Από τη Βορινή Πύλη φυσά Βαρδάρης γεμάτος άμμο
μονάχος απ' όταν πρωτοείδα τον κόσμο μέχρι τώρα!
Κυρτώνουν τα δέντρα,
το φθινόπωρο κιτρινίζει το χορτάρι.
Σκαρφαλωμένος σε πύργους
τη γη σεργιανάω των βαρβάρων:
Ρημαγμένο κάστρο,
ουρανός κι απέραντη ερημιά.
Σ' εκείνο το χωριό δεν έχει απομείνει πέτρα πάνω σε πέτρα.
Ασπρισμένα κόκκαλα
από ατέλειωτες παγωνιές,
στοίβες ψηλές, με χόρτα και δέντρα σκεπασμένες.
Ποιός επέτρεψε τούτον τον χαλασμό;
Ποιός φούντωσε τον πύρινο θυμό του αυτοκράτορα;
Ποιός οδήγησε με ταμπούρλα κι εμβατήρια τον στρατό ίσαμε εδώ;
Βάρβαροι βασιλιάδες.
Από μια ολάνθιστη άνοιξη καταλήξαμε σε ματωμένο φθινόπωρο κι η φασαρία των μαχητών ξεσήκωνε τον τόπο
- τρακόσιες εξήντα χιλιάδες -
και θλίψη, έβρεχε θλίψη.
Θλίψη στον πηγαιμό, θλίψη στον γυρισμό
Έρημη χώρα,
δίχως παιδιά να παλεύουν μέσα στ' αλώνια,
δίχως να πολεμάνε στρατιώτες
στα γιουρούσια ή ταμπουρωμένοι
Αχ, πώς θα μάθετε τη μαύρη θλίψη της Βορεινής Πύλης,
τώρα που λησμονήθηκε πια τ' όνομα του Ριχόκου,
κι εμάς, τους φρουρούς,
μας έφαγαν οι τίγρεις;
Απόδοση: Θοδωρής Βοριάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου