[ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ III]
Γιατί ἔχω μέσα μου ἕνα νεκρό πουλί κι ἐσύ τό λυπᾶσαι
Γιατί μοῦ κρατάς τά χέρια καί τά δικά σου χέρια τά ‘χω κρυμμένα στόν ὕπνο μου
Γιατί τό σῶμα σου μοιάζει μέ ὄνειρο πού ἀκολουθεῖ τις πράξεις μου ὅλη τή μέρα
Καί λίγο λίγο μοῦ ἔρχεται στή μνήμη
Γιατί μοῦ λές γιά τήν ἀγάπη
Μοῦ λές πῶς ἀποχαιρετιόνται δυό κι ἀφἠνουν τήν ἀγάπη μόνη
Σάν το μαργαριτάρι ἔξω ἀπ’ τό στρείδι του
Γιατί μοῦ λές πολλές φορές γιά τήν ἀγάπη ὅτι εἶναι σύμπτωση
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπώ
Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω καί σέ μυρίζω ὅπως ἀρνί πού ὀσφραίνεται τό χόρτο
Γιατί δέχομαι τή φωνή σου σά νά ‘ναι σπόρος
Κι ἐγώ σά νά ‘μαι φρέσκο χώμα
Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω πάντα κι ἀπέναντί μας μιά μέρα σημαδεύει τήν ἀγάπη μας
Ὅπως ἐμένα κάποτε πού με πρυροβολοῦσε ἡ νύχτα
Γιατί σέ βλέπω σάν πηλό καί θέλω νά σοῦ δώσω τό σχῆμα τῆς ἀγωνίας μου
Κι ὕστερα πάλι νά σέ ξαναπλάσω
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπῶ
Γιατί εἶσαι ἡ ἀγωνία μου
Γιατί μές στόν καιρό εἶσαι ἡ ἐλπίδα ὅπως ἡ γλύκα στοῦ καρποῦ τά βάθη
Ὅπως τά δακρυσμένα μάτια τήν ὥρα πού φεύγουμε
Γιατί εἶσαι ἡ καρδιά μου πού χτυπάει μουσικά ὅταν ἐγγίζω καί τα νύχια σου
Πού εἶναι στό δέρμα μου σά σκορπισμένα λουλούδια σέ νερό
Γιατί εἶσαι τό τραγούδι μου πού λέω τ’ ἀπογεύματα
Γι’ αὐτό σ’ αγαπῶ.
[Το δέντρο]
Αυτό το δέντρο είναι τα μαλλιά σου νομίζω
Που από καιρό μέσα μου
Έγιναν φωλιές
Με αυγά πουλιών
Ερπετών
Νυχτών
Είναι το χέρι μου
Που χρόνια μπαινοβγαίνει εντός σου
Ή και σε σφίγγει και σου βγάζει το κουκούτσι
Είναι η ματιά μου που σαν κλωστή
Μαύρη κίτρινη πράσινη κόκκινη – όχι γαλάζια
Κεντάει στα πόδια σου
Σκηνές ιστορικών μαχών
Οι ρίζες του είναι
Αυτοκτονίες νέων
Όχι γι αστείες υποθέσεις
Αλλά γιατί
Κάποτε οι Σουλτάνοι αποκοιμήθηκαν πλάι τους
Και μόνο τα φύλλα αυτού του δέντρου
Είναι όπως τα ξέρουν όλοι
Και πιο πολύ οι βοτανολόγοι
Που ξέρουν τη χημεία της χλωροφύλλης.
[Νυχτερινά]
της Magali, της Τατιάνας
Ι
Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει
Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί
Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.
IV
Από πού έρχεται η νύχτα; πως μπορεί και μπαίνει μες στα δέντρα
Σαν τη βροχή στο χώμα; Εσύ που είσαι δίπλα μου
Και δεν μπορώ να σ’ αφήσω και να φύγω διότι
Η ψυχή μου είναι σκελετός πουλιού που βρέθηκε εντός σου
Κοίτα με. Μήπως δεν μπορείς βλέποντας με να με στεγνώσεις
Σαν να ‘μαι ένα βρεμένο ρούχο κι εσύ το μεσημέρι;
Πώς να φύγεις; η βροχή σε καρφώνει πάνω μου με χιλιάδες καρφιά
Έγινα εκείνο που θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή
Είμαι κι ο αγέρας όταν είσαι φωτιά.
VI
Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον
Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ‘μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ‘μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά
Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σ’ όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά
Αν πεινάσεις εγώ θα ‘μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θέ μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.
[Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ]
VII
Στον Μανόλη Αναγνωστάκη
Το ν’ ακούει κανείς το πρωί τη βιασύνη των πουλιών
Το να ψάχνει στα μάτια των άλλων να βρει λίγα τοπία
Το να αισθάνεσαι αλλιώτικος μετά από γλέντι όταν μένεις μόνος
Και παίζεις με την έχτρα και τη φιλία του εαυτού σου
Αυτό σημαίνει κίνδυνο
Σημαίνει αναγωγή της λύπης στη μονάδα
Έτσι λοιπόν ξανά σε θυμήθηκα
Ταίριαξα τη γραμμή του ώμου σου με την πιο χαρούμενη μέρα μου
Τα μάτια σου δε μ’ άφηναν να ησυχάσω
Κι από πού δε μου έρχονταν
Απ’ τη βροχή
Απ’ τ’ αμπέλια
Από τα κουρασμένα χέρια της χωριάτισσας
Κι από μένα τον ίδιο
Σε θυμόμουν και σε είχα στη μνήμη μου
Όπως ένα κομμάτι ζάχαρη στο νερό.
Η Περιπέτεια, 1953
[ΑΠ’ ΤΟ ΑΝΤΡΟ]
Α, νά βγω απ’ την ψυχή μου κρύος αγέρας
πετρόζωστος αγέρας σε άφωτο άντρο
ή νά βγω απ’ την ψυχή μου άναρθρος ήχος
στου φεγγαριού το αργυροδίνητο έλος
ν’ αστράψω, δίχως
να πέσει πάνω μου ηλιαχτίδα ή αστροπελέκι
που να με λιώσει και να λάμψω
στην άζωη διαδρομή μου πεφταστέρι.
Α, νά βγω απ’ την ψυχή μου άναρθρος ήχος
θεόπνοο αγέρι
θα ΄ταν σαν να το ρούφαα το άσπρο φως σου
που μου μηνούσε απ’ τα φαράγγια του άδη.
Το άσπρο σου φως απόν και παρουσία
του ερωτικού σπασμού, κι εντός σου
ως αναρίγησα στο πρώτο μου σκοτάδι
με τάισες πάμφωτη αμβροσία.
Ρίγος μου πρώτο και πηγή μου αρχαία
και ρίζα μου εξεδίψαστη που οδεύει,
των κυττάρων μου ασίγαστη μανία
δώσε όνομα καινούριο στα εκμαγεία
που μ’ επαναλαμβάνουνε στα ερέβη
κρυφή αρμονία.
Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/72518/comment-page-1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου