Άμα ψάξεις βαθιά
βρίσκεις σπίτια δίπατα
που ‘χουν στο κατώι πήλινα δοχεία
λίγη ώρα μακριά απ’ τη θάλασσα
και κοψοχρονιάς.
Και στο βουνό ειν’ όμορφα
με δέντρα και ποτάμια
με γυναίκα και μια γίδα είσαι εντάξει.
Μόνο πού εμείς είχαμε αποφασίσει
ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με έξοχή.
Τόχαμε πει αυτό.
Ψάχναμε να βρούμε όπλα
ξέραμε
πώς όλοι πεθαίνουνε
αλλά ύπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουνε οι ίδιοι τον τρόπο.
Και μείς αποφασίσαμε
το θάνατο στο θάνατο
γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή.
Ξέρω πως υπάρχουνε ατέλειωτες ακρογιαλιές
και δέντρα μες στη θάλασσα
κι ό έρωτας είναι σπουδαίο πράμα.
Αλλά έπρεπε πρώτα να τελειώνουμε με τα γουρούνια.
Ήρθες εδώ και κάπνιζες
κοιτώντας τα σανίδια.
Ήσουν αόριστος και μακρινός
κοκκίνιζες σαν τα κορίτσια
ούτε κουβέντα για όλα αυτά
ούτε και γω σου μίλησα
σούπα μονάχα «μη χάνεσαι»
και συ μου είπες «ναι μωρέ»
κι έφυγες ξεχνώντας τα τσιγάρα σου.
Έδωσα μια και γω
έτσι όπως έχω δει
να κάνετε οι άντρες
και τρύπησα με το δάχτυλο
πέρα για πέρα το πακέτο.
Δεν ήτανε κι η μάρκα μου «μωρέ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου