Ξύπνα πατέρα! χαραυγή
τον ουρανό χρυσώνει,
κι' όλη ξυπνά η μαύρη γη.
Ξύπνα και συ με την Αυγή, ν' ακούσουμε τ' αηδόνι.
Με τη μητέρα μια ψυχή,
σε κάθε τέτοιαν ώρα
πετούσετε στην προσευχή.
Το σήμαντρό μας αντηχεί. Γιατί κοιμάσαι τώρα;
Είναι το όνειρο μακρό
'που βλέπεις αυτού πέρα;
Κοιμήθηκες, κι' ήμουν μικρό,
κι' ως να τελειώσει το πικρό, ετράνεψα, πατέρα!
Ξύπνα να ιδείς, Χλωμή, γριά,
η δόλια μας μητέρα!
Και τη φτωχή μας τη γιαγιά
'κει κάτου, στη χλωρή βαιά... την θάψαμε μια 'μέρα!
Πες μου, πατέρα, το χωριό
που παν οι πεθαμένοι
'μπορώ να 'πάγω να το διω;
Δυο λουλουδάκια μόνο, δυο, να πάρω στην καημένη!
Με είπαν – είναι ζοφερή
η νύχτα πώχουν σκέπη -
μα 'γω της έβαλα κερί
στη δεξιά την κρυερή. Τ' ανάφτει και με βλέπει.
Θυμάσαι; Μ' έκλεψες φιλί
μια 'μέρα παιχνιδιάρη,
και μ' είπες – Άφτερο πουλί,
χρειάζεσαι καιρό πολύ να γένεις παλικάρι. -
Ηρθ' ο καιρός. Νάμαι τρανό!
Διε με, καλέ πατέρα,
σου 'τράνεψα• μα... ορφανό!!
Στο δρόμο, 'που συχνά περνώ, με είπανε μια 'μέρα.
- Περνά το δόλιο τ' ορφανό!
- Δε γνώρισε πατέρα!
- Τον έχασε τριώ χρονώ!
- Μοιάζει σαν έρημο πτηνό! - Ας το χαρεί η μητέρα!
Πες μου, πατέρα, την αυγή,
'που καίει το λιβάνι
η μάνα και μυρολογεί,
η μυρωδιά περνά τη γη; 'Μπορεί να σε ζεστάνει;
Το βράδυ πώρχομαι γοργό
κι' ανάφτω το κανδύλι
το ξέρεις που τ' ανάφτω 'γω;
Ξύπνα, πατέρα! θα καγώ, σα λυχναριού φιτίλι!
Με 'φώναζες να κοιμηθώ
στο σπλαχνικό πλευρό σου.
- Έλα, μικρό, να ζεσταθώ. -
Κι' εγώ πετούσα να χωθώ στον κόρφο το γλυκό σου.
Τώρα, πατέρα, στην πικρή
τη γη τη χιονισμένη,
στην κρύα κλίνη τη μικρή,
σ' αυτή τη νύχτα τη μακρή, πες μου ποιος σε ζεσταίνει;...
Θέλεις εγώ ν' αποκριθώ;
Κανείς, καμιάν ημέρα!
Μα ήρθα 'γω πια να χωθώ
στον κόρφο σου να κοιμηθώ, να'σαι ζεστός, πατέρα.
Πηγή: Ποιητικά πρωτόλεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου