Ποτέ να μην ξεχάσουμε —είπε— τα καλά διδάγματα, εκείνα
της τέχνης των Ελλήνων. Πάντοτε το ουράνιο δίπλα δίπλα
με το καθημερνό. Δίπλα στον άνθρωπο: το ζώο και το πράγμα —
ένα βραχιόλι στο βραχίονα της γυμνής θεάς· ένα άνθος
πεσμένο στο δάπεδο. Θυμηθείτε τις ωραίες παραστάσεις
στα πήλινά μας αγγεία — οι θεοί με τα πουλιά και με τα ζώα,
μαζί κι η λύρα, ένα σφυρί, ένα μήλο, το κιβώτιο, η τανάλια·
α, και το ποίημα εκείνο που ο θεός όταν τελειώνει τη δουλειά του
βγάζει τα φυσερά του απ’ τη φωτιά, μαζεύει ένα ένα τα εργαλεία
μες στ’ αργυρό σεντούκι του· μετά, μ’ ένα σφουγγάρι σκουπίζει
το πρόσωπο, τα χέρια, το νευρώδη του λαιμό, το δασύ στήθος.
Έτσι, καθάριος, ταχτικός, βγαίνει το βράδυ, στηριγμένος
στους ώμους των ολόχρυσων εφήβων — έργα των χεριών του
που ’χουν και δύναμη και σκέψη και φωνή· — βγαίνει στο δρόμο,
πιο μεγαλόπρεπος απ’ όλους, ο χωλός θεός, ο θεός εργάτης.
Καρλόβασι, 23.VΙ.69
Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου