γυναίκα που ντύνεται σ᾽ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δε
βιάζεται σταματάει συχνά μπροστά στον καθρέφτη
Ναι σταθείτε
έρχομαι αμέσως
άραγε πήρα το κλειδί μου την ταυτότητά μου
και το μάτι μου το λαμπερό για τις μέρες της βροχής
ναι προτιμώ νά᾽χω το μάτι μου στην τσέπη
όπου φτάνει το χέρι
στην Ελλάδα είχα κάμποσα από δαύτα
τα φορούσα στο λαιμό μου
ανάκατα με άλλα κοχύλια
ένα σαλιγκάρι ένα μάτι ένα φρέσκο φυστίκι
ένα μάτι ένα ποτήρι κρασί
ένα μάτι μια μάλλινη θαλασσιά κλωστή
ένα μάτι ένα μάτι
ουφ αηδία το "μάτι"
εκείνο που πρέπει να πω
θα ᾽τανε της τάξης των κύκλων
που μια μύγα διαγράφει
σαν πετάει μες στο δωμάτιό μου
ναι ναι
για μας ο ουρανός
και οι εκστάσεις της κάθε γκέλας
ή μπούμεραγκ ή ερωτικού καλειδοσκοπίου
"μάτι" κι αυτά
μα δεν τον χωνεύω πια τούτον
τον κρυπτοδιανοούμενο κρυπτοεγκαφαλικό
της ψευτοαποκάλυψης
εγώ θέλω να᾽μαι καρέκλα
και καμηλοπάρδαλις και φωνή πουλιού
και παράθυρο τζάμι κάσα και ό,τι άλλο
θέλω να μαι το πορτραίτο
που μου έκανες
το χέρι σου είναι μια αλήθεια
χαιδεύει το πρόσωπό μου
με τόση τρυφερότητα
το χέρι σου
ζωγραφίζει το πρόσωπό μου
όπως ξεφλουδίζει ένα άγριο κάστανο
βγάζοντας τ΄αγκάθια
για να του αποκαλύψει την ημέρα
η νύχτα σου δεν είναι μαύρη
για σένα το μαύρο
είναι μια πνοή
όταν πλανιέται μέσα στους θάμνους
και τα χαμόδεντρα σε χώρα τροπική
όλα τ'αγρίμια λουφάζουν
το κίτρινο δεν είναι ένα πουλί
πως τ'ακουμπάς έτσι ζεστό
μες στη χούφτα μου
είσαι ένας κισσός
είσαι ένα κλειδί
ένας φίλος
μείνε......................................................................................................................................................................
αναστενάζει
μα αλίμονό μου
αγαπάω τα μαλλιά σου
χωρίς να᾽μαι η χωρίστρα σου
ούτε για μια μέρα
αγαπάω το χέρι σου
και δεν είμαι η μυρουδιά
του τσιγάρου και του νεφτιού
πάνω στα δάχτυλά σου
και ποτέ δε με κατάπιες
ζεστή γουλιά καφέ
μόλις χυμένη μες στο φλυτζάνι
θα᾽τανε καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα
η άκρη του χοντρού φλυτσανιού δροσερή
ανάμεσα στα χείλια σου
μας εσείς λακκούβες με τη θάλασσα
συγκρατήστε το πρόσωπό μου εκείνο
του μικρού αμήχανου κοριτσιού
καθώς σκάλιζε ανάμεσα στα βράχια
με την άμπωτη
μετά η θάλασσα ξανανέβαινε
ζυγοδεμένη στα μικρά καβούρια
στους φελλούς στις γαρίδες
κι εκείνο το πρόσωπο
δε μου το ξαναδώσατε ποτέ
αναγκάστηκα λοιπόν να φκιάσω διαφορετικό πανί
για τη βάρκα μου
μα εσύ που με περιμένεις
και με κοιτάς
εσύ που με φοράς στο λαιμό σου
όπως ο στρατιώτης το φυλαχτό του
μη χαϊδεύεις πια τα μαλλιά μου
τη Δευτέρα κιόλας
κάθε φούλι στους ανθοπώλες του Παρισιού πέθανε
όταν με είπες Μάτση
αναστενάζει
μα αλίμονό μου
αγαπάω τα μαλλιά σου
χωρίς να᾽μαι η χωρίστρα σου
ούτε για μια μέρα
αγαπάω το χέρι σου
και δεν είμαι η μυρουδιά
του τσιγάρου και του νεφτιού
πάνω στα δάχτυλά σου
και ποτέ δε με κατάπιες
ζεστή γουλιά καφέ
μόλις χυμένη μες στο φλυτζάνι
θα᾽τανε καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα
η άκρη του χοντρού φλυτσανιού δροσερή
ανάμεσα στα χείλια σου
μας εσείς λακκούβες με τη θάλασσα
συγκρατήστε το πρόσωπό μου εκείνο
του μικρού αμήχανου κοριτσιού
καθώς σκάλιζε ανάμεσα στα βράχια
με την άμπωτη
μετά η θάλασσα ξανανέβαινε
ζυγοδεμένη στα μικρά καβούρια
στους φελλούς στις γαρίδες
κι εκείνο το πρόσωπο
δε μου το ξαναδώσατε ποτέ
αναγκάστηκα λοιπόν να φκιάσω διαφορετικό πανί
για τη βάρκα μου
μα εσύ που με περιμένεις
και με κοιτάς
εσύ που με φοράς στο λαιμό σου
όπως ο στρατιώτης το φυλαχτό του
μη χαϊδεύεις πια τα μαλλιά μου
τη Δευτέρα κιόλας
κάθε φούλι στους ανθοπώλες του Παρισιού πέθανε
όταν με είπες Μάτση
Cinq Fois
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου