Ω νάστιβα πηχτό λιοφώς μες σε γυαλί κρουστάλλι,
κρουστό σου πορτοκάλι, να 'πινα το χυμό,
έτσι να σβήσει απ' την καρδιά μια δίψα που με δέρνει
κι όλο στο νου σε φέρνει, κι όλο σ΄ επιθυμώ.
Κι έρχομαι σ΄ όνειρο χλωμό στην ακροποταμιά σου
στην πάνω γειτονιά σου τις δάφνες σαν τρυγώ,
δρόμο περνώντας ισκιερό που σκέπει το πλατάνι,
αχός γλυκός με φτάνει γνώριμος και ριγώ.
Αχός καμπανολάλητος, φωνή του παραδείσου,
αρμόνιο της ψυχής σου της αρχοντοκκλησιάς,
που τις βραδιές τον άκουγα κοιτάζοντας εν άστρο
ψηλά πάνω απ' το κάστρο, τ' άστρο της ξενοιασιάς.
Κείνος ο κόρφος σου ο γλαυκός, ζαφείρινη βεντάγια,
αύρας αλμύρα, μάγια, να 'στελνε μια ριπή
τι 'μου φερνε με τη δροσιά τα πρώτα χλωρά νιάτα.
Τ' άνθη στην Καλαμάτα κ' εδώ οι πικροί καρποί.
Κ' ένα σου ηλιοβασίλεμα-κρυφός καημός με πιάνει-
να ιδώ απ' το λιμάνι χρυσό τον ουρανό·
γιούλια να ραίνει το βουνό στης θάλασσας τα χείλη,
σμάλτο να 'ναι το δείλι το καλαματιανό.
Μάρκος Λαζαρίδης (1911-1992)
Πηγή: Μάρκος Λαζαρίδης, Ποιήματα. Αθήνα, Δίφρος, 1975.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου