Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.
Συμβαίνει πως μπαίνω σε ραφτάδικα και σινεμάδες
μαραμένος, αδιαπέραστος, σαν ένας κύκνος από τσόχα
πλέοντας σ’ ένα νερό από καταγωγή και στάχτη.
Η οσμή από τα κομμωτήρια με κάνει να κλαίω με κραυγές.
Μονάχα θέλω μια ξεκούραση από πέτρες ή από μαλλί,
μονάχα θέλω να μη βλέπω καταστήματα και κήπους,
ούτε εμπορικά, διόπτρες, κι ασανσέρ.
Συμβαίνει πως κουράζομαι απ’ τα πόδια και τα νύχια μου
κι απ’ τα μαλλιά και τη σκιά μου.
Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.
Όμως θα ήταν νόστιμο
να τρομάξω ένα συμβολαιογράφο μ’ έναν κομμένο κρίνο
ή θάνατο να δώσω σ’ ένα μοναχό μ’ ένα χτύπημα του αυτιού.
Θα ‘ταν ωραίο
να πηγαίνω στους δρόμους μ’ ένα μαχαίρι πράσινο
και βγάζοντας κραυγές ως να πεθάνω από το κρύο.
Δεν θέλω άλλο να ‘μαι ρίζα μες στις καταχνιές,
αβέβαιος, απλωμένος, τρέμοντας από όνειρο,
προς τα κάτω, στα μουσκεμένα έντερα της γης,
απορροφημένος, σκεπτικός, τρώγοντας κάθε μέρα.
Δεν θέλω για μένα τόσες δυστυχίες.
Δεν θέλω να συνεχίσω από ρίζα κι από τάφο,
από υπόγειο μόνος, από κελάρι με νεκρούς,
κοκαλωμένος, να πεθαίνω από πόνο.
Γι αυτό η Δευτέρα καίγεται σαν το πετρέλαιο
όταν με βλέπει να ‘ρχομαι με πρόσωπο από φυλακή,
κι ουρλιάζει στο πέρασμά της σαν μια ρόδα πληγωμένη,
και κάνει βήματα από ζεστό αίμα προς τη νύχτα.
Και με σπρώχνει σε κάποιες γωνιές, σε κάποια υγρά σπίτια,
σε νοσοκομεία όπου τα οστά βγαίνουν στο παράθυρο,
σε κάποια παπουτσάδικα με οσμή από ξύδι,
σε δρόμους φοβερούς σαν ουλές.
Υπάρχουνε πουλιά σε χρώμα από θειάφι και τρομεροί απροορισμοί
κρεμασμένοι από τις πόρτες των σπιτιών που μισώ,
υπάρχουν οδοντοστοιχίες ξεχασμένες σε μια καφετιέρα,
υπάρχουνε καθρέφτες
που θα ‘πρεπε να κλαίγανε από ντροπή και φόβο,
υπάρχουνε ομπρέλες σ’ όλα τα μέρη, και δηλητήρια, κι υποχρεώσεις.
Εγώ περνάω με ηρεμία, με μάτια, με παπούτσια,
με μανία, με λησμονιά,
περνάω, διασχίζοντας γραφεία και μαγαζιά ορθοπεδικής,
και αυλές όπου υπάρχουν ρούχα κρεμασμένα απόνα σύρμα:
σώβρακα, πετσέτες και πουκάμισα που κλαίνε
αργά βρώμικα δάκρυα.
Μετάφραση: Β. Λαλιώτης
_______________
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Αλιέντε και των συνεργατών του, αφήνει την τελευταία του πνοή ο Πάμπλο Νερούδα.
« Ένας ποιητής πιο κοντά στο θάνατο παρά στη φιλοσοφία, πιο κοντά στον πόνο παρά στη διανόηση, πιο κοντά στο αίµα παρά στο µελάνι», όπως έγραψε γι’ αυτόν ο Federico García Lorca.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου