Τα σύνορα της πατρίδας μου αρχίζουνε
απ’ τα ψητοπωλεία του Μινιόν
περνάνε απ’ τα καμένα ξύλα του Περοκέ και πέρα…
Η ζωή από κει παίζει βρόμικο ξύλο με τη ζωή
στριμώχνει τα καλύτερα παιδιά της σε φαγωμένες σκάλες
τους στρώνει στον «Θανάση» σημαδεμένη τράπουλα από χέρι
τους περνάει μπρασελέ και ματωμένους σουγιάδες
και μπότες γυαλιστερές πορτοκαλιές με 10 πόντους τακούνι.
Ζόρικο αντριλίκι τα γεννητικά τους όργανα
τα Άγια των Αγίων κι αλλιώτικο φιλότιμο
ώσπου μια μέρα –Παρασκευή μπορεί–
τους ρίχνει από κοντά επιδέξιους κώλους
καρφώνουνε τον αντρισμό τους
τους φέρνει καπάκι
κι ύστερα ευνουχισμένοι με τη γλώσσα κολλημένη στον ουρανό
με το μαντίλι που σκουπίστηκαν
ένα με την καφέ του ρίγα περιθώριο γύρω γύρω
πνίγουν με ισόβια
φωταγωγημένα καράβια εφοπλιστικά κεφάλαια ξωτικές
θάλασσες Παναμαϊκές σημαίες χρεωμένες τραγουδίστριες
και τα δικά τους ταξίδια στη θάλασσα με καρπουζόφλουδες
το ξεχειλωμένο μαγιό απ’ το περίπτερο
και την τσατσάρα –πουτάνα ζωή– μαγκιά τους στο πλάι.
– Κανείς δεν ξέρει.
– Κανείς δεν είδε.
19 20 21 χρονώ και τέλος.

Πηγή: Ιδιώνυμο (1980)