Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

Μανώλης Αλεξίου - Τρία ποιήματα


ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΕΡΓΕΝΗΣ…

“Κι εγώ θ’ αρχίσω να τραγουδάω
για να ιδούν πως δε φοβάμαι”
Σαίξπηρ

Είμαι ένας εργένης
που αλλάζει κάθε  χρόνο κάμαρα.
Έχω ένα κρεβάτι, μια καρέκλα
ένα μικρό γραφείο, λίγα βιβλία.
Όλα φτηνά κι αγορασμένα
παλιώσανε μαζί μου κι από μένα.
Δεν έχω ούτε ένα “ιερό κειμήλιο” φυλαγμένο,
μήτε, κληρονομιά, ένα λάφυρο πολέμου:
Είμαι ο τελευταίος απόγονος
μιας οικογένειας τοκογλύφων!
Το βράδυ, όταν γυρίζω
με βήμα αργό στην κάμαρά μου,’κανένας δε με περιμένει.
Μάταια όλη τη μέρα ο μόχθος
ζητιάνεψε το μερτικό του!
Μόλις φωτίζει η λάμπα μου αντικρύζω
την τρελή μορφή του Βαν Γκογκ
με το γυαλένιο βλέμμα
και το κομμένο αυτί που περιμένει
την πίπα να του ανάψω τη σβησμένη.
Στο πλάι του φαίνεται – παλιά φωτογραφία
πάνω σε μια γέφυρα ειδυλλίου,
η κοπέλα που στα όνειρά μου αγάπησα
σαν να με βλέπει, να μου λέει:
“Πέρασε πια απ’ την άλλη όχθη – ξέχασέ με!”
(Ω, σαν δεν υπάρχει ούτ’ ένα καλωσόρισμα
το αυτί σου ακούει μακριά μέσα στη νύχτα
ακόμη και το πέσιμο ενός φύλλου
από το δέντρο της ελπίδας που σαλεύει
με το ‘να του χέρι ένα παιδάκι!)
Είμαι ένας εργένης
που αλλάζει κάθε χρόνο κάμαρα
έχω ένα κρεβάτι μια καρέκλα
ένα μικρό γραφείο λίγα βιβλία
και μια ψυχή που μάταια ψάχνει
λίγη ησυχία να βρει και λίγη ζέστα…

(περ. “Νεοελληνικά Γράμματα”, τ. 106, 10/12/1938)

ΕΣΕΙΣ

Θυμηθείτε μας
εσείς που θα ‘ρθετε
όταν εμείς θα ‘μαστε η σκόνη στο κατώφλι σας
κι ο ήλιος θα χαϊδεύει
το στιλπνό κι υψωμένο μέτωπό σας.
Εσείς, που από ψηλό θα δείτε εξώστη
όλη την πλάση μες στο απόβροχο να λάμπει
κοπέλα δεκαοχτάχρονη που βγήκε απ’ το λουτρό της
θυμηθείτε το χλωμό τσαγκαροπαίδι
που σκυμμένο με τη φαλτσέτα το βελόνι
τα άρβυλα της μεγάλης έφτιαξεε πορείας:
Ένας άδοξος έμεινε στην πίστη Γαλιλαίος!

Όταν θα στήνετε στην πιο ψηλή κορφή
τη λευκή σημαία της ανθρωπότητας
θυμηθείτε τον άρρωστο δασκαλάκο
που βήχοντας σ’ ένα χωριάτικο σχολείο
στους λίγους έλεε μαθητές του
συλλαβιστά το ταπεινό του αλφαβητάρι:
Αναρριχήθηκε για να τη στήσει αγγάλι-αγάλι
μια νύχτα στην απόκρημνη καρδιά τους!

Εσείς την ορισμένη θα ‘ρθετε ώρα,
κανένας από μας δε θα ‘ναι εκεί
να σας καλωσορίσει.
Να στεφανώσετε δικό μας άγαλμα
δε θα ‘βρετε καν’ενα:
Όλοι οι δικοί μας ήρωες
ανώνυμοι και ντροπαλοί.
Ένας μικρός Γιωσέφ στην Παλαιστίνη
είτε στο Χάρλεμ ένας νέγκρος
ή μια Κινεζοπούλα στη Σαγκάη
θα ‘κανε, αν ζούσε, όλο ντροπή, να ξαναφύγει
το γέρο απ’ την Ιθάκη του Οδυσσέα.

(περ. “Νεοελληνικά Γράμματα”, 28/1/1938)

ΠΡΩΤΑ ΕΣΠΑΣΕ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ

Πρῶτα ἐσώπασε ἡ καρδιά μου κ’ ἔπειτα ἔκλεισαν τὰ χείλη,
τὰ τραγούδια σὰ λουλούδια μαραθῆκαν πρὶν ἀνθίσουν,
καὶ τὰ νιάτα μαραζῶσαν, τριαντάφυλλα τοῦ Ἀπρίλη,
πρὶν προκάμουνε νὰ ζήσουν.

Μόνος έμεινα κ’ η νύχτα με τραβάει στη συντροφιά της –
πάνω απὸ το ανήδονό μου το κρεβάτι κρεμασμένη
κάποια εικόνα μού θυμίζει με νεκρή την ομορφιά της
μια κοπέλα πεθαμένη.

Το παράθυρο έχω κλείσει που κοιτούσε σ’ έναν κήπο
και τη θύρα δεν ανοίγω να ‘μπη ο θόρυβος του δρόμου,
μα ούτε κ’ έρχεται κανένας να ρωτήση αν είμαι ή λείπω,
μήτε ακόμη στ’ όνειρό μου.

Μόνο θέλει να ξεσπάση, σα λυγμὸς βαθιὰ κρυμμένος,
το παράπονο που πνίγω στην περήφανη ντροπή μου
κάποιες ώρες όταν τρέμω – τόσο απ’ όλους ξεχασμένος –
και την ίδια τη σιωπή μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου