ΤΑ ΑΛΟΓΑ
Πρωί, μόλις που ξύπνησα
σε κουρνιαχτό κατάλαβα πως ήμουν
κι έσβηναν ποδοβολητά.
Τα γνώριζα καλά·
ήτανε πάλι τ' άλογα του ονείρου
που χάνονταν στο ίδιο σημείο της πλαγιάς
και άφηναν πίσω τους
το ίδιο πάντα μήνυμα.
Να μην τ' ακολουθήσω
ούτε να πιάσω το χαρτί
με το μολύβι να τα ξεματώσω
και κρυσταλλώσει ο καλπασμός
τ' άσπρα λιμνίσια μάτια και θολώσουν.
Γιατί θα 'ρχονταν μήνυσαν ξανά
και τούτη τη φορά
όχι στα όνειρα, μα μέρα μεσημέρι
και θα 'καιγαν το σπίτι μου
με φλόγες απ' το στόμα
και με τις δυνατές οπλές
θα τσάκιζαν τα δάχτυλα στα χέρια.
Σαρκοφάγος, 2002
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ
να κατεβάζεις τα πουλιά
στον ύπνο πάλι να περνάς
κι ύστερα στο δωμάτιο.
Να ντύνεσαι καλά
να πας κατά την πόρτα.
Να κάνεις δύο βήματα
στο τρίτο κοκαλώνεις.
Να λείπει απάνω ο ουρανός!
Σαρκοφάγος, 2002
Μελισσόχορτο, εκδόσεις Μελάνι, 2017
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Ἔτσι, κάποια στιγμὴ στὴ ζωή τους
συναντήθηκαν
σὰν δυὸ παραπόταμοι
ποὺ κυλοῦσαν ἀθῶα.
Πυριφλεγέθωνας καὶ Κωκυτὸς
Νέγκρο καὶ Σουλιμόες.
Κατέβαινε, τ’ ἄγρια βουνὰ αὐτὸς
τὴν ἥμερη κοιλάδα ἐκείνη
καὶ πήγαιναν πλάι πλάι οἱ ὀμορφιὲς
χρόνια, χιλιόμετρα, στὸν κόσμο τους.
Καὶ κάπου ἐκεῖ στὰ χαμηλὰ
πρὶν νὰ χυθοῦν στὴ θάλασσα
ἐσμίξανε.
Πῆραν τὰ κρύσταλλα τοῦ ἑνὸς
νὰ λιώνουνε μὲς στὴν ἀχλὴ τοῦ ἄλλου
καὶ πάλευαν τὰ φωτεινὰ νερὰ
νὰ σπάσουν τὰ σκοτάδια.
Ἔτσι συνέχισαν
πυκνότητες, θερμοκρασίες
ἰχνοστοιχεῖα τοῦ αἵματος
μὲ τὰ φιλιὰ μὲ τὰ κορμιὰ
νὰ δοκιμάζουν.
Μελισσόχορτο, εκδόσεις Μελάνι , 2017
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΙΑΣ
Η μάνα τον χαιρετούσε.
Το χέρι της ψηλά
φτερό λαβωμένο, έσταζε.
Κατεβασιές τρέχαν τα μάτια της.
Κι άλογα να πέρναγαν από κει
θα πνίγονταν.
Μετά από χρόνια, ο πατέρας,
Ούτε άλογο είδανε να χάνεται
ούτε κάτι ακούστηκε να πέφτει,
Αυτός εκεί, στη μέση του δρόμου
γ κ ρ ε μ ι σ μ έ ν ο ς
με το τηλεγράφημα στο χέρι.
Μελισσόχορτο, εκδόσεις Μελάνι , 2017
ΚΑΙ ΠΟΥ ΝΑ ΒΡΕΙΣ
Και που να βρεις πουλιά
πουλιά κανονικά
με δέντρα, με φωλιές
πουλιά που να πετάνε.
Τα τρίματα
που ρίχνω την αυγή
να μείνουνε στο δρόμο
να τα δεις.
Πουλιά, να μην πεινάνε.
Μελισσόχορτο, εκδόσεις Μελάνι, 2017
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Μνήμη Βαγγέλη Λιάρου
Πόσες φορές,
πόσες φορές δεν προσπάθησα
πίσω να γυρίσω το χρόνο
να κόψω την ουρά
να λιώσω την σπονδυλική του στήλη
να δυσκολεύεται
να πέφτω επάνω του
και να τον προλαβαίνω.
Να δω εκείνο το πουλί
που σκότωσα μικρός
πίσω να ζωντανεύει
τα μαύρα πάλι να φορεί
κότσυφας κερομύτης
να μπαίνει θέρμη στο κορμί
στα πόδια του να κρατηθεί
να κλείνει ανοίγει τα φτερά
να `ρχεται πίσω στον κισσό
και να τρυπώνει στο ιερό
να παίρνει τη μεταλαβιά.
Κι η πέτρα να γυρίζει
στο πετσί της σφεντόνας να φωλιάζει
γουργουρίζοντας
μετανιωμένη
ΔΕ ΘΑ ΤΟΝ ΑΦΗΣΩ ΜΟΝΟ ΤΟΥ
Ο θάνατος το ξέρει καλά
πως δεν θα τον αντέξουμε.
Γι αυτό, και στα φιαλίδια
τις αραιώσεις ετοιμάζει
γράφει τις συνταγές του έρωτα
τις αναμνηστικές του δόσεις
πώς να κάνει.
Γι' αυτό σας λέω
δε θα τον αφήσω μόνο του τον θάνατο
θα του κάνω παρέα
να χαίρεται κι αυτός
να 'χει κάποιον δικό του
ζωντανόν.
Θα του πιάνω το χέρι
θα του κουβεντιάζω
θα του περπατάω
και τον χειμώνα θα του χιονίζω
θα του ρίχνω πολύ χιόνι.
Θα του τραγουδάω
θα του δακρύζω
θα του ονειρεύομαι.
Θα του αγαπάω.
Μελισσόχορτο, εκδόσεις Μελάνι, 2017
ΤΟ ΖΩΟ
Τα σκυλιά είναι ό,τι απέμεινε
από παληά.
Δείγμα ζεστό κι αλλόφρον
μ' όλα τα ζώα μεσ' τα μάτια τους.
Τα περισσότερα τρελλό κεφάλι
κουβαλάνε, κι όταν έρχεται η νύχτα
τρυπάνε με ουρλιαχτά τα κτίρια,
καταμετρούνται.
Κλαίνε στους λογαριασμούς
καθώς μαζεύουνε τους σκοτωμένους
απ' το δρόμο.
Κομμάτι κομμάτι συναρμολογούνε
τους συντρόφους.
Με το φως της σελήνης
σημαδεύουνε ξανά τα σύνορα.
Κόβουνε βότανα και με τις γλώσσες
θεραπεύουνε τους τραυματίες.
Λάμπουνε τα κόκκαλα στα πόδια τους.
Από το Βαθιά του ζώου, Εκδόσεις Συνέχεια, 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου