Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Τάκης Σινόπουλος - Ποιήματα

 ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΔΡΟΣΕΡΑ

 

Γιατί κινείσαι ακόμα με τη αφή και με την όραση

ανάμεσα στους ζωντανούς και χαίρεσαι τη θάλασσα,

την όμορφη θερμοκρασία,

λοιπόν απόψε θα σου φέρω δροσερά λουλούδια από

τη σκοτεινιά της γης κι ένα πουλί κόκκινα μαύρα

γαλανά φτερά, κατέβαινε,

 

είχε κατέβει η νύχτα κι η φτερούγα της σου νύχτωνε

το πρόσωπο,

 

και δεν υπήρχαν ουρανοί και θαύματα, μονάχα ένας

μικρός μύθος ασήμαντος για να σκεπάζει την παραίσθηση,

καμιά φορά τον πυρετό και τη γυμνότητα – μα πώς

μπορείς ακόμα να παραλογίζεσαι,

 

ονομάζοντας χαρά τούτη τη σύσπαση,

αυτό το δίχως τέλος έγκαυμα,

το μαύρο μάτι ακίνητο

απάνου στην ξερή δροσιά;

 

Τ’ ΑΓΡΙΜΙΑ

 

Υπάρχει πάντα ένα βαθύ νερό μες στη σιωπή σου κι

έρχονται κρυφά τ’ αγρίμια για να ξεδιψάσουνε και

να πλυθούνε.

 

Υπάρχει απόψε μια χαραματιά.

 

Κι αν τύχει και γυρίσεις άξαφνα, πέφτει μακριά μια

τουφεκιά και σου φωτίζει όλο το πρόσωπο.

 

Ακούγεται η φωνή του κυνηγού.

 

Τ’ αγρίμια από τη νύχτα φεύγουν.

 

Η ΦΥΛΑΚΗ

 

Η νύχτα απέξω είχε φιμώσει κάθε θόρυβο, κι όπως

καθόμουν, το σκοτάδι, το παλιό παράθυρο που εδώθε

εκείθε τρίζανε τα ξύλα του.

 

Κάπου μακριά χτιζότανε μια φυλακή, χιλιάδες σίδερα

και σίδερα, στην είσοδο ο τροχός, πιο κάτω η θάλασσα

σαν άγνωστη γραφή.

 

Ήμουν ολότελα έρημος. Πίσω απ’ τον τοίχο βήματα

και συναντήσεις και σπαραχτικές φωνές. Ύστερα

ερχότανε η σιωπή, πονούσα απ’ την παράξενη αίσθηση.

 

Συλλογιζόμουν ένα ποίημα που

 

θα κατεδάφιζε τη φυλακή, με μιάς όλο το χρόνο.

 

 

ΟΝΕΙΡΟ

 

Ήμουν τότε κάτω απ΄τη γη, περπατώντας ανάμεσα σε ρίζες δέντρων, οι δρόμοι ατέλειωτοι, στρωμένοι με τ’ άσπρο φεγγάρι, τα παπούτσια μου είχανε φαγωθεί πάνω στις πέτρες, τα χέρια μου είχανε φαγωθεί πάνω στις πέτρες και κανένα αληθινό παιδί δεν ακουγόταν σε τούτη τη χώρα του αναποδογυρισμένου θανάτου.

 

(ΠΕΤΡΕΣ, 1972)

 

ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στο χώρο της σιωπής. Είτε μιλήσεις, είτε όχι, ούτε θ’ αποκαλύψεις ούτε θα προσθέσεις τίποτα σε τούτη την επίγεια κόλαση. Καλύτερα λοιπόν να μη μιλήσεις. Και τι θα πεις εσύ ο νεκρός, με τόσα χώματα στη γλώσσα;

(Ο ΧΑΡΤΗΣ, 1977)

 

ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ

 

1.

 

Πρόκειται για κείνο το τετραγωνάκι στο δυτικό παράθυρο

και για το γκρίζο φως του απογεύματος

πολλές φορές κοιτάζοντας

είδα στον ύπνο

το γκρίζο φως του ποταμού

κατέβαινε

θα σας μιλήσω αργότερα.

 

2.

 

Τώρα μαζί σου ηλιοδεμένος

ο ουρανός του Πύργου

εκείνο το σκούρο χαλκό

 

Ένα ένα – δέντρα δείχνουν την πόλη

ψιλή βροχή πλαγιάζει

σ’ αυτό το κατηφόρισμα

 

Θα ξαναβρείς τα βήματά σου

στο δρόμο – χρόνο. Είναι το ίδιο φως

του Γκρέκο. Τα ίδια

σιδερικά στα μαγαζιά,

το φυσερό το αμόνι.

 

Τώρα μαζί σου το άρωμα του χόρτου.

Θα ξαναβρείς την πόλη – γέρασε σαράντα χρόνια

Πούλησες τα μαλλιά σου και τα δόντια σου

είδες.

 

Τη νύχτα το ποτάμι κοιμάται στο πλευρό σου

φύλλα της λεύκας ώς τις εκβολές.

 

6.

 

Σπάρτα γκορτσές τιναγμένα –

στροφή στην καταχνιά του χρόνου.

 

Άρχισα να φωνάζω στην κάμαρα – κανείς

Άνοιξα την πόρτα – η οδός Αχαρνών – της Ελπίδας.

Εσύ κοιμάσαι στην οδό – Αχαρνών – της Ελπίδας

Ξύπνα φωνάζω πρέπει ν’ αγοράσεις δάφνη και δυόσμο.

Το μοσχοκάρυδο με το λαιμό του πουλιού που χαιρόταν

Σκέψου τώρα και μένα

Στείλε μου λίγο φως στα σπλάχνα μου έχουν αδειάσει

τραίνο στις 12 και στις 8.

 

 

8.

 

Να θυμηθείς μαζί μου αυτές τις άγριες κουμαριές

περπατώντας το κόκκινο σκληρό αμμοχάλικο στην πλαγιά

 

Πολύ πριν από σένα το ξερό φως

ο κοφτερός αέρας

ξυστά πάνω στους λόφους – στο Εφταχώρι.

 

Είχαν τσακίσει τα νεφρά σου.

Στην κατηφόρα έσπασε το φορείο.

 

Να τιναχτούνε λίγες λέξεις.

 

Και το αυγό που θ’ απομείνει στη χόβολη

θα ’ναι δικό σου.

(ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ, 1982)

 

Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/i-apelpisia-telioni-sintoma/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου