Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Γιώργος Μπλάνας - Στασιωτικό πεντηκοστό τρίτο




«Να με φωνάζεις Ισμαήλ», είπε το ελάφι
στον κυνηγό. Ένα δέντρο· και το φως:
μικρά κρυστάλλινα πουλιά στη φυλλωσιά.
Βαθιά στη γη, μαρμάρινες παρθένες
περίμεναν τον πρίγκιπα
ασπάλακα στο υπερώο του Άδη.
Στην εύοσμη καρδιά του πρωινού,
το μυρμήγκι θησαύριζε τον χειμώνα του
κι ο τζίτζικας διάβαζε αρχαίους τραγικούς,
αποστηθίζοντας την ένδοξη πενία του.

Μια δύσκολη σκιά που προσπαθούσε
να κρύψει τα φτερά της στην σκιά της.
Φτερά! Ξυράφια, πες,
που άνοιγαν τις φλέβες των βράχων
να τρέξει ήμερος χαλκός
σαν ψυχή ή άλλο κάτι
αίθριο σε ζωντανό βυθό.
Ο κυνηγός:
«Επειδή άκουγα φωνές μέσα στη νύχτα, από παιδί,
πιστεύω πως ο η θάλασσα ξέρει πώς θα τελειώσουμε
πάνω σ’ αυτήν την πέτρα. Μα δεν μιλάει σ’ αυτούς
που δεν ακούν φωνές μέσα στη νύχτα
κι εγώ είμαι πια ένα δέντρο στην άκρη του γκρεμού:
ερείπιο της σιωπής εκείνου του παιδιού
που άκουγε φωνές μέσα στη νύχτα.
Κι όλο νομίζω πως φυσάει. Ασάλευτα όλα·
κι όμως φυσάει. Σίγουρα: αυτή η ακινησία
είναι ένα ψέμα τέλεια... σκοτωμένο.
Εκτός αν ονειρεύομαι. Μα πάλι
τι όνειρο είναι αυτό που μοιάζει
τόσο εύκαιρα με όνειρο;»
Το ελάφι:
«Μα δεν συμβαίνει τίποτα.
Απλά είναι η ζωή σου».
«Ω, Ισμαήλ,
πάψε· δεν είναι όλα
αφηγήσεις. Υπάρχουν τραύματα, πληγές,
φιλιά, χεριά που τρέμουν σε άλλα χέρια.
Δεν λέγονται όλα, Ισμαήλ.
Ό,τι δεν είπε ο Οδυσσέας, δεν θα το πει
ούτε στον πιο τρελό Ιρλανδό.
Στέκομαι εδώ.
Δεν φεύγω ούτε καν
όταν στο βάθος η βροχή γυμνώνει
τα στήθη της. Δεν σκέφτομαι να φύγω
ούτε καν όταν η νύχτα
με προκαλεί γυμνή μες στο νερό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου