘γραψα, δεν το 'χω νιώσει καλά: «Η Μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος...» Τι πάει να πει αυτό, Βασίλη Γιούγκερμαν;
- Πώς όλοι θα πεθάνουμε...
- Μη δίνεις επιπόλαιες απαντήσεις. Σκέψου καλά...
Τα μάτια του Βάσια παίζαν ανήσυχα. Και, τέλος, καρφώθηκαν μ’ επιμονή στα μάτια του Καραμάνου.
- Μου φαίνεται πως νιώθω... Μα είναι τρομερό αυτό...
- Είναι θαυμάσιο!
- Μιχάλη, αλήθεια; Το πιστεύεις αυτό;
Ο Καραμάνος κοίταξε τη γαλάζια θάλασσα, με κούραση υπέρτατη.
- Σε τι θέλεις να πιστεύω; Στη ζωή; Στις ηδονές της; Βρήκες εσύ ηδονές στη ζωή σου;
- Βρήκα· και πολλές μάλιστα.
- Δε θα ξανάβρεις. Ως τα σήμερα ήσουν ανόητος. Μα άρχισες να συλλογιέσαι. Δε θα ξανάβρεις ηδονές...
Σώπασαν για λίγο. Μες στο κεφάλι του Γιούγκερμαν γινόταν μια τρομαχτική εργασία.
- Αυτά που λες δεν είναι καθαρά. Μα σα να νιώθω τι θέλεις να πεις. Ή, καλύτερα, το διαισθάνομαι. Είναι κάτι σαν απροσδιόριστη αλήθεια, που πάντα βρισκόταν μέσα μου' μα κοιμόταν.
- Θα ξυπνήσει. Ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις. Πέντε χρόνια τώρα σε παρακολουθώ, μέρα με τη μέρα. Πέντε ολόκληρα χρόνια, καθισμένος πλάι σου σιωπηλός σε μελετώ και περιμένω.
- Τι περιμένεις;
- Εκείνο που περίμενε ο Εγγλέζος: τη στιγμή που το λιοντάρι θα ‘τρωγε το θηριοδαμαστή. Πού θα πας; Θα σε φάει κι σένα το λιοντάρι, αν δεν κόψεις τη μανία να βάζεις το κεφάλι σου μέσα στο στόμα του. Και τότε θα πεις: είχε δίκιο ο Μιχάλης Καραμάνος. Η Μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος...
Ο Γιούγκερμαν ήταν ωχρός. Μέσα του ξύπνησε μια παλιά εικόνα: κάποτε, στο Κίεβ, πάνω στην Επανάσταση, μια τσιγγάνα τού είπε τη μοίρα του. Ήταν μεθυσμένος, σ' ένα βρώμικο τρακτίρι, γεμάτο καπνούς και μισοσκότεινο. Έξω, οι στρατιώτες του ντουφέκιζαν δυο ντουζίνες μπολσεβίκους αιχμαλώτους. Το χρησμό της γύφτισσας τον έκοβαν πυροβολισμοί, ουρλιάγματα πόνου, λόξυγγες αγωνίας και χάχανα των μπόγηδων «Συ, του είπε η γύφτισσα, θα γίνεις κάτι σα βασιλιάς σε κάτι πολύτιμο. Μα κάλλιο να μη γινόσουν. Θα σου πιει το αίμα αυτό το πράμα, το βασιλεμένο...»
Έτσι και τώρα, τα λόγια του Καραμάνου του φάνηκαν το ίδιο προφητικά. Περισσότερο μάλιστα. Γιατί δεν ήταν βγαλμέν’ απ' τον απόκοσμο των δαιμόνιων, μα από χείλη ανθρώπου με νοημοσύνη που ξεμάκραινε ως τα βάθη της ζωής...
- Άμα ήρθες απ' τη Ρωσία, είπε ο Καραμάνος, είχες φέρει κάτι λεφτάκια. Τα ‘χεις ακόμα;
- Όχι μόνο τα ‘χω, μα τα τριπλασίασα με διάφορα κόλπα στο Χρηματιστήριο.
- Θυμάσαι τα παλιά σου τα σχέδια; Όταν πρωτοήρθες;
Ο Γιούγκερμαν τινάχτηκε ολόκληρος.
- Ποια σχέδια; Δε σου μίλησα ποτέ για τίποτα!
- Δεν ήταν λόγος να μου μιλήσεις ούτε τα ξέρω τα σχέδιά σου. Μα δεν μπορεί παρά να είχες. Ν’ ανοίξεις ένα χαρτοπαίγνιο, λόγου χάρη. Ή να σκαρώσεις μια μεγαλόσχημη και μπαταξίδικη εταιρεία. Κάτι τέτοιο, ε;
Ο Βάσιας έσκυψε το κεφάλι κι ομολόγησε πως ο καημός του ήταν ν’ ανοίξει πανσιόνα. Πράμα που έκανε τον Καραμάνο να σκάσει στα γέλια...
[…]
Τέλειωσε τη διήγησή του σηκώνοντας τους ώμους μ' αδιαφορία. Ο Καραμάνος χαμογελούσε κοιτώντας την κάφτρα του τσιγάρου του:
- Με τη διαφορά, Βάσια, πως σήμερα κάνεις τη βρωμοδουλειά σου με την πεποίθηση πως κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει επίσημα, εξόν από σένα. Ενώ, τότε, οι ύποπτες επιχειρήσεις σου προκαλούσαν την αγανάχτηση όλου του κόσμου. Μόνο συ τις έβρισκες σωστές...
Αναστέναξε με λεπτή ειρωνεία:
- Ζούμε μέσα στην κοινωνική πρόληψη, Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν (όπως θα 'λεγε ο Ντοστογιέφσκι). Και πρέπει να τη σεβόμαστε, μια και δεν έχουμε το κουράγιο να πάρουμε το δρόμο της μοίρας μας. Και ‘γω, ο Μιχάλης Καραμάνος, που σιχαίνομαι τα πάντα, ως κι αυτή τη ζωή, σε βοηθάω στη βρωμερή κατασκοπεία σου για εφτά χιλιάρικα το μήνα. Τέτοιο χαμένο κορμί είμαι· τέτοιος μικρός παλιανθρωπάκος τέτοιος αισχρός υποκριτής. Και δε βρέθηκ’ ένας άνθρωπος, απ' όλους αυτούς που ακούν και διαβάζουν τις μπούρδες μου, να ‘ρθει στο σπιούνικο γραφείο μου και να με φτύσει κατάμουτρα...
Είχε σηκωθεί πολύ ταραγμένος. Το πρόσωπό του κουνιόταν ολόκληρο από υποδόρεια νευρική εργασία.
- Πώς να μασήσεις την κάνη του πιστολιού, όταν έχεις μια μητέρα που σε υπεραγαπάει; Πώς να της δώσεις, της έρμης της γριούλας, την εικόνα του ματωμένου κουφαριού σου, όταν έχει μόνο σένα στον κόσμο για χαρά, για ελπίδα, για προϋπόθεση της μαύρης ζωής της; Όταν ξέρεις πως η σφαίρα που θα σου τσακίσει το καύκαλο, θα σφηνωθεί και στην καρδιά της μάνας σου;
Πλησίασε στο παράθυρο, να δροσίσει το φλογισμένο μέτωπό του.
- Και στο τέλος, πρόσθεσε με μουντή φωνή, πρέπει να τη ζήσεις, τη δόλια τη γριούλα. Και πώς να τη ζήσεις; Με τα κέρδη των βιβλίων σου;
Γέλασε ανόρεχτα, κουρασμένα, δίχως να γυρίσει το κεφάλι. Κοιτούσε τον ουρανό, που έπαιρνε βαθυγάλαζους τόνους όσο ο ήλιος προχωρούσε στο βασίλεμα. Ο Γιούγκερμαν καθόταν στην καρέκλα του, με το μυαλό σε μακρινούς στοχασμούς. Και είπε σιγά και βαριά, αρθρώνοντας τα λόγια:
- Εμένα, ο πατέρας μου ήταν ένας ασελγής μέθυσος η μάνα μου, μια ασυνείδητη ερωτομανής. Δεν μπορώ να καταλάβω τα αισθήματά σου. Ίσως να 'χεις δίκιο...
- Απ’ ό,τι μου είπες, φαίνεται πως δε γνώρισε ς ποτέ τη γλύκα του σπιτιού· το ευτυχισμένο αίσθημα του αιμάτινου δεσμού. Αμφιβάλλω, Βάσια, αν αγαπήθηκες ποτέ κι αν αγάπησες.
Ο Γιούγκερμαν αντέδρασε σ' αυτή την υπόνοια:
- Όχι δα! Ίσως μες στην οικογένειά μου να μη βρήκα κανένα τρυφερό
αίσθημα. Μα απ’ έξω...
- Είχες φίλους γκαρδιακούς;
Σήκωσε τους ώμους του μ' αδιαφορία:
- Ω, φίλους... Μόνο γνωριμίες... Μα είχα γυναίκες. Πολλές γυναίκες...
- Πάρα πολλές για να προφτάσεις ν’ αγαπήσεις έστω και μια. Ή και να προφτάσει να σ' αγαπήσει...
- Εσύ, Μιχάλη, πρέπει να ‘χεις αγαπήσει. Τι είναι αυτή η αγάπη;
Είδε το πρόσωπο του Καραμάνου να παίρνει έκφραση σκληρή· το αριστερό του βλέφαρο να μισοσκεπάζει μια ματιά ατσαλένια· οι άκρες των χειλιών να τραβιούνται σ’ αδιόρατο σπασμό.
- Η αγάπη; Θέλεις να μάθεις τι είναι η αγάπη; Μη βιάζεσαι! Μια κι έφυγες απ’ τα χασίσια και τα χαμαιτυπεία σου, για να γίνεις καθώς πρέπει κύριος, θα το μάθεις κι αυτό...
Γιούγκερμαν, Εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου