Πάνω απ’ την πολιτεία η νύχτα κρέμεται
κι η πολιτεία πλέει μες στην ανία,
μες στο μαβί λυκόφως εξαϋλώνουνται
οι εκκλησιές, οι μπάγκες, τα πορνεία!
Στην προκυμαία τα πλοία σηκώνουν άγκυρα,
τα τραίνα φεύγουν στο άγνωστο κι ουρλιάζουν,
κι όμοια μ’ ελπίδες πόσβησαν πριν ζήσουνε,
τα πρώτα εσπέρια φώτα τρεμουλιάζουν.
Τέτοια ώρα το σκοτάδι ως πέφτει ακράτητο
έχει μια θλίψη αναίτια μαζί του!
Η πόρνη βιαστικά βάφει τα χείλη της...
Ο έμπορος σφαλνάει το μαγαζί του.
Κι η νύχτα κατεβαίνει μαύρη, αγέρωχη,
ενώ η ωχρή κι ανούσια σβήνει μέρα,
κι ενώ ξερνάν –λες: μίσος– τα εργοστάσια
μαύρο καπνό, στην ήρεμη ατμοσφαίρα!
Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», Μάης 1928, αρ. 5, σελ. 153.
Πηγή:https://alonakitispoiisis.blogspot.com/search/label/%CE%A0%CE%91%CE%9D%CE%A3%CE%95%CE%9B%CE%97%CE%9D%CE%9F%CE%A3%20%28%CE%91%CE%A3%CE%97%CE%9C%CE%91%CE%9A%CE%97%CE%A3%29
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου