Την ώρα που προσπαθούσα κάπου να παρκάρω με πλησίασαν τρεις τραγικές
φιγούρες νέων. ο πρώτος –με μόνο κορμί, κεφάλι και χέρια– σερνόταν στο δρόμο
ακουμπώντας με δύναμη τις δυο του παλάμες στο έδαφος και περπατώντας με
μικρά κουνελίσια πηδηματάκια. το κεφάλι του ίσα που έφτανε στο κάτω μέρος του
παραθύρου μου. Ο άλλος περπατούσε χαρούμενα, με το πουκάμισο ανοιχτό,
αφήνοντας να ξεχωρίζουν οι ουλές στην αριστερή πλευρά του σώματός του, από
το ύψος της μέσης μέχρι το λαιμό. Στο σημείο αυτό το σώμα είχε μετατραπεί σε
μια άμορφη πλαστική ερυθρώδη μάζα με ασύμμετρο αριθμό ραβδώσεων και
σχισμών. η φρίκη. Ο τρίτος έσερνε από το δεξί του χέρι ένα πεντάχρονο αγόρι
στο οποίο έλειπε το τελευταίο τμήμα του αριστερού ποδιού από το ύψος του
γόνατου. Δεν μπόρεσα να καταλάβω αν η αναπηρία του παιδιού οφειλόταν σε
ατύχημα ή σε γενετήσια ανωμαλία, καθώς δεν ξεχώριζες γόνατο, με τη γνωστή
του οστού στρογγυλάδα, αλλά ένα λεπτό και ελαφρώς γυρτό κομμάτι κρέας που
τέλειωνε αρμονικά λες, δυο σπιθαμές πιο πέρα. Ο τελευταίος νεαρός με το που
πλησίασε άπλωσε το αριστερό του χέρι για ελεημοσύνη. Δεν έδωσα σημασία, τον
προσπέρασα αδιάφορα, χωρίς ωστόσο να προλάβω ν’ απομακρυνθώ σημαντικά.
Ξαφνικά τον βλέπω ν’ αγριεύει, ν’ αποσπά το τσιγάρο του από το στόμα και να το
σβήνει με βία στο αριστερό μου μάγουλο πιέζοντάς το δυο και τρεις φορές με βία
με μίσος. Πόνεσα.
(από τη συλλογή Υπέρ ηρώων, 1998)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου