προς ένα ακαθάριστο διάστημα, - αυτό το δικό μας, φυλαγμένο
μέσα σε τσέπες μαζί με τα κλειδιά, μέσα σε χίλια συρτάρια
μαζί με επιστολές, φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων, -
και τ' άστρα είναι όμοια με καρέκλες σε μιαν αίθουσα που αδειάζει
απ' τους πολλούς επισκέπτες μετά την κηδεία. Οι καρέκλες
ανάστατες έτσι, απομένουν σε μια τάξη μοναχική, δική τους,
αδιάφορες για μια σειρά, για μια προτεραιότητα. Και τότε
μπορείς να καθίσεις σ' οποιαδήποτε, ευρύχωρα, άνετα,
σε φιλική κι απρομελέτητη απόσταση απ' αυτόν τον νεκρό και τον άλλον·
κι ενώ παίρνεις τσιγάρο κι ανάβεις το σπίρτο, βλέπεις ξάφνου
την ίδια σου χειρονομία στραμμένη στον εαυτό σου. Σταματάς·
αλλάζεις κίνηση, δίνοντάς τους ν' ανάψουν πρώτα εκείνοι.
Για μια στιγμή τα παπούτσια τους λάμπουν μ' ένα ολοκαίνουριο μαύρο·
κι η μόνη πια διαφορά είναι αν είδαν κι αυτοί την κίνηση σου.
Αθήνα, 5.VI. 72
Υπόκωφα, Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου