Εδώ ξυπνάει κάθε πρωί
Ανάμεσα σ’ ελληνικά γλυπτά κι ιωνικά κοντύλια
Πάνω σε φαγωμένες απ’ το πάθος του γλαυκού πέτρες που βαθαίνουν τα έλκη τους
Ανεβαίνει και παίρνει βασιλικό και σπαρτολούλουδο
Χτυπώντας το πέταλο ψηλά ψηλά να φιλήσει τα στέφανα του νεκρού χιονιού
Και ξεπεζεύει, περπατάει γυμνόποδη σε μαρμαρένιες γούρνες
Σκαλίζοντας αχιβάδες και ρόδακες στις πλάκες των αετών,
Τυλίγοντας με άχνη κι αφράλατο τα παγωμένα περιστέρια.
***
Ασπίλωτη,
Γαλαζοαίματη,
Αγναντεμένη.
Πο’ ’χεις τα παραθύρια σου σχιστά πανιά,
Τα μάτια μου κλειστά λιμάνια γεμάτα νεκρούς κι άσπρα χαλίκια.
Που ηχείς και σαλεύεις με ηχώ χίλιων πουλιών στις κρύπτες του ύπνου μου
Σκεπάζοντας τους τοίχους μου με τα σεντόνια της κρυφής σου αυγής
Και τα θαμμένα ζώα μου που κρατούν τους κήπους μου σαν υπνωτισμένες γυναίκες.
Με τι όνομα να σε πω, με ποια αιχμή να σε πλήξω,
Να σου πληθαίνει τα μαλλιά, να σου κεντάει τη μνήμη…
Να σε φωνάξω χαραυγή, θα σβήσουν τα γαρούφαλα
Να σε χαράξω αγνή κι απείραχτη, θα τρυπηθούν οι κρίνοι
Να σ’ αγκαλιάσω μάνα μου, θα κλάψουν τα πουλιά.
Σε γράφω τοξεύτρια του ψηλού καπνού, χορδή των αηδονιών,
Μητέρα απάρθενη, απαλή, που σε ματώνουν χωρίς να σ’ αγγίζουν
Αετοί φεγγαριών, καβαλάρηδες, κι ακάθαρτοι ποταμοί,
Με λάσπη, με σχισμένα πανιά, με χωνεμένα κόκαλα.
Να ’μουν πουλί θαλασσινό κι ένα προς ένα
Τα σκαλοπάτια να μετρώ του διάφανου ύπνου σου,
Τα κλώνια της τριανταφυλλιάς μέσα στις στάχτες των βυθών
Εκεί που κείτονται οι νεκροί σου σε τάφους φεγγερούς
Σε κήπους βουλιαγμένων καραβιών που έχασαν την ψυχή τους,
Τον καπετάνιο των εφτά κλειδιών που φύλαγε τους ανέμους,
Τις διαμαντένιες πόρτες που άνοιγαν για τις μεγάλες θάλασσες,
Και πήγαν από μαραμένο πανί κι από πικρό κατράμι.
Εκεί πονείς.
Εκεί σβήνεις τα φώτα σου και γλείφεις την καρδιά σου.
***
Ανήσυχη καμπυλωτή, σπηλιά της βοής, στυφή από χρόνο και θάνατο,
Σήκω μες απ’ την κουφωτή κραυγή σου, πνίξε τον ήλιο και κύλησε την πολύφωτη ρόδα σου.
Γύρισε σα μάνα στη σχισμένη γη και σφράγισε το αίμα της.
Πλύνε τα ρούχα των παιδιών, τα πόδια των πουλιών
Με καταρράχτες από κύανο, με κουρνιαχτό από γιασεμί.
Κι ύστερα έμπα κι αρμάτωσε στην ερημιά της φλέβας μας τα εωθινά καράβια σου.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα I (1969), [Ενότητα: Τρία ποιήματα (1947-1948)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου