Σκιά δεν μένει στην κολώνα και στο βράχο
στον καθαρμό της απολύτου μεσημβρίας∙
ο θείος άξων καθηλώνει τον καιρό∙
το φως ακέραια λαξεύει τις διαστάσεις∙
λάμψε, στιγμή!
Την σκιάν απέρριψες και συ, ώ δας μου, σώμα
ήσυχα καίον, προς τον θάνατον∙ χαρά
κι’ ασφάλεια της σποδού∙ να ‘ναι καλή
γι’ άλλους κρατήρες, πιο βαθείς, πλέον ασώτους
Σ’ ηχώ και μέθη!
Παύσε την κίνησι και τη φθορά, και στάσου
της σκέψεως ηλακάτη! Διακοπή
στο νήμα σου το μάταιον, αράχνη
στον κραταιόν αδάμαντα∙ σκουλίκι
στον πάλλαμπρο καρπό!
Ευδαιμονία της κολώνας, κυπαρίσσι
των Αριθμών! στην άπελπι ικεσία
κι’ όλους απήντησεν η φλέβα των χεριών μου
μικρό ποτάμι του Θανάτου, χωρίς λήθη
χωρίς φυγή.
Ιδού τυφλώθηκε ένας τζίτζικας στο μάρμαρο
κ’ αίφνης εσίγησε. Φυτρώνεις πανταχού
και προχωρείς, προφυλακή του σκότους∙
η θεία κάθετος κλονίσθηκε. Τοξότη,
μου τα’ αποδίδεις, το γλυκόπικρο βασίλειο
της ατελείας!
Πηγή: δημοσιευμένο στο περ. «Τετράδιο», τ. 2, Αθήνα 1945
Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου