Το φεγγάρι είχε απλωθεί τώρα στο κρεβάτι σαν άσπρο σεντόνι. Τα μελόχρυσα μαλλιά της γυναίκας του , χυμένα στο μαξιλάρι , φεγγοβόλησαν ήσυχα , μαλακά , σα να γέμισαν ξαφνικά λαμπηδόνες. Γιάλυσε το πρόσωπό της σα μάρμαρο. Άπλωσε ο Κοσμάς το χέρι να τη χαδέψει , μα το ανακράτησε ανάερα , φοβήθηκε μην την ξυπνήσει. " Πόσο την αγαπώ τη γυναίκα ετούτη , δε λέγεται , συλλογίστηκε. Πόσο καλό μου ΄χει κάμει , δε λέγεται. Άνοιξε το μυαλό μου και την καρδιά μου , μ΄ έμαθε ν΄ αγαπώ ξένες ράτσες που μισούσα , να καταλαβαίνω ξένες ιδέες που πολεμούσα , να νιώσω πως όλοι οι άνθρωποι έχουμε την ίδια ρίζα. Ποια Μοίρα την πήρε το δειλινό εκείνο από το χέρι και μου την έφερε ; " Τίναξε το κεφάλι , χαμογέλασε : " Δεν υπάρχει Μοίρα , είπε , εγώ το δειλινό εκείνο , την άρπαξα από το χέρι , κανένας άλλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου