Τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου μὲς στὸ χάος κυλᾶ...
Στὸ γοργὸ κύλημά του τὰ νερὰ τὰ καθάρια,
στὸ γοργὸ κύλημά του τὰ νερὰ τὰ θολὰ
κάπου δείχνουν διαμάντια, κάπου δείχνουν λιθάρια.
από τον δίσκο 2000 Μ.Χ
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις Ερμηνεία, Ενορχήστρωση και Διεύθυνση Ορχήστρας: Μάνος Χατζιδάκις ΣΤΙΧΟΙ Παίδες, πριν 15 χρόνια με μια άλλη μουσική σας είχα πει ότι θα ξαγρυπνώ έξω απ’ τα σπίτια σας για να μαζεύω τα όνειρα σας. Τώρα κουράστηκα... Εσείς, είτε ονειρεύεστε είτε όχι, μπορείτε και ζείτε χωρίς εμένα δεν ανήκω ούτε στη ζωή σας, ούτε στα όνειρά σας... Ακόμη κουράστηκα να πλέκω μουσικές από το υλικό των ματιών σας κι απ’την επιθυμία των σωμάτων σας. Προτιμώ να φύγω μακριά σας για πάντα, ίσως συναντηθώ με μερικούς σοφούς που δεν τους ένιωσα όταν κι εγώ ήμουν νέος. Γεια σας, παίδες, γεια σας...
Μία χαρά υπάρχει πλην ευλογητήμία παρηγορία εν αυτή τη λύπη.Από το τέλος τούτο πόσοι συρφετοίλείπουν χυδαίων ημερών, πόση ανία λείπει!
[1897] [ΚΡΥΜΜΕΝΑ, 1882–1923] |
ΑΤΘΙΔΑ
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη,
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
Ήρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα,
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Κι από το γάλα πιο λευκή,
απ’ το νερό πιο δροσερή,
κι από το πέπλο το λεπτό πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή,
απ’ το χρυσάφι πιο ακριβή,
κι από τη λύρα πιο γλυκειά, πιο μουσική.
Πάει καιρός που κάποτε σ’ αγάπησα, Ατθίδα,
μα τότε μου ‘μοιαζες μικρό κι αθώο κοριτσάκι.
Συ που μαγεύεις τους θνητούς, παιδί της Αφροδίτης,
απ’ όλα το καλύτερο εσύ ‘σαι το αστέρι.
*
ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ
Εγώ νομίζω πως εδώ, σ’ αυτή τη γη τη μαύρη
εκείνο είν’ ομορφότερο, ό,τι ποθεί καθένας.
Ξέρω, δεν είναι δυνατό το τέλειο στον κόσμο
να γίνεται, μα μοναχά το λίγο κυνηγάμε.
Κι είναι απλό, πολύ απλό, όλοι να με εννοήσουν.
Εύκολη, πολύ εύκολη είν’ η καρδιά του ανθρώπου
και θέλει να ‘χει στη στιγμή ό,τι ο νους του βάζει.
Κι είναι απλό, πολύ απλό, όλοι να με εννοήσουν.
Την Ανακτόρια μου, λοιπόν, θυμήθηκα που λείπει,
το αγαπημένο βήμα της ‘πεθύμησα, κι ακόμα
τη λάμψη πάλι να ‘βλεπα που έχει το πρόσωπό της,
παρά τα όπλα των Λυδών, τ’ άρματα και τις μάχες.
Ξέρω, δεν είναι δυνατό το τέλειο στον κόσμο
να γίνεται, μα μοναχά το λίγο κυνηγάμε.
Κι είναι απλό, πολύ απλό, όλοι να με εννοήσουν.
*
Τ’ ΟΝΕΙΡΟ
Στη μαύρη νύχτα,
Όνειρο, έρχεσαι με τον ύπνο.
Θεός γλυκός, κι αληθινά
τις έννοιες πώς τις σβήνεις!
Δεν έχω πια τη δύναμη,
μα με κρατάει η ελπίδα
πως θα γλυτώσω.
Δεν ζητώ τίποτα, από κανέναν…
*
ΑΛΛΟΥ ΠΕΤΑΕΙ ΤΩΡΑ
Αν ήτανε το στήθος μου
πάλι να τρέξει γάλα
κι αν η κοιλιά μου τα παιδιά μπορούσε να βαστάξει
τότε άφοβα θα ερχόμουνα στο νυφικό κρεβάτι
Μα τώρα πια τα γηρατειά λύγισαν το κορμί μου
κι αμέτρητες το γέμισαν ρυτίδες
κι ο Έρως με τους γλυκούς του τους καημούς
αλλού πετάει τώρα
Μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης
Πηγή: https://www.poiein.gr/
ΦΑΝΤΑΧΤΕΡΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ
Αδειάζαμε απ’ όλα τα επουσιώδη κι έτσι αδειανοί
βυθιζόμασταν στη θεϊκή την εσωτερική μας ύπαρξη
και γεμίζαμε φως με την αχαρτογράφητη αλήθεια του Θεού,
που ήταν μαζί ελευθερία και ομορφιά∙
πού να περνούσε μέσα μας ο φόβος,
που έσπερναν εκείνοι που κυκλοφορούσαν στην αγορά
και αγόραζαν και πουλούσαν τα καθημερινά τους ψεύδη!
Κι όλα τότε γίνονταν γύρω μας ύμνος στην ύπαρξη,
ύμνος στο Θεό και το απλό χαλίκι (1)
απ’ όπου έπαιρνε το ρυάκι
του τραγουδιού του τη γλυκιά ταπεινότητα.
(Ο Θεός ήταν το χαμηλό και το πιο ψηλό σημείο).
Κι ο κόκκος της άμμου, ελάχιστη του γρανίτη διαίρεση
ένας ύμνος στην ύπαρξη,
το ίδιο με την αμέτρητη μουσικοχορευτική σειρά των ήλιων,
των άστρων και των γαλαξιών.
Όλα ένας μουσικός ρυθμός του Θεού
και το φύλλο που ρόδιζε στο δέντρο την ανατολή του
και σμαράγδιζε
και τραγουδούσε με τον άνεμο του βουνού,
με τον αγέρα της θάλασσας
και το γέλιο ενός λουλουδιού
όταν στεφάνωνε το μίσχο του, στον ήλιο του καλά αποκρινόμενο
και της χελώνας το εξεταστικό περπάτημα
και των μεγάλων φιδιών στην έρημο
ο χωρίς θόρυβο ολόσωμος, καμπύλος ελιγμός
που χαιρόταν τη θερμότητα
και των πουλιών το πολύχρωμο, ποικίλο κελάηδημα,
όλα ένας ρυθμός της ύπαρξης,
ένας ύμνος του Θεού
κι αυτός ο θάνατος μια ενέργεια χωρίς αρχή και τέλος
ένας ύμνος ήταν της ζωής.
Συμπαντική Ιθαγένεια, 1998.
Έλιωσε τα παπούτσια του βαδίζοντας νύχτες και νύχτες
στα χαλίκια των άστρων – βαδίζοντας μόνος
για χάρη των ανθρώπων. Τούτος ο άνθρωπος ήταν προορισμένος
για τη χαρά του κόσμου. Τον εμπόδισαν. Του πήραν
ό,τι περισσότερο μπορούσε να δώσει: την εμπιστοσύνη του
ακόμη και σ' αυτούς που τον αρνιόνταν. Τώρα
διπλά μονάχος σεργιανέι στ' ακρογιάλι. Κοιτάει.
Δε συγκομίζει.
Σκιώδεις βάρκες χαράζουνε το δειλινό χρυσάφι,
κι ακούγεται η μεγάλη σιωπή της ομορφιάς αμελημένη.
Ω πικραμένο ανεκπλήρωτο, θα σου χτυπήσω πάλι την πόρτα.
Μην μου μιλάτε για τις κορνίζες και τα διπλώματα που κολλάτε
σαν γραμματόσημα στον τοίχο
Μην μου μιλάτε για τα σπίτια πιο λευκά που μουχλιάζουν στο κύμα του Αιγαίου
Μην μου μιλάτε για τα σιδερωμένα σας πουκάμισα
που σκουριάζουν μέσα στη δεκάφυλλη ντουλάπα
Μην μου μιλάτε για το αυτοκίνητο που από το κλαμπ στο σπα
θα έχει ήδη παλιώσει
Μην μου μιλάτε για τα χαμόγελα που έχετε φυλακίσει μπροστά από τυριά και αλλαντικά
στα μαγνητάκια του ψυγείου.
Μην μου μιλάτε για έρωτες του ενός καλοκαιριού και του μισού Σεπτέμβρη
Μην μου μιλάτε για γυναίκες που πέρασαν από μέσα σας
όπως η ομίχλη μέσα από τα δέντρα.
Να μου μιλάτε για τις χαρακιές που θα μπορούσατε να είχατε στο στέρνο σας
εάν και άμα
Να μου μιλάτε για τις φορές που το σκοτάδι έλαμπε τόσο μπρος στα μάτια σας
που ο μόνος τρόπος να μην τυφλωθείτε θα ήταν μέσα να βουτούσατε
Να μου μιλάτε για τις νύχτες που η ζωή που κρατούσατε στα χέρια σας έμοιαζε τόσο ελαφριά
που θα μπορούσατε με ένα φου να τη μαδήσετε
Να μου μιλάτε για τα πρωινά που θα είχατε πέσει από τη γέφυρα
αν δεν σας τραβούσε τελευταία στιγμή από τον γιακά ένα φλεβιασμένο χέρι.
Να μου μιλάτε για το αίμα που βυζάξατε μικροί
και το γάλα που φτύσατε μεγάλοι
Να μου μιλάτε για τους έρωτες που συνθλίβουν τον αιώνα
και τις γυναίκες που πέρασαν από μέσα σας όπως σκίζει το καρφί το ξύλο.
Μην μου μιλάτε για πράγματα
δίχως ψυχή
γιατί ο καιρός είναι λιγοστός
και η ψυχή στερεύει.
«Το κράτος, εξάλλου, ας θελήσει επιτέλους να σκεφτεί ότι δεν είναι επιχειρηματίας που το σχολείο είναι απλώς ένα μαγαζί του κι ο εκπαιδευτικός ο υπάλληλος του μαγαζιού αυτού… Αν το κράτος εξακολουθήσει να κάνει εμπορικούς υπολογισμούς και να αναγκάζει τον εκπαιδευτικό έστω και μια στιγμή της μέρας του να ξοδεύει έξω από το σχολείο για τη διατροφή του, ε, τότε αλίμονο στα νιάτα που μπαίνουνε μέσα σε τέτοια εμπορικά καταστήματα»
Πηγή: https://miltoskountouras.gr/kleiste-ta-scholeia-1-to-ekpaideftiko-ksecharvaloma/
Έτσι λοιπόν το χιόνι και η αιώνια θάλασσα
που πλησιάζει τα νησιά και τους κόλπους σιγολαλώντας
που εκτοξεύει κύματα και κατεβαίνει από έρωτα στο Άδη
σαν να μιλάει η καρδιά της
ενώ η καρδιά σωπαίνει
και το μάτι ξεχνάει τι άλλο έβλεπε
και απλώνει το στέρνο του
και το αυτί ξεχνάει την ασχήμια και το κέρδος
και κάθεται με ακρίβεια
μαγεμένο μπροστά σ' αυτό που ήθελε να είναι η ζωή του
το δώρο στην παλάμη
η φωνή του συντρόφου
χωρίς τον καιρό της φιλίας
Εδώ
Πλανιόμουν απροσδιόριστη μες στην Οδύσσεια.
Να παντρευτείς τον Κύκλωπα, μου λέγαν όλοι.
Ν' αυξήσετε το γένος των Κυκλώπων, να κάνετε
μονόφθαλμα παιδιά. Να χτίσετε τριγύρω στη σπηλιά
σας Κυκλώπεια Τείχη. Μα εγώ φοβόμουν το σακα-
τιλίκι και την κλεισούρα. Ας ξετυλίγεται χωρίς ε-
μένα αυτή η Οδύσσεια, όπου δε γίνεται να ειμ'η
Κίρκη, να ειμ' η Καλυψώ κι η Ναυσικά.
Του λιναριού τα πάθη-Ο μέγας μυρμηκοφάγος, Εκδόσεις Άγρα.
Από κει κάτω θα ’ρθει
το σκοτεινό πουλί της συμφοράς∙
Θ’ ανέβει
σίγουρα ζυγιάζοντας τ’ ατσάλινα φτερά του
για να ραμφίσει με το ράμφος του τη νηνεμία αυτή.
Θά ’ρθει και θα ξανάρθει, για να σκίσει στα δυο τις ήσυχες ημέρες
που θα ’χω ξεπληρώσει μ’ αίμα
Αλλά κι εγώ, θα είμαι ακονισμένος πια.
Θάχω ένα φίδι μες στα μάτια
για να δαγκώνει στην καρδιά το θάνατο
Θα έχω αυτή τη μυστική πληγή
που αιμορραγεί, χωρίς ποτέ να μ’ εξαντλεί,
να με τινάζει, πάντοτε σαν έλασμα απ’ ατσάλι
σα λόγχη που ανασύρεται απ’ τη θήκη της μ’ οργή
Να ’ρθει λοιπόν, να ’ρθει ο γύπας τ’ ουρανού
αν θέλει ακόμα το αίμα μου.
Μια του και μια μου ως το τέλος.
Να ’ρθει.
Εδώ ’μαι.
Είχε φεγγάρι κι έκανε δροσιά
συνηθισμένο απόβραδο
γεμάτη φούρια η φωνή του τζιτζικιού
γεμάτη εμμονή στην επανάληψη
γεμάτη αφοσίωση στην αίγλη του παρόντος.
Στην άκρη της βεράντας
ένα σταχτοδοχείο και μια κούπα τσάι.
Κάθομαι μόνη
στο στήθος μου κοπάζει η μέρα.
Πηγή: Ό,τι έγινε - άνθρωποι και φαντάσματα, Πατάκης, 2020.
Να λύσω
μικρά κομμάτια
ασύμμετρα
τον κόσμο μέσα μου
μικρές κλωστές
να ξετυλίξω
τους αρμούς μου
ανάγκη καμιά
απ’ τη συνείδηση
το πνεύμα
την ικανότητα να εμβαθύνω
να λύσω
τις κλωστές
και να ξαπλώσω
μικρή μικρή
να κοιμηθώ
Πηγή: Αλλαγή Τοπίου, Κέδρος, 1972.
ΕΤΣΙ
****
ανυπόφορη άνοιξη
ήσυχοι πεθαμένοι
πράγματα απαραίτητα σ’ ένα σπίτι
περνάει ο χρόνος
με τα μαλλάκια του καρφάκια
τρώει το σάντουιτς στα όρθια
σχέδιο με μολύβι
****
τα αντικείμενα που βλέπετε εδώ
δεν έχουν καμιά αξία
δείχνουν απλώς πώς ζούσαν οι άνθρωποι
πώς έσουρνε επίτηδες
τα πόδια του ένα παιδί
κι αυτή τη στιγμή
τα δάχτυλά του
φυτρώνουν στο χώμα
λάδι σε μουσαμά
****
κοιμούνται
με την πλάτη στον τοίχο
γέρνουν στο χνώτο της άλλης·
πλάι τους ένα κλειστό φουστάνι
και λίγο πάνω ένας χαμηλός φεγγίτης·
το λαμπρό μαύρο πέφτει στους ώμους τους
κάρβουνο
ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ
Πηγή: Μικτή τεχνική, Πατάκης, 2012
Αναδημοσίευση από: https://poets.gr/el/poihtes/laina-maria/298-mikti-texniki/85-tria-poihmata
Γυρίζω πάλι σήμερα στο σπίτι των γονιών μου
ΑΥΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Μην τους ακούς που τάχα ολολύζουν
που παρότι
απολοφυράμενοι απέρχονται δακρύοντες
μην τους ακούς
που μυξοκλαίνε
Το ξέρουνε καλά που ο θάνατος
εξέχει από τον χρόνο ως ανθύπατος
όπως το δάχτυλο τους
από την τρύπια κάλτσα∙
ένας τέτοιος θρίαμβος.
ΑΛΓΕΒΡΑ
Πέρα κατά τη δημοσιά
φάνηκε πρώτα στήλη κουρνιαχτός
ως τα μεσούρανα
Δεν άργησε πολύ
Ο δρόμος έφερνε το ποδοβολητό
το χουγιατό της
Κλείνανε παράθυρα κατέβαιναν ρολά
Σιδεροντυμένη έμπαινε πια στην πόλη
η εξίσωση.
ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΛΛΟΘΙ
Το σκυλί μου κόπια του όγδοου αιώνα
κομμένο στα τέσσερα
μ’ άλλους σακατεμένους κώδικες
λέω να το πουλήσω για πατατόσπορο
έχω παιδιά να θρέψω
θέλει πισσόχαρτο η στέγη μου
θέλει καλαμπόκι το κοτέτσι
θέλουν τα ποντίκια μου τυρί
την Πτολεμαία Κλεοπάτρα θέλω στο στρώμα μου
και βρέχει.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Κάτω από το παράθυρο μου πέρασε πάλι αυτός
δόκανο για φεγγάρια
Το κεφάλι του τετράγωνο κλουβί
μέσα του ένα μάτι
απ’ τα λίγα που περίσσεψαν της νύχτας
μα όχι ψάρι
Σου γράφω μετά από τρεις βροχές
Η απόπειρα μου για το ποιος είναι ο άλλος που είμαι
απότυχε
Τι να σου λέω λοιπόν για τη μοναξιά με λέξεις
Μη δεν είδες θερισμένο κάμπο πέρα πέρα
καταμεσί του απόμαχο βαγκόνι έξω από τις ράγιες
τη σιγαλιά ν’ ακουμπάει πάνω του
δίχως κουδούνι να βοσκάει η ερημιά
κατάψηλα να περιπολούν κοράκια;
Κάτω απ’ το παράθυρο μου πάλι αυτός
Το κεφάλι του εγώ: είσοδος κινδύνου.
ΣΧΕΔΙΟ ΡΑΨΩΔΙΑΣ
Έτσι το αίμα του έγινε άσπρο όπως
όταν φωνάζομε τα πουλιά•
γιατί και τα πουλιά, τυπικά, είναι άσπρα
Ωσάν τη θάλασσα να πας, της είπε.
Εκεί σαν γονατίσεις και της παρακαλεστείς θα δεις
καταπού γέρνει το κερί που απόκαμε πια να επικαλιέται
Θα δεις το μέγα δόκανο μέσα της κι άλλα τέτοια.
Και μη μιλήσεις μπλιό :
Έτσι που ‘γινες πιο άσπρη κι απ’ το αίμα μου
Δεν είναι ελόγου τους από άστρα να σε νιώσουν.
Ο ήλιος βυθίστηκε εκεί που ξέρεις μα πάλι ευθύς
μπίστησε τ’ απάνου.
Βρέθηκαν τα καρφιά του συναίματα και στραβωμένα
μα κανένας δεν τ’ απόδειξε
Γι’ αυτό τριχωτά αυγά κουρνιάσανε οι φωνές του
Έφριξα από κορυφής
Ήταν που πέρασες ξυστά τη φλόγωση
και βγήκες πέρα αχάραγη κ’ ετούτος κάρβουνο
ίσαμε που κάηκε ως το σάλιο του
Τότες πια βυθίστηκε οριστικά∙ μη μιλήσεις
ακόμα και τώρα μη μιλήσεις
μη φορτώνεσαι στα πράγματα μην τα ονοματίζεις
άσε τα∙ πονούνε.
ΣΟΥΡΝΤΙΝΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΣ
Για ιδές τον τον αμάραντο
Ολοκλωνίς όξω εγκρεμού
που είναι μια να ζυγιαστεί και δυό να πέσει
Και βάλε αυτί
μην ακουστώ μέσα στο αχ της άβυσσος.
(Απ’ τη συλλογή Κιβώτιο ταχυτήτων)
Ω λογισμέ διαστροφή μου
φιλήδονε ηνίοχε ευθειοβάτη Από
τις ερωμένες σου η μόνη που σου έμεινε
πιστή είναι η χλομάδα σου
για το που δόθηκε το σήμα πως εξώκειλες
για το που πάλι θα δοθεί
και που θα δίνεται
για πάντα
*
Όταν μετά αιώνες οι σκαπάνες σ’ αρχαίο
τάφο βρίσκοντας τα οστά μου θα δούνε
πάνω τους να φωσφορίζει τ’ όνομα σου
άραγε θα ξαφνιαστούν;
θα καταλάβουν;
θα ‘ναι ως τότε ακόμα ο έρωτας
πνοή πρωιού επάνω στο τριφύλλι;
θα βλασταίνει ακόμα τούτο στον πλανήτη
όταν οι σκαπάνες;
(Απ’ τη συλλογή In perpetuum)
Από τότε που η ερώτηση μου
μπήχτηκε λοξά στα νεφρά της πολιτείας,
από τότε που ‘γινε κομμάτια η θάλασσα
καθώς στάμνα χωματένια,
από τότε που άρχισαν να παρακμάζουν οι χειρονομίες σου,
να διαλύεται η φωνή σου όπως ομίχλη σε παράθυρο,
[…]
μα μη μπορώντας να ξεφύγει το μοιραίο
να γίνεται άλλη μια φορά η ερώτηση μου
λοξά μπηγμένη εκεί : στα νεφρά της πολιτείας.
Μ’ αυτό τον κύκλο ένα οχτάχρονο αγόρι έπαιζε το τσέρκι
τ’ απάνου τρέχοντας στο δρόμο του ορυχείου :
δε θα πεθάνομε λοιπόν.
[…]
Όλα θα τ’ ανασυνθέσω με υπομονή.
Βρήκα στην τύχη μερικές σελίδες
εδώ κ’ εκεί απ’ το στήθος σου.
Μικρά κορίτσια ζωγράφισαν επάνω τους
παράξενα χρυσόψαρα.
Ένα κουρέλι απ’ το μάγουλο σου, απόκομμα θύελλας,
Κρεμότανε στα σύρματα στιγμή τη στιγμή να πέσει.
[…]
Τι γίνεται τώρα;
Αν μια φοράν ακόμα; Αν δοκίμαζα μαζεύοντας
κομμάτι το κομμάτι τη σπασμένη στάμνα
να φτιάξω πάλι τη θάλασσα;
Αν άρπαζα απ’ τα δόντια του σκύλου
το ιερόν οστούν της μάνας μου ;
Αν έδενα πάλι τα βαγγόνια,
αν σφύριζαν τα τραίνα πάλι
λερώνοντας τα χαμομήλια δίπλα στις ράγιες;
Κι αν ύστερα γινόμουνα μια ζωγραφιά πολύχρωμη
στο μαξιλάρι του αγοριού καθώς κοιμάται τώρα
[…] άρχιζε η γάγγραινα.
Μα δεν θα το βάλω κάτω έτσι εύκολα.
[…]
Η θύελλα να κυρτώνεται, να γίνεται το μάγουλο σου,
ν’ ανοίγω με βρόντο το παράθυρο, η φωνή σου μισόγυμνη
να πετιέται στο δρόμο τρέχοντας
για το βάραθρο του Ζάλογγου∙
στάσου για το θεό :
στάσου να σε σημαδέψω, να σε πετύχω στο μεσόφρυδο.
[…]
Εσύ ήσουν η ερώτηση μου.
(Απ’ τη συλλογή Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας)
ΟΠΩΣ Ο ΑΙΑΣ
Ανάμεσα σε πέτρες που δεν είδανε
τον ίσκιο τους ποτές
που δεν ακούσαν τη φωνή του
τόσο υψίσυχνη στα φωνηεντόληκτα, είπα :
Κλείστε τις ποριές, όχι άλλοι “σωτήρες”∙
μεσολάβησαν τα Τρωικά. Ο λόγος μου
δίχως πια τα άμφιά του, γυμνός
όπως η πότνια βάτος
αναθρώσκοντας τα που του σφίγγανε το
υπογάστριο
“ιερά, εθνικά” και άλλα τέτοια χάχανα
χύθηκε κατεπάνω στο μαχαίρι του
όπως ο Αίας.
(Απ’ τη συλλογή Τα μαχαίρια της Κίρκης)
ΠΥΞΙΔΑ
Εριστικός σχεδόν ημέρα εχτρεύομαι τη λέξη βέβαια,
συνήθισα τη μοναξιά και το σκυλί της.
Είμαι λοιπόν με τ’ αγριολίθαρα και τον ασβέστη
που κουφάθηκε με το λιόκαμα.
ΟΡΤΥΚΙ
Μέσα στη μνήμη πήγαινε, ερχότανε
ένα χτυπημένο ορτύκι,
ξοπίσω ο αγριαπήγανος ύστερα το μολύβι,
δαγκάνοντας το σύννεφο φτύνοντας θειάφι
ψάχνεις μέσα σου,
ακόμα η θύελλα αστράφτει δισκοπότηρο
η οργή δεν το ‘πνιξε το ουρλιαχτό της.
Γενιά του αγριόχορτου
έχεις ακόμα μάκρος.
ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΞΟΤΗΣ
Τώρα σε τέταρτη διάσταση συνεχίζω όσα δεν είπαμε.
Χαμογελώ του χρώμιου χτες του ψευδάργυρου
αύριο πεθαίνω του λιγνίτη
χαλκός και νίκελ ματώνουν μες στα χέρια μου
που πρέπει τ’ αναστάσιμα καρφιά μας να ισιώνω
κ’ η διεθνής του αντιμόνιου απ’ το χαράκωμα
ατέλειωτο ταμπούρλο.
Θεόσταλτοι αφορισμοί από τους άμβωνες με οχταήχι
με σιγγίλια π ε ί θ ο υ ν ε με ξιφολόγχες και
χρηματιστήρια, με οχτάστηλα ή τέταρτη εξουσία
κι ο δεξιός ιεροψάλτης λουστρίνι μάγουλο
βήμα που το ‘μαθε η χήνα
καινούργιος στη μασχάλη του ο χαρτοφύλακας
από το δέρμα σου πατρίδα.
Μόνο ο ιδρώτας μου ερυθρόδερμος παραμερίζει
υπόκλιση άψογη, χαμόγελο νέα μανιφατούρα
ξάφνου αμολάει το κανελί σκυλί του
κι όλα γίνονται της πουτάνας.
Δεν περνάει το δικό σου,
όχι.
(απ΄τη συλλογή Οδός Λαιστρυγόνων)
Η ΦΥΛΗ ΜΟΥ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ
Ο στόμφος εκούρασε∙ σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως την παραμόρφωση∙
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με τους αστούς μακάρια πια
παρακμάζει∙ σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
– συγνώμη∙ ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις∙ λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα…
Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφιχτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Αφήνω που, αυτό μας έλειπε,
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.
(Απ’ τη συλλογή Διήγηση)
ΑΓΑΠΗ
Περίεργο που τα ζυγωματικά σου
παίζουνε τέτοιο ρόλο στην αναψηλάφηση
των μυστηρίων;
[…]
Η ιστορία των δυό μας όπως ξέρεις
είναι σαν άδειος κάλυκας οβίδας
γεμάτος από θάνατο κωφάλαλο
κι όμως οι κύριοι δικαστές
ακόμη δεν κατάλαβαν το ρόλο
που τα ζυγωματικά σου παίζουνε
στις αναψηλαφήσεις
όταν πικρίζει το χορτάρι πάνω τους
και φεύγουν τα μικρά κατσίκια∙
[…]
να ‘σαι γενναία όπως η διακοπή του ρεύματος
που στριμώχνει τη λύσσα μας
τη βιάζει κ’ ύστερα
ανάβουνε τα φώτα και νιώθουμε το ζεστό
το καυτερό της σπέρμα ν’ ανεβαίνει
την αορτή σαν πέστροφα ως το κεφάλι
ν’ αυτοσχεδιάζει ευθύς την ανατίναξη
[…]
(Απ’ τη συλλογή Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή)
2.
[…]
κι ο πράσινος νάρθηκας της αυριανής ημέρας
κ’ η στέγη σου, λιώμα από του ήλιου τον τροχό
το κεραμίδι σου όνειρο καρένα σύννεφου
και πάει
όλα αγριόχηνες αποδημήσανε τα σύμβολα
άστραψε σκέτη πια η ξερολιθιά
και λευτερώθηκες
7.
[…]
πηχτός
απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο
άλλη τροφή από το πέτρωμα δεν έμεινε
που θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα;
9.
Ανυποχώρητος στίλβεις ανθρακίτης
αύριο βλήμα φθείρεσαι σε τροχιά
μένεις μόνο η τροχιά
κ’ η μοίρα σου κεντρόφυγη
να ερμηνεύεις, να ερμηνεύεις
πολύ πιο πριν δεν ήσουν έγχρωμη βοή;
(Απ’ τη συλλογή Η Κλίμακα του λίθου)
ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗΣ
[…]
πιο ύστερα μια χούφτα χαλίκια
λουλακιά πράσινα μαύρα
που τα σφενδόνισε η πολυώροφη θάλασσα
με τις πολύστροφες έλικες του νότου
που καθώς πέφτουν πάλι κροταλούν
στο τσίγκινο αίμα μου
ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημα σου
ένα παράξενο οροπέδιο μεγαλοσύνης
όπως τραπέζι άδειο
με τ’ άσπρο τραπεζομάντιλο.
(Απ’ τη συλλογή Διασπορά)
ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΒΥΘΟΥ 293 ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΩΝ
[…]
(Προσοχη. Εδω χρειαζεται περισσοτερο κυανο καμωμενο απο ερυθρη τεφρα)
Κι αυτην την εσπερα με αλαλαγμους τα κοραλλια
τη σωρο του ηλιου θα κατεβαζουν στους καμπους
Ησυχα, πηχτα, γαληνια θα πλαγιασει
ενω απαραμιλλοι σφαιρικοι κρινοι θα φερνουν
τον ουρανο που εμεινε πανω του
υψηλα ως τις καρινες των βραχων.
Κι εμεις αναμεσα στις κατακορυφες κλωστες
που θα μας φερνουν τροφη απ την αβυσσο
θα ψαχνομε το πελωριο πτωμα
για κανενα χορταρι για λιγη φωνη πουλιου
για το χαρτη της γης.
Υστερα το χρυσαφενιο σκελετο θα τον ριξομε
στη χαραδρα του Βαλαμουρ που φωσφοριζει
απο κοκκαλα ενω πλεουν επανω οι Φιλιππινες
αναβλυζουν χρυσανθεμα και ιματια
ψαριων με υπεροχα λεπια.
(Παλι τερφροκιτρινο σε χρονο εξι ογδοα)
Ω αγκαλια της σιωπηλης μητερας με τις αμετρητες
φτερουγες, ειναι πολλες ημερες που εφυγα απ τα
φρεατα που αναπαυονται τ αδαμαστα μεσημερια
για να μην κρατησω το σχημα μου.
[…]
(Απ’ τη συλλογη Fuga)
POST THERMIDOR
Και που ήσαν τάχα λαίλαπα ή
το φθαρμένο μου γάντι πυγμαχίας
τι μ’ αυτό;
Νύχια της αρκούδας ανηφορίζουνε τη φλέβα μου
Η θεωρία συρματόσχοινο που κόπηκε
ή καυσαέριο πατημασιά κοβάλτιου
ας είναι και σφυρίχτρα
τι μ’ αυτό;
Όρκο παίρνω ήταν μεσάνυχτα που η θάλασσα
παράτησε την ολομέλεια
περνούσε σύρριζα τον τοίχο
πέταξε τα εσώρουχα της
τα κολλημένα πάνω της επίθετα
τον οδοντογιατρό της.
Λαμπάδιζαν οι λεωφόροι
τα κορίτσια κόβανε τις ωοθήκες τους
τις ρίχναν στη φωτιά οι φλόγες κόρωναν
τύλιγαν τον ουρανοξύστη
ε… και τι
μ’ αυτό;
Μάτια μου ετούτος… άκαυτος
Λευκοντυμένες άφηναν τ’ αμφιθέατρα οι πιθανότητες
ρίχνανε τα πτυχία τους στον οχετό της νύχτας
Ιθαγενή αερόστατα ανέβαιναν
απ’ τις θερμοκοιτίδες
Κι εγώ
στις τσέπες μου όσο γίνονταν πιο βαθιά
επώαζα φυσίγγια.
Απόμακρη έξω απ’ τις ράγες επέμενε
αναντίρρητη σε ό,τι αφορά το ουρανί
το μπλάβο
το πορτοκαλί
επέμενε ότι λάμπουσα
αν και παρήλιξ
η γοερή διάνοια των μπολσεβίκων
Από το άπαρτο οδόφραγμα επέμενε
non passaran καμένη στο ιώδιο
η φωνή μου.
Κι αχ πως δίχως τροχούς επέμενε
καταμεσής στην άσφαλτο
μπαταρισμένη εκείνη η Άνοιξη
που το νιογέννητο ατσάλι βάλθηκε να γερνά
μες στη γροθιά μου…
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΦΡΥΝΩΝ ή ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΜΕΘΟΔΩΝ
ΙΙ. Η ΛΟΙΜΙΚΗ ΤΟΥ ΕΠΤΑ
Χρόνια μετά που συνταξιοδοτήθηκε το Στραντιβάριους, και να σου πίπιζες ξοπίσω του σονάροντας σε φάλτσο καντάμπιλε, πιάσαμε πάτο. Ήταν τότες που καμηλοβάτραχοι δεσμεύτηκαν ασμένως ν’ αρχηγέψουν.
Προσθήκη ζάχαρης –ιδέα του μαέστρου- μαυλίσανε το γύψο και πήρε ελόγου του ν’ αναρριχιέται τις πλαγιές τ’ Απρίλη. Μα παρότι εγκέφαλος ζελέ. Παρότι αλάρυγγοι, αποφασίζανε και διατάζανε σε φρικαλέα ελληνικά. Παρότι παραβάτραχοι, περιτρέχανε τα ρείθρα ένστολοι, περιμαζεύοντας όσους γελούσανε και όσους δεν γελούσαν, σύμπαν το υπόλοιπο ατελούς διαιρέσεως περιστρεφόταν περί άξονα μιγαδικόν πλαγιοστρόφως…
Ο τότε μόλυβδος, θεός αγκαθερός από καμίνευσιν, χυνότανε χυλός σ’ αργιλικά καλούπια. ως χωλίαμβος ή κάτι τέτοιο, μα όμως άρρητος και ανομάτιστος λόγω που ο χώρος επιρρεπής στην παραχάραξη τονε φυγάδευε υπολογίζοντας ότι από μαύρη τρύπα θα καταποθεί. Κι ακόμα ως και τούτο: μες στα βελάσματα των τράγων, όταν τους σφάζανε άκουες, όπως και τώρα ακούς, για ελληνοβλάβεια, για βατραχοκρατία.
Και τότες έγινε το ξαφνικό: Πλημμύρα οι λεωφόροι από οξύφωνα σπουργίτια χουγιάζοντας τους βάτραχους και τις ερπύστριες. Κι από ψηλά έπεφτε με βρόντο, καταμεσής της χάλκινης ορχήστρας, ολοαίματη με ανοιγμένον αφαλό η ελληνοχριστιανικη πουλάδα. Το Κοίλο, άλαλο κι αλαφιασμένο, άδειασε μονομιάς. Το Αραχναίο σχίστηκε κάτω για κάτω ίσαμε την Πάφο, ενώ, ως βροχή από μυαλά αετών, ξέσπαε μαινάδα η μεγαλοφυΐα. Διότι πως αλλιώς θενά ‘χε κλέος και εσπεριδοειδή η Κορινθία ;
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΙ ΣΤΑ ΑΝΙΣΟΠΕΔΑ
ή ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΘΕΩΡΙΑΣ
Σκόρπια γύρω σου ασβέστης αμμοχάλικο
[…]
-Τι να ‘ναι ωρέ να χτίσεις, τον ερώτησα, και ξυέσαι ;
– Λέω να χτίσω βοϊδοχτάποδο. Θα χρειαστώ δυό κέρατα
από προχωρημένο αχάτη, είπε. Κι έριχνε καταπάνω λάσο,
έτσι, από εαρινή εναντίωση, να πιάσει σύννεφο.
[…]
-Πάρε από Χάιντεγκερ, του λέω, που ψάχνει για αποβάθρες
και όχι από το υπέρβαρο του άλλου ε γ ώ πού ξέχνα το
μιας και πήρε το κατόπι του ά ρ α σε γρηγοριανά ανισόπεδα.
[…]
ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΧΟΥΣ
[…]
Ήταν το ανεπανάληπτο εκείνο d o. Η περίφημη κορόνα
σε οκτάβα Latina που αμόλησε στα ύψη ο alto tenore,
τελευταίος από τους Τρώες, Poplius Vergilius Maro.
Και τούτο όταν ένιωσε να ολισθαίνει προς τον ορθολογισμό.
Ήταν που εκστασιάστηκε όχι μόνο που τα λόγια του
εκτινάχτηκαν διεγερμένα αδρόνια κυνηγώντας
στα φαράγγια του Καλλίδρομου την αλαφιασμένη,
ηχώ,
μα πιο πολύ, απ’ το υπέρβαρο continuo από οργισμένες
αγριομέλισσες που κλείναν την μπασιά
στην πιο ένδοξη στενωπό της γης,
[…]
Στα ύψη ορτύκια κι άλλα πτηνάρια πελασγικά
χλευάζαν τα επίγεια… όπως και έγινε πιο ύστερα
με κάτι φρικιά του ουρανού κατά την ταφή
του Κόμητα Orgaz που συνεχίζεται
ως ουραίον πηδάλιον καλλιφωνίας…
Το τοπίο έλιωνε μέσα σ’ ασημένιο φως
[…]
(Απ’ τη συλλογή Στα πρόσω ιαχής)
ΡΟΓΧΟΣ ΣΙΓΑΣΤΗΡΑ
Άκου εσύ
η ασύγκριτη της ροδαυγής
η πιο κι από Αίγινα αιθέρια
η πάνω από ξερολιθιές
πάνω κι από τα έξαλλα μπαμπάκια
ακόμα πάνω κι από κάθε μεταφυσική
χαλυβουργία
Εσύ το αβαρές χαίρε των λιθρινιών
άκου που τίποτα δεν ηχεί ενώ εγώ
η αναίδεια των χρωμάτων
όταν στις ράγες βγάζουνε σπίθες οι τροχοί
πορνεύομαι με κάθε αντιδιάμετρο
λαθρέμπορος οσίων ιδεών
θυρωρός πλαστικών παραδείσων
διαδηλωτής με την άγραφη αφίσα
του μέλλοντος αιώνος.
Η ΣΚΑΠΑΝΗ
Δυό μερών λεχούδι το φεγγάρι μα
παρότι εδέσποζε σοφιστής αιρεσιάρχης
πετεινοί κωφάλαλοι σε φάλαγγα
κατά εξάδες
άνοιγαν δρόμο μες στην Ιστορία
Ξοπίσω γάβγιζε εγελιανή γκρανκάσα
και είπα :
Ιδού το βίωμα μου πρώιμο άλφα
των αλάλητων
Ιδού εγώ γυμνίτης
Ιδού το πιο διωγμένο των πρωτόπλαστων
που έγινα σκυλί και
αλυχτώ παράδεισο
ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΕΠ’ ΩΜΟΥ
Ανίχνευα τα μέλη της
έψαχνα για πέρασμα στον κόλπο
βαθιά μουκάνιζε μινώταυρος η άβυσσος
με τα ωάρια της θάλασσας ανέβαινε
και με σαΐτες.
Στο όνομα της έξαψης ίππευε αλαλάζουσα
το δεξί βυζί κομμένο
δοσμένη στην τοξοβολία
Εγώ πεζός με το σύννεφο επ’ ώμου
με τη φλεγμονή της ανηφόρας
με μια Κολχίδα μες στο νου
κατεπάνω του στο άπειρο
Άσπρο ελάφι ο δυϊσμός βόσκαε τα μάτια μας
σκόρπια στο πάτωμα
(Απ’ τη συλλογή Ακαρεί)
ΦΑΝΕΡΟ αν και αόρατο
με μάζα αιρετική προς τη βαρύτητα
την αστροκτόνο
ζητούσε το αντισημαίνον του για να σημανθεί
κάτι που να υπάρχει ως μ η ε ί ν α ι
κι όμως να υπάρχει
Κι ήταν ανήσυχος που το ‘νιωθε όλος σκιά ο Παρμενίδης
να τον ζυγώνει αν και αόρατο :
τάχα γιατί είν’ έξω απ’ το σχήμα του ο χώρος ;
*
Ο ΧΡΟΝΟΣ είναι εξωμήτριο του Χάους
Όλες οι μονάδες ρίχνονται να τον μετρούν
τον ακατάργητο
Μονοκόκαλος ελόγου του ανάμεσα στις κερασιές
ψειρίζεται πετώντας από πάνω του
τα σοφά έντομα των ταριχεύσεων
ΑΦΟΒΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ
Πυροβάτης ναι βετεράνος ναι
μα δεν πατάς το ναρκοπέδιο της.
Χρόνε το μεγαλείο σου!
Η καμπύλη σου από βατράχι ίσαμε άλτη ναι. . .
όμως την ύδρα λέω κόρη της Λέρνας
και τετράκλωνη
μ’ όλη τη λάβρα σου δεν τη μεθάς
να σου δοθεί
τη διπλοέλικη νουκλεϊκή τετράδα λέω
που αναπαράγεται
και σε χλευάζει
και λυσσάς
Κρόνιε παππού εδά ‘ναι που έσπασες
δεν σου περνά μ’ αυτήν δικέ μου
κιτρινιάρη. . .
Κανένα πέρασμα λοιπόν επέκεινα του ελαχίστου
ανάμεσα στα ελάχιστα
ω γεωμετρία αίμα που στάζεις απ’ τ’ αρμόνια
σώσε. . .
(απ’ τη συλλογή Χαοτικά Ι)
Πηγή: https://www.poiein.gr/2010/11/18/eoun-eaeiaauoio-eae-c-dhuiouoc-aoaissa-oui-dhnaaiuoui-iea-dhiecoeeth-aieieiassa-1943-2005-adheeiath-adheiyeaea-dhyonio-aeiessooco/