Στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, μπροστὰ ἀπὸ κάποιο τοπίο μὲ τεράστια μάτια, νυσταλέα μέν, πλὴν ὅμως σπινθηροβόλα ἀκόμα, μὲ κοιτάζεις ἐσὺ μὲ τὸ τελευταῖο σου βλέμμα — μὲ τὸ βλέμμα ἐκεῖνο ποὺ χάνεις τὸ θεό σου στὸν οὐρανό. Ὁ γιαλὸς σκεπάζεται ἀπὸ βλέμματα, ἀπὸ λέπια λαμπυρίζοντα. Τὸ κύμα, χρυσάφι ρευστό, ἀποσύρεται. Ξαπλωμένη στὴν ἀπομακρυνόμενη λάβα εἶσαι μεγάλο παγόβουνο σεληνιακὸ ποὺ μαστιγώνει ἀλύπητα μέχρι ν᾽ ἀκουστοῦν οἱ κραυγὲς τοῦ πόνου· εἶσαι κομμάτι ἀπὸ ἀστέρι ποὺ μαρμαίρει στὸ στόμιο τοῦ κρατήρα. Στὴν ἰλιγγιώδη κλίνη σου ἀνάβεις ἀνατέλλουσα καὶ σβήνεις σκοτεινιάζοντας. Ἡ πτώση σου μὲ σέρνει: πληγὴ ποὺ τρεμοπαίζει τὰ βλέφαρά του καὶ κύκλος ποὺ τὰ κλείνει· μαυρίλα ποὺ ἀνοίγει· ἄβυσσος στὸν μυχὸ τῆς ὁποίας γεννιέται ἀστέρι ἀπὸ πάγο. Μέσα στὴν πτώση σου μὲ στοχάζεσαι μὲ τὸ πρῶτο-πρῶτο σου βλέμμα — μὲ τὸ βλέμμα ἐκεῖνο ποὺ χάνεις τὸν πηλό σου στὴ γῆ. Καὶ παίρνουν τὸ δικό σου βλέμμα γιὰ δικό μου. Τὰ μάτια μου σὲ στηρίζουν αἰωρούμενη, ὅπως τὸ φεγγάρι τὴ φλεγόμενη παλίρροια. Στα πόδια σου ὁ ἀποκεφαλισμένος ἀφρὸς τραγουδάει τὸ τραγούδι τῆς νύχτας ποὺ μόλις τώρα ἀρχίζει.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου