Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Ιωάννης Πολέμης - Το Ποτάμι του Χρόνου



Τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου μὲς στὸ χάος κυλᾶ...
Στὸ γοργὸ κύλημά του τὰ νερὰ τὰ καθάρια,
στὸ γοργὸ κύλημά του τὰ νερὰ τὰ θολὰ
κάπου δείχνουν διαμάντια, κάπου δείχνουν λιθάρια.
Καὶ στὰ δύο πλευρά του καὶ στὶς δυό του μεριὲς
ἡ ζωὴ μὲ τὸ Χάρο μέρα νύχτα παλεύουν·
κι ὅπου βλέπεις ἀγκάθια καὶ χλωρὲς λιγαριὲς
κελαϊδοῦν τὰ πουλάκια καὶ τὰ φίδια σαλεύουν.
Τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου μὲς στὸ χάος κυλᾶ...
Στὰ γοργὰ κύματά του καθρεφτίζοντ' οἱ κάμποι,
κι ὁ χρυσόφωτος ἥλιος ποὺ προβάλλει ψηλὰ
δευτερώνεται κάτω καὶ στὰ κύματα λάμπει.
Τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου μ᾿ ἀφρισμένη θωριά
μὲς στὰ βάθη του πνίγει τὶς χαρὲς καὶ τοὺς πόνους,
καὶ τὸ κῦμα του σέρνει καὶ γκρεμίζει βαρειά
τῶν φτωχῶν τὶς καλύβες, τῶν ρηγάδων τοὺς θρόνους.
Εἶν᾿ ἡ ἄβυσσος πίσω καὶ τὸ χάος μπροστά—
Μὲς στὸ ρεῦμα του πλέει μιὰ ἀκυβέρνητη βάρκα·
καπετάνιος ὁ Χάρος τὸ δρεπάνι βαστᾶ
μὲ κοκκάλινο χέρι δίχως νεῦρα καὶ σάρκα.
Τί τὸν κάνει τὸν Χάρο νὰ γελᾶ, νὰ γελᾶ;
πόθεν ἔρχετ᾽ ἡ βάρκα ποὺ ἀψηφᾶ τὸν ἀγέρα;
τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου ποὺ στὸ χάος κυλᾶ
ποῦ θὰ φτάση μιὰ μέρα;

Αλάβαστρα, 1900

Μάνος Χατζιδάκις - Παίδες



Μάνος Χατζιδάκις - Παίδες

από τον δίσκο 2000 Μ.Χ

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις Ερμηνεία, Ενορχήστρωση και Διεύθυνση Ορχήστρας: Μάνος Χατζιδάκις ΣΤΙΧΟΙ Παίδες, πριν 15 χρόνια με μια άλλη μουσική σας είχα πει ότι θα ξαγρυπνώ έξω απ’ τα σπίτια σας για να μαζεύω τα όνειρα σας. Τώρα κουράστηκα... Εσείς, είτε ονειρεύεστε είτε όχι, μπορείτε και ζείτε χωρίς εμένα δεν ανήκω ούτε στη ζωή σας, ούτε στα όνειρά σας... Ακόμη κουράστηκα να πλέκω μουσικές από το υλικό των ματιών σας κι απ’την επιθυμία των σωμάτων σας. Προτιμώ να φύγω μακριά σας για πάντα, ίσως συναντηθώ με μερικούς σοφούς που δεν τους ένιωσα όταν κι εγώ ήμουν νέος. Γεια σας, παίδες, γεια σας...

Mozart - Symphony No. 25 in G minor, K. 183 [complete]


 

Οδυσσέας Ελύτης - Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο



Στο διάστημα που η Αθήνα έπαψε να ναι μια πνευματική επαρχία κι ώσπου ξανάρχισε πάλι να γίνεται, συνέβη να ζήσει ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Το γεγονός δεν είναι μόνο συμπτωματικό. Το λεγόμενο “οικουμενικό πνεύμα”, προπάντων όταν περικλείνει το σπόρο μιας βαθύτερης αλλαγής, μοιάζει με το φως των μακρινών πλανητών. Και χρειάζεται κάποτε να περάσουν έτη δογματικού αλληθωρισμού πολλά, εωσότου φτάσει να μας γίνει συνείδηση. Την ημέρα που η ποίηση βρει ξανα τη δύναμη ν’ αποδράσει από τις βιβλιοθήκες των υπομνηματιστών και από τα έντυπα των ετοίμων πολιτικών ενδυμάτων, οι πρώτοι νέοι που θα το συνειδητοποιήσουν, γονυπετείς θα ζητήσουνε -για λογαριασμό της ίδιας της ζωής- συγγνώμην απ’ αυτόν τον Επαναστάτη, με έψιλον κεφαλαίο. Και από κοντά τους όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, με τα βραβεία μας, τα διδακτοριλίκια μας, τις υποκλίσεις μας, όταν αυτός με ψηλά το μέτωπο πέρασε ανάμεσ’ απ’ τις συμπληγάδες της επικαιρότητας χωρίς να παραδώσει ούτε μια τρίχα από τα πλούσια μαλλιά του “τοις κυσί”.

Βέβαια, εάν δεν ήτανε κλειδωμένος μέσα στην ελληνική γλώσσα, εάν είχε πίσω του τα διακόσια εκατομμύρια ενός Γκίνσμπεργκ ή ενός Βοζνιεσένσκι, το πρώτο λουλούδι των “χίππυς”, σε παγκόσμια κλίμακα, θα του είχε αναγνωριστεί. Για να μην πω και οι πρώτες κραυγές των contestataires του Παρισινού Μαΐου. Αλλά όταν δεν κάνεις τον νάνο ανάμεσα στους νάνους είναι γι’ αυτούς πολύ οδυνηρό ν’ αναγνωρίσουν και να παραδεχτούν το πραγματικό σου ανάστημα. Πόσο μάλλον όταν μαντεύουν ότι τους φέρνεις μιαν αυγή που το φως της μήτε να το διανοηθούνε δε θέλουνε.


Οδυσσέας Ελύτης
Εν Λευκώ σελ 114-115 εκδ. Ίκαρος

Κ. Π. Καβάφης - Άννα Δαλλασσηνή

 


Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλ’ ο Aλέξιος Κομνηνός για να τιμήσει την μητέρα του επιφανώς, την λίαν νοήμονα Κυρίαν Άννα Δαλασσηνή — την αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη — υπάρχουν διάφορα εγκωμιαστικά: εδώ ας μεταφέρουμε από αυτά μια φράσιν έμορφην, ευγενική «Ου το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα, ερρήθη».
Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Τα Ποιήματα, Τ. Β’ 1919 - 1933, Ίκαρος 1963.

Κ.Π. Καβάφης - Ρωτούσε για την ποιότητα




Απ' το γραφείον όπου είχε προσληφθεί
σε θέση ασήμαντη και φθηνοπληρωμένη
(ως οκτώ λίρες το μηνιάτικό του: με τα τυχερά)
βγήκε σαν τέλεψεν η έρημη δουλειά
που όλο το απόγευμα ήταν σκυμένος:
βγήκεν η ώρα επτά, και περπατούσε αργά
και χάζευε στον δρόμο.- Έμορφος·
κ' ενδιαφέρων: έτσι που έδειχνε φθασμένος
στην πλήρη του αισθησιακήν απόδοσι.
Τα είκοσι εννιά, τον περασμένο μήνα τα είχε κλείσει.

Εχάζευε στον δρόμο, και στες πτωχικές
παρόδους που οδηγούσαν προς την κατοικία του.

Περνώντας εμπρός σ' ένα μαγαζί μικρό
όπου πουλιούνταν κάτι πράγματα
ψεύτικα και φθηνά για εργατικούς,
είδ' εκεί μέσα ένα πρόσωπο, είδε μια μορφή
όπου τον έσπρωξαν και εισήλθε, και ζητούσε
τάχα να δει χρωματιστά μαντήλια.

Ρωτούσε για την ποιότητα των μαντηλιών
και τι κοστίζουν· με φωνή πνιγμένη,
σχεδόν σβυσμένη απ' την επιθυμία.
Κι ανάλογα ήλθαν η απαντήσεις,
αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη,
με υπολανθάνουσα συναίνεσι.

Όλο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια - αλλά
μόνος σκοπός: τα χέρια των ν' αγγίζουν
επάνω απ' τα μαντήλια· να πλησιάζουν
τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίως·
μια στιγμιαία στα μέλη επαφή.

Γρήγορα και κρυφά, για να μη νοιώσει
ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Κ.Π. Καβάφης - Αδύνατα [;*]


Μία χαρά υπάρχει πλην ευλογητήμία παρηγορία εν αυτή τη λύπη.Από το τέλος τούτο πόσοι συρφετοίλείπουν χυδαίων ημερών, πόση ανία λείπει!


Είπεν είς ποιητής· «Είναι αγαπητήη μουσική που δεν δύναται να ηχήσει».Κι εγώ θαρρώ ότι η πλέον εκλεκτήείν’ η ζωή εκείνη που δεν δύναται να ζήσει.

[1897]
[ΚΡΥΜΜΕΝΑ, 1882–1923] 

Σαπφώ -Ποιήματα

 ΑΤΘΙΔΑ


Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη,

σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.

Ήρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα,

δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.


Κι από το γάλα πιο λευκή,

απ’ το νερό πιο δροσερή,

κι από το πέπλο το λεπτό πιο απαλή.

Από το ρόδο πιο αγνή,

απ’ το χρυσάφι πιο ακριβή,

κι από τη λύρα πιο γλυκειά, πιο μουσική.


Πάει καιρός που κάποτε σ’ αγάπησα, Ατθίδα,

μα τότε μου ‘μοιαζες μικρό κι αθώο κοριτσάκι.

Συ που μαγεύεις τους θνητούς, παιδί της Αφροδίτης,

απ’ όλα το καλύτερο εσύ ‘σαι το αστέρι.



*


 


ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ


 


Εγώ νομίζω πως εδώ, σ’ αυτή τη γη τη μαύρη

εκείνο είν’ ομορφότερο, ό,τι ποθεί καθένας.


Ξέρω, δεν είναι δυνατό το τέλειο στον κόσμο

να γίνεται, μα μοναχά το λίγο κυνηγάμε.


Κι είναι απλό, πολύ απλό, όλοι να με εννοήσουν.


Εύκολη, πολύ εύκολη είν’ η καρδιά του ανθρώπου

και θέλει να ‘χει στη στιγμή ό,τι ο νους του βάζει.


Κι είναι απλό, πολύ απλό, όλοι να με εννοήσουν.


Την Ανακτόρια μου, λοιπόν, θυμήθηκα που λείπει,

το αγαπημένο βήμα της ‘πεθύμησα, κι ακόμα

τη λάμψη πάλι να ‘βλεπα που έχει το πρόσωπό της,

παρά τα όπλα των Λυδών, τ’ άρματα και τις μάχες.


Ξέρω, δεν είναι δυνατό το τέλειο στον κόσμο

να γίνεται, μα μοναχά το λίγο κυνηγάμε.


Κι είναι απλό, πολύ απλό, όλοι να με εννοήσουν.


 


*


Τ’ ΟΝΕΙΡΟ


 


Στη μαύρη νύχτα,

Όνειρο, έρχεσαι με τον ύπνο.

Θεός γλυκός, κι αληθινά

τις έννοιες πώς τις σβήνεις!


Δεν έχω πια τη δύναμη,

μα με κρατάει η ελπίδα

πως θα γλυτώσω.

Δεν ζητώ τίποτα, από κανέναν…


 


*


 


ΑΛΛΟΥ ΠΕΤΑΕΙ ΤΩΡΑ


Αν ήτανε το στήθος μου

πάλι να τρέξει γάλα

κι αν η κοιλιά μου τα παιδιά μπορούσε να βαστάξει

τότε άφοβα θα ερχόμουνα στο νυφικό κρεβάτι


Μα τώρα πια τα γηρατειά λύγισαν το κορμί μου

κι αμέτρητες το γέμισαν ρυτίδες

κι ο Έρως με τους γλυκούς του τους καημούς

αλλού πετάει τώρα


Μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης

 Πηγή: https://www.poiein.gr/

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Λευτέρης Πούλιος - Ποιήματα

 ΦΑΝΤΑΧΤΕΡΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ


Διάκοσμος - ένα νεκροταφείο.
Λέξεις κινούνται πάνω στους σταυρούς.
Κουρασμένος απ' των κορακιών
την ευστροφία, ονειρεύομαι
τον παράδεισο, που δεν έχει σχέση
με το ρυθμό της κουλουριασμένης
ειρήνης
στα μάτια των αγαλμάτων.
Παράδεισος είναι να νιώθεις βαθιά.
Κάθομαι και πίνω βότκα
διαβάζοντας μυστικιστές ποιητές.




ΜΠΑΡ


Μια νέα χαρά
ήρθε και με βρήκε
αυτό το καλοκαίρι.
Μαύρος γυαλιστερός παράδεισος
σαν υγρή νυχτιά,
όταν ο θεός των φαντασμάτων
με κερνούσε να πιω
στο σκοτεινό σνακ-μπαρ της γωνίας. 




ΘΡΗΝΟΣ


Περπατώ
           στον στοιχειώδη δρόμο
ντυμένος τον ήχο βιαστικών τακουνιών
          και καρδιών που πάλλονται
φτιαγμένος για θάνατο.
          Ο ορίζοντας μαύρος
          η πτώση τυχαία.
Στο μέσο κάποιας φράσης διατυπώνομαι.
          Κανένα φως δεν μας έδειξε
          πού να δούμε.
Κι η φρικιώσα σελήνη ένα σκέτο μηδενικό
          ψηλά.

          Το πνεύμα μέσα μου
          με παρακινεί.
Αγαπητοί μου συμπολίτες,
ικανοί για τούτο:
           πέστε μου
πού είμαι θαμμένος;
πού είστε εσείς οι ίδιοι θαμμένοι;





ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ


Ξάφνου βραδιάζει,
με διαπερνά μια φωταχτίδα.
Ο δρόμος γιορτάζει την καινούργια άνοιξη,
αφήνομαι στον ήσυχο ύπνο.
Όλα πήραν τέλος.
Ανάβει της νύχτας το ύστατο άστρο.
Αύριο από το βάθος του καιρού
τέλειοι θα ξαναγεννηθούμε.



*από την «Κρυφή Συλλογή»,
εκδόσεις Κέδρος 2008


Πηγή:https://trenopoiisis.blogspot.com/2020/05/lefteris-poulios-kryfh-syllogi.html

Γιώργος Χρονάς - Αποθέωση


Ακολούθησε αυτόν τον δρόμο,
πίσω από τα γκρεμισμένα σπίτια
θα δεις τη θάλασσα.
Αυτόν θα τον δεις μες στα νερά
να κολυμπάει.
Τα ρούχα του στα βράχια.
Μην του μιλήσεις·
δεν απαντάει σ' ερωτήσεις
σε πρωινούς χαιρετισμούς.
Προσπέρασε.


Κατάστημα νεωτερισμών
, Οδός Πανός 1997.

Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Σαράντος Παυλέας - Ύμνος της ζωής


Αδειάζαμε απ’ όλα τα επουσιώδη κι έτσι αδειανοί

βυθιζόμασταν στη θεϊκή την εσωτερική μας ύπαρξη

και γεμίζαμε φως με την αχαρτογράφητη αλήθεια του Θεού,

που ήταν μαζί ελευθερία και ομορφιά∙

πού να περνούσε μέσα μας ο φόβος,

που έσπερναν εκείνοι που κυκλοφορούσαν στην αγορά

και αγόραζαν και πουλούσαν τα καθημερινά τους ψεύδη!

Κι όλα τότε γίνονταν γύρω μας ύμνος στην ύπαρξη,

ύμνος στο Θεό και το απλό χαλίκι (1)

απ’ όπου έπαιρνε το ρυάκι

του τραγουδιού του τη γλυκιά ταπεινότητα.

(Ο Θεός ήταν το χαμηλό και το πιο ψηλό σημείο).

Κι ο κόκκος της άμμου, ελάχιστη του γρανίτη διαίρεση

ένας ύμνος στην ύπαρξη,

το ίδιο με την αμέτρητη μουσικοχορευτική σειρά των ήλιων,

των άστρων και των γαλαξιών.

Όλα ένας μουσικός ρυθμός του Θεού

και το φύλλο που ρόδιζε στο δέντρο την ανατολή του

και σμαράγδιζε

και τραγουδούσε με τον άνεμο του βουνού,

με τον αγέρα της θάλασσας

και το γέλιο ενός λουλουδιού

όταν στεφάνωνε το μίσχο του, στον ήλιο του καλά αποκρινόμενο

και της χελώνας το εξεταστικό περπάτημα

και των μεγάλων φιδιών στην έρημο

ο χωρίς θόρυβο ολόσωμος, καμπύλος ελιγμός

που χαιρόταν τη θερμότητα

και των πουλιών το πολύχρωμο, ποικίλο κελάηδημα,

όλα ένας ρυθμός της ύπαρξης,

ένας ύμνος του Θεού

κι αυτός ο θάνατος μια ενέργεια χωρίς αρχή και τέλος

ένας ύμνος ήταν της ζωής.


Συμπαντική Ιθαγένεια, 1998.

Γιάννης Ρίτσος - Πορεία

 Έλιωσε τα παπούτσια του βαδίζοντας νύχτες και νύχτες

στα χαλίκια των άστρων – βαδίζοντας μόνος

για χάρη των ανθρώπων. Τούτος ο άνθρωπος ήταν προορισμένος

για τη χαρά του κόσμου. Τον εμπόδισαν. Του πήραν

ό,τι περισσότερο μπορούσε να δώσει: την εμπιστοσύνη του

ακόμη και σ' αυτούς που τον αρνιόνταν. Τώρα

διπλά μονάχος σεργιανέι στ' ακρογιάλι. Κοιτάει.

Δε συγκομίζει.

Σκιώδεις βάρκες χαράζουνε το δειλινό χρυσάφι,

κι ακούγεται η μεγάλη σιωπή της ομορφιάς αμελημένη.

Ω πικραμένο ανεκπλήρωτο, θα σου χτυπήσω πάλι την πόρτα. 


Ανταποκρίσεις

Σάντι Βασιλείου - Δύο ποιήματα


ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΣ
Τόλμησες να τραυματιστείς
Αγκαλιάζοντας εμένα
Τη γεμάτη αγκάθια
Τώρα, τα βράδια, ο πατέρας μου
Σε κρεμά απ’ το παράθυρο του σπιτιού
Φορά το καλό του ράσο
Σε χτυπά με την ξύλινη σκούπα
Προσπαθεί, λέει
Να διώξει
Τα δαιμόνια
~~~~~
30 Τ. Μ.
Το σπίτι είναι τόσο μικρό
Πού να χωρέσει τέτοιες συνθήκες πολέμου
Έτσι, δεν ζω πια εδώ
Εδώ
Περιμένω
Τα βράδια δανείζομαι ένα ζευγάρι γκρίζα φτερά
Από τον θυρωρό που κάποτε ήτανε πουλί
Ανεβαίνω στην ταράτσα και χορεύω
Όλη νύχτα φλερτάρω
Με την ιδέα
Να πετάξω

Πηγή: Σάντι Βασιλείου, 28 μέρες κάτω από τη γη, εκδ. Θράκα.

Henri Michaux - [Σας γράφω από έναν τόπο μακρινό] (απόσπασμα)




V
Σας γράφω από την άκρη του κόσμου. Πρέπει να το ξέρετε. Συχνά τα δέντρα τρέμουν. Μαζεύουμε τα φύλλα. Έχουν ένα αφάνταστο πλήθος νεύρα. Αλλά τι μ' αυτό; Τίποτε πια δεν υπάρχει ανάμεσα στα φύλλα και στο δέντρο, και σκορπιζόμαστε στεναχωρεμένες.
'Αραγε δε θα μπορούσε να εξακολουθήσει η ζωή επί-γης χωρίς αγέρα; Ή μήπως όλα πρέπει να τρέμουν, ολοένα, ολοένα.
Υπάρχουν ακόμη υπόγειοι κλονισμοί, και, μέσα στο σπίτι, θα 'λεγες θυμοί που έρχουνται να σε συναπαντήσουν ή όντα αυστηρά που θα 'θελαν να σου αποσπάσουν εξομολογήσεις.
Δε βλέπεις τίποτε, παρά μόνο όσα έχουν τόσο λίγη σημασία να τα ιδείς. Τίποτε και όμως τρέμεις. Γιατί;

Henri Michaux
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης


από την ανθολογία Ξένη Ποίηση του 20ού αιώνα
Εκδ. Λωτός, 2000

Αναδημοσίευση από:https://allilografia.blogspot.com/2011/05/blog-post_15.html

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος -Μην/Να

 

 Μην μου μιλάτε για τις κορνίζες και τα διπλώματα που κολλάτε     

σαν γραμματόσημα στον τοίχο                                                                      

Μην μου μιλάτε για τα σπίτια πιο λευκά που μουχλιάζουν στο κύμα του Αιγαίου                      

Μην μου μιλάτε για τα σιδερωμένα σας πουκάμισα                                                   

που σκουριάζουν μέσα στη δεκάφυλλη ντουλάπα                                                      

Μην μου μιλάτε για το αυτοκίνητο που από το κλαμπ στο σπα

θα έχει ήδη παλιώσει

Μην μου μιλάτε για τα χαμόγελα που έχετε φυλακίσει μπροστά από τυριά και αλλαντικά

στα μαγνητάκια του ψυγείου.

Μην μου μιλάτε για έρωτες του ενός καλοκαιριού και του μισού Σεπτέμβρη

Μην μου μιλάτε για γυναίκες που πέρασαν από μέσα σας

όπως η ομίχλη μέσα από τα δέντρα.



Να μου μιλάτε για τις χαρακιές που θα μπορούσατε να είχατε στο στέρνο σας 

εάν και άμα

Να μου μιλάτε για τις φορές που το σκοτάδι έλαμπε τόσο μπρος στα μάτια σας

που ο μόνος τρόπος να μην τυφλωθείτε θα ήταν μέσα να βουτούσατε

Να μου μιλάτε για τις νύχτες που η ζωή που κρατούσατε στα χέρια σας έμοιαζε τόσο ελαφριά

που θα μπορούσατε με ένα φου να τη μαδήσετε

Να μου μιλάτε για τα πρωινά που θα είχατε πέσει από τη γέφυρα

αν δεν σας τραβούσε τελευταία στιγμή από τον γιακά ένα φλεβιασμένο χέρι.

Να μου μιλάτε για το αίμα που βυζάξατε μικροί

και το γάλα που φτύσατε μεγάλοι

Να μου μιλάτε για τους έρωτες που συνθλίβουν τον αιώνα

και τις γυναίκες που πέρασαν από μέσα σας όπως σκίζει το καρφί το ξύλο.


Μην μου μιλάτε για πράγματα

δίχως ψυχή

γιατί ο καιρός είναι λιγοστός

και η ψυχή στερεύει.

Μίλτος Κουντουράς - Κλείστε τα σχολιά (απόσπασμα)

 «Το κράτος, εξάλλου, ας θελήσει επιτέλους να σκεφτεί ότι δεν είναι επιχειρηματίας που το σχολείο είναι απλώς ένα μαγαζί του κι ο εκπαιδευτικός ο υπάλληλος του μαγαζιού αυτού… Αν το κράτος εξακολουθήσει να κάνει εμπορικούς υπολογισμούς και να αναγκάζει τον εκπαιδευτικό έστω και μια στιγμή της μέρας του να ξοδεύει έξω από το σχολείο για τη διατροφή του, ε, τότε αλίμονο στα νιάτα που μπαίνουνε μέσα σε τέτοια εμπορικά καταστήματα»

Πηγή: https://miltoskountouras.gr/kleiste-ta-scholeia-1-to-ekpaideftiko-ksecharvaloma/

Μαρία Λαϊνά - [άτιτλο]

 Έτσι λοιπόν το χιόνι και η αιώνια θάλασσα

που πλησιάζει τα νησιά και τους κόλπους σιγολαλώντας

που εκτοξεύει κύματα και κατεβαίνει από έρωτα στο Άδη

σαν να μιλάει η καρδιά της

ενώ η καρδιά σωπαίνει

και το μάτι ξεχνάει τι άλλο έβλεπε

και απλώνει το στέρνο του

και το αυτί ξεχνάει την ασχήμια και το κέρδος

και κάθεται με ακρίβεια

μαγεμένο μπροστά σ' αυτό που ήθελε να είναι η ζωή του

το δώρο στην παλάμη

η φωνή του συντρόφου

χωρίς τον καιρό της φιλίας


Εδώ

Νίκη Ρεβέκκα Παπαγεωργίου - Οδύσσεια

Πλανιόμουν απροσδιόριστη μες στην Οδύσσεια. 

Να παντρευτείς τον Κύκλωπα, μου λέγαν όλοι.

Ν' αυξήσετε το γένος των Κυκλώπων, να κάνετε

μονόφθαλμα παιδιά. Να χτίσετε τριγύρω στη σπηλιά

σας Κυκλώπεια Τείχη. Μα εγώ φοβόμουν το σακα-

τιλίκι και την κλεισούρα. Ας ξετυλίγεται χωρίς ε-

μένα αυτή η Οδύσσεια, όπου δε γίνεται να ειμ'η 

Κίρκη, να ειμ' η Καλυψώ κι η Ναυσικά.


Του λιναριού τα πάθη-Ο μέγας μυρμηκοφάγος, Εκδόσεις Άγρα.

Σταύρος Βαβούρης- Από κει κάτω…


Από κει κάτω θα ’ρθει
το σκοτεινό πουλί της συμφοράς∙
Θ’ ανέβει
σίγουρα ζυγιάζοντας τ’ ατσάλινα φτερά του
για να ραμφίσει με το ράμφος του τη νηνεμία αυτή.
Θά ’ρθει και θα ξανάρθει, για να σκίσει στα δυο τις ήσυχες ημέρες
που θα ’χω ξεπληρώσει μ’ αίμα

Αλλά κι εγώ, θα είμαι ακονισμένος πια.
Θάχω ένα φίδι μες στα μάτια
για να δαγκώνει στην καρδιά το θάνατο
Θα έχω αυτή τη μυστική πληγή
που αιμορραγεί, χωρίς ποτέ να μ’ εξαντλεί,
να με τινάζει, πάντοτε σαν έλασμα απ’ ατσάλι
σα λόγχη που ανασύρεται απ’ τη θήκη της μ’ οργή

Να ’ρθει λοιπόν, να ’ρθει ο γύπας τ’ ουρανού
αν θέλει ακόμα το αίμα μου.
Μια του και μια μου ως το τέλος.
Να ’ρθει.
Εδώ ’μαι.

Πηγή: ελληνική ανθολογία της νέας ποιήσεως, εκδ. Άγκυρα (1974)

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Anna Akhmatova - Μπαλάντα της Πρωτοχρονιάς


Και το φεγγάρι που έπληττε στα σύννεφα
Έριξε στο δωμάτιο μια σκυθρωπή ματιά.
Έξι σερβίτσια υπάρχουν στο τραπέζι.
Και μια θέση είναι κενή.
Είμαστε ο άντρας μου, οι φίλοι μου κι εγώ
Που γιορτάζουμε την Πρωτοχρονιά.
Τι είναι αυτό το αίμα στα δάκτυλά μου
Γιατί καίει τόσο το κρασί, σαν δηλητήριο;
Κατανυκτικός, ανέκφραστος, ο οικοδεσπότης
Υψώνει το ποτήρι του:
«Πίνω στα αγαπημένα μας ξέφωτα, στη γη
Όπου είμαστε όλοι θαμμένοι».
Ύστερα ένας απ’ τους φίλους μου,
με το βλέμμα στραμμένο στο πρόσωπό μου
Θυμάται ένας θεός ξέρει τι
Κι αναφωνεί: «Ας πιούμε στα τραγούδια της
Όπου είμαστε όλοι ζωντανοί!»
Μα ένας τρίτος που τα πάντα αγνοούσε
Όταν έφυγε από τον κόσμο
Απαντώντας στις σκέψεις μου, μουρμούρισε:
«Ας μην ξεχάσουμε να πιούμε
Στην υγειά εκείνων που δεν βρίσκονται ακόμη μαζί μας».
Άννα Αχμάτοβα, 1923, Το αγριοτριαντάφυλλο ανθίζει και άλλα ποιήματα, μετ: Μαριόν Γκραφ και Ζοζέ – Φλορ Ταπί.

Max Ernst -A Time Out (1959)


 

Paul Celan - Στρέτο


Εκτοπισμένος στον
Περίβολο
Με το αδιάψευστο ίχνος

Χόρτο, γραμμένο ξεχωριστά. Οι πέτρες, λευκές,
Με τις σκιές των καλαμιών:
Μη διαβάζεις πια- κοίτα!
Μη κοιτάς πια -προχώρα!

Προχώρα, η ώρα σου
Δεν έχει αδελφές, είσαι -
Είσαι στο σπίτι. Ενας τροχός, βραδύς,
Κυλά μόνος του, οι ακτίνες
Αναρριχώνται,
Αναρριχώνται πάνω σε μελανό τοπίο, η νύχτα
Δεν χρειάζεται αστέρια, πουθενά
δεν ρωτάνε για σένα.

πουθενά
δεν
ρωτάνε για σένα-

Ο τόπος , όπου κείτονταν, έχει
Ονομα-δεν έχει
κανένα. Δεν κείτονταν εκεί. Κάτι
υπήρχε ανάμεσά τους. Δεν
έβλεπαν διαμέσου.

Δεν έβλεπαν, όχι
Μιλούσαν για
Λέξεις. Καμμία
Δεν ξύπνησε, ο
Ύπνος
Τους τύλιξε.

Τύλιξε, τύλιξε. Πουθενά
Δεν ρωτούν-

Εγώ είμαι, εγώ
Κοιτόμουν ανάμεσά σας, ήμουν
Ανοιχτός, ήμουν
Ακουστός. Σας ένευα, η ανάσα σας
Υπάκουε, εγώ
Είμαι ακόμα, αλλά εσείς-
κοιμόσαστε

είμαι ακόμα-

Χρόνια,
Χρόνια, χρόνια, ένα δάχτυλο
Ψηλαφεί πάνω και κάτω, ψηλαφεί
Ολόγυρα:
Αρθρώσεις, αισθητές, εδώ
Χάσκει χάσμα βαθύ, εδώ
συγκολλούνται και πάλι -ποιος
το κάλυψε;

Το κάλυψε
-ποιος;

Ηρθε, ήρθε.
Ηρθε μια λέξη, ήρθε,
Ηρθε διασχίζοντας τη νύχτα,
Ηθελε να φωτίζει, ήθελε να φωτίζει

Τέφρα.
Τέφρα, τέφρα.
Νύχτα.
Νύχτα-και-νύχτα. Πήγαινε
Προς το μάτι, το υγρό.

Πήγαινε
Προς το μάτι,
Το υγρό-

Κυκλώνες.
Κυκλώνες, από ανέκαθεν,
Στρόβιλος μορίων, το άλλο
Εσύ
Το ξέρεις βέβαια, εμείς
Το διαβάσαμε στο βιβλίο, ήταν
άποψη.

Ηταν, ήταν
Αποψη. Πώς
Πιαστήκαμε
Πώς -μ'
Αυτά
Τα χέρια;

Επίσης ήταν γραμμένο ότι.
Πού; Απλ-
ώσαμε μια σιωπή επάνω του,
Γαλουχημένη με δηλητήριο, μεγάλη
Μια
Πράσινη
Σιωπή, ένα σέπαλο,
μια σκέψη για κάτι Φυτικό κρεμόταν από αυτό-
Πράσινη, ναι
Κρεμόταν, ναι,
Κάτω από μοχθηρό
Ουρανό.

Για κάτι, ναι
Φυτικό

Ναι.
κυκλώνες, στρό-
βιλος μορίων, έμεινε
Χρόνος, έμεινε,
Να προσπαθήσουμε με την πέτρα-ήταν
Φιλόξενη, δεν
διέκοπτε τη λέξη. Πόσο
τυχεροί είμασταν:

Κοκκώδης,
Κοκκώδης και ινώδης. Μισχώδης,
Πυκνή,
Βοτρυώδης και ακτινοειδής, νεφρώδης,
Επίπεδη και
Θρομβώδης, χαλαρή, δια-
κλαδιζόμενη-: αυτή, αυτό
Δεν διέκοπτε, μι-
λούσε,
Μιλούσε ευχαρίστως σε στεγνά μάτια, προτού να τα κλείσει.

Μιλούσε, μιλούσε
Ηταν, ήταν

Δεν χαλαρώναμε, στεκόμασταν
Στο μέσον, ένα
Πορώδες οίκημα, και ερχόταν.

Ερχόταν πάνω μας, έρχόταν
Διαμέσου, μπάλωνε
Αθέατο, μπάλωνε
Την τελευταία μεμβράνη,
Και
Τον κόσμο, ένα χιλιοκρύσταλλο,
Σχηματιζόταν γοργά.

Σχηματιζόταν, σχηματιζόταν.
Μετά-

Νύχτες, ξέπλεκες, κύκλοι,
Πράσινοι ή γαλάζιοι, κόκκινα
Τετράγωνα: ο
Κόσμος ποντάρει το εσώτερο είναι του
Στο παιχνίδι με τις νέες
Ωρες, -Κύκλοι κόκκινοι ή μελανοί, φωτεινά
Τετράγωνα, καμμία
Ιπτάμενη σκιά,
Καμμία
μετροτράπεζα, κανένας
θυμός δεν ανεβαίνει να παίξει μαζί.

Ανεβαίνει και
Παίζει μαζί

Στο πέταγμα της γλαυκός με
Την απολιθωμένη λέπρα,
στα
εξαφανισμένα χέρια μας
στην
τελευταία απόρριψη,
Πάνω από το αλαιξίσφαιρο
Στο γκρεμισμένο τείχος:

Ορατά, και
πάλι: τα ρείθρα, οι

Χορωδίες τότε, οι
Ψαλμοί. Ω, Ω-
Σαννά.

Επίσης στέκουν ακόμα ναοί. ενα
Αστέρι
Εχει ακόμα φως.
Τίποτα
Τίποτα δεν χάθηκε.

Ω-
Σαννά.

Στη φυγή της γλαυκός, εδώ,
Οι διάλογοι, υπόφαιοι,
Των ιχνών των υπογείων υδάτων.

(υπόφαιοι, των
ιχνών των υπογείων υδάτων---

Εκτοπισμένος
Στον περίβολο
Με
Το αδιάψευστο
Ιχνος:

Χόρτο,
Χόρτο,
Γραμμένο ξεχωριστά.)

(μετ. Ιωάννα Αβραμίδου)

Paul Celan - Ακροτελεύτια μουσική



Κάποτε,
τότε τον άκουσα,
τότε ξέπλυνε τον κόσμο,
αθέατος, στο μάκρος της νύχτας,
αληθινά.

Μονάχος και ατελεύτητος,
εκμηδενιζόμενος,
να εκμηδενίζει.

Φως ήταν. Απελευθέρωση

μετ. Μηνάς Δημάκης

Paul Celan - Στρέττο



Μεταφερμένος στον
περίβολο
με το αψευδές σημάδι:

χόρτο, απογεγραμμένο. Οι πέτρες, λευκές,
με τις σκιές των καλαμιών:
Μη διαβάζεις πια – κοίταζε!
Μην κοιτάζεις πια – προχώρα!

Προχώρα, η ώρα σου
δεν έχει αδελφές, είσαι –
είσαι στο σπίτι. Ένας τροχός, αργά,
κυλά από μόνο του, οι ακτίνες
αναρριχώνται,
αναρριχώνται πάνω σε μελανό πεδίο, η νύχτα
δεν έχει ανάγκη από αστέρια, πουθενά
δεν ρωτά για σένα.

Paul Celan - Στρέττο. Peter Szondi: Μέσα από στενό πέρασμα - Υπερίων, 1996
Μετάφαση: Θεόδωρος Άδραστος

Θοδωρής Σαρηγκιόλης - Θαύμα-τραύμα


Το παιδί – θαύμα εξάντλησε τα καύσιμά του σε φιλόδοξες πτήσεις
Δίχως εφεδρείες δίχως καβάντζες.
Το παιδί – τραύμα πια ανοιχτό την κόλαση αντικρίζει
Την κοιτά κατάματα.
Κι όσο βάθος σκοτεινό δεν πόθησε στα πετάγματά του
Το βλέπει τώρα και θριαμβολογεί για τη νίκη του.
Κουτσό θαύμα το παιδί – τραύμα αιμάσσον
Ραντίζει τον καμβά του Pollock
Μνημειώνεται στ’ οργανωμένο χάος των χρωμάτων.
Κανείς δεν έχασε απ’ τις θαυματουργές εικόνες.
Και το παιδί – τραύμα έγινε θαύμα
Στον πίνακα του μέγα-αφηρημένου.

Πηγή: https://exitirion.wordpress.com/

Sliman Mansour -[άτιτλο]


 

Θανάσης Νιάρχος, «Έρως έρωτας» (αποσπάσματα)

 



1

Κάτω απ’ τις ρίζες
Των φλεβών σου
Θυμωμένος ο άγγελος
Αρπάζεται απ’ τα σκοινιά
Και σε μαύρη αλήθεια
Γεννιέσαι
Εγκάθειρκτος

2

Όπως φουσκώνει το στήθος σου
Αρχίζει να καίγεται
Η θάλασσα
Και πεινούν
Πόλεις και χωριά
Γιατί γυρίζεις αμέριμνα
Πλευρό
Στον ύπνο σου

4

Φύτρωναν μαχαίρια όλη νύχτα
Τα διαλαλούσαν μικροπωλητές
Πιο ψηλά έκαιγε τ’ άστρο
Ο σκοτεινός οιωνοσκόπος
Χρησμοδοτούσε
«Ο χρόνος μαραίνεται
Έξω απ’ τ’ αγάλματα
Στο κρεβάτι θα σπείρετε
Αθέριστα στάχια»

17

Απ’ τις μασχάλες με κρατούν
Στο ύψος σου
Ένοπλοι άγγελοι
Τους ξεγελώ
Παίζοντας με τα νερά σου

Υψώνεσαι πίσω απ’ τα ψάρια
Πίσω απ’ το κρεβάτι
Στο μαύρο χρόνο
Δε θέλω να ξαναφτάσω
Έρποντας
Στα πόδια σου
Θα σε φωνάξω και
Θα μείνεις

21

Ανάλαφρη επέλαση των μελών σου
Πιο βαθιά πιο βαθιά
Τη γαλήνη μου διψώντας
Με το σαλίγκαρο του εγκεφάλου σου
Να γυροφέρνει σε στασίδια εκκλησίας
Και σε βυζαντινές τοιχογραφίες
Με τα υδρόβια σπλάχνα σου
Να ξεριζώνουν τους μύθους μου
Ενώ τη μήτρα των ιδεών σου
Τυφλωμένος ρουφώ

23

Αναστατώθηκε η πόλη
Απ’ τις συσπάσεις του σώματός σου
Και ψάχνει επειγόντως για ένα κρεβάτι
Έστω και σε προθάλαμο νοσοκομείου
Να σε στριμώξει
Ας είναι και μπροστά στους άλλους
Δεν ακούς τ’ ασθενοφόρα
Τις πυροσβεστικές αντλίες
Εσένα ψάχνουν κι ας μη το ξέρουν
Ν’ αδειάσει πάνω σου
Η πόλη τα υγρά της
Ν’ ανακουφιστεί
Κι ήρεμη να περάσει
Στο βραδινό της θάνατο
Κι εσύ που κυκλοφορείς ανυποψίαστα
Μέσα της
Με το καθημερινό ρούχο
Τα διατεταγμένα αισθήματα
Πώς δεν ένιωσες την πόλη
Που σ’ έχει ερωτευτεί
Και τρέχει σαν τρελή
Πάνω κάτω

28

Εσύ το νερό της βρύσης
Το ποίημα κι η μετάφρασή του
Η γλώσσα και η πλήξη
Το τραίνο και το φίδι
Ο Πόε κι η Βιρτζίνια Γουλφ
Το γράμμα και το σπίτι
Η εύρεση κι η αναμονή
Ο Χριστός κι η Παναγία
Εσύ εμείς
Εσύ αυτός
Εσύ αυτή
Εσύ ο άλλος
Εσύ αυτοί κι εσείς
Εσύ λιπόθυμο μαντήλι
Δείπνος εορταστικός
Μαχαίρι στη θήκη του
Αλυσίδα στα χείλη μου
Θήκη στον αέρα
Τα χείλη μου στο χώμα
Φύλλωμα και
Εσύ εγώ
Εσύ εσύ

32

Όπως η πόλη κοιμάται
Το σώμα σου διαστέλλει τους χτύπους της

Πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα
Πυροβολούν τα δέντρα

Εγώ στο άλλο δωμάτιο
Ετοιμάζω ταξίδια με μαύρα γάντια

Οι νεκροθάφτες παραμονεύουν
Τη φωνή σου

38

Με λοστούς στα πλευρά
Στη μήτρα σε καρφώνω
Του χρόνου

Έτσι κι αν όλα σε δείχνουν
Κανείς δεν σε βλέπει

Μένει ο υποψήφιος διδάκτορας μόνος
Μ’ ένα κοντό σκοινί
Να μετρά το ύψος τ’ ουρανού
Το ίδιο όπως τα χέρια σου
Μπερδεύουν τις επιφάνειες
Των σωμάτων

Τα χέρια σου που κάποτε
Θα σ’ αφανίσουν

από την ποιητική ανθολογία: Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση, εκδόσεις Καστανιώτη.


Wisława Szymborska - Σε μερικούς αρέσει η ποίηση


Σε μερικούς –
δηλαδή όχι σε όλους.
Ούτε καν στην πλειονότητα όλων μα στη μειονότητα.
Αν δεν μετράμε τα σχολεία, όπου είναι υποχρεωτικό,
και τους ίδιους τους ποιητές,
θα είναι ίσως δύο άτομα στα χίλια.
Αρέσει –
αλλά αρέσει και η κοτόσουπα με φιδέ,
αρέσουν τα κομπλιμέντα και το γαλάζιο χρώμα,
αρέσει το παλιό μας κασκόλ,
αρέσει να γίνεται το δικό μας,
αρέσει να χαϊδεύουμε ένα σκύλο.
Η ποίηση –
μόνο που τι θα πει ποίηση;
Ουκ ολίγες αμφίσημες απαντήσεις
έχουν δοθεί σε τούτη την ερώτηση.
Αλλά εγώ δεν ξέρω, και δεν ξέρω, και κρατιέμαι απ΄ αυτό
σαν από μια σωτήρια κουπαστή.
Μετάφραση: ΜΠΕΑΤΑ ΖΟΥΛΚΙΕΒΙΤΣ

Μαρία Λαϊνά - Στην άκρη της βεράντας


Είχε φεγγάρι  κι έκανε δροσιά

συνηθισμένο απόβραδο

γεμάτη φούρια η φωνή του τζιτζικιού

γεμάτη εμμονή στην επανάληψη

γεμάτη αφοσίωση στην αίγλη του παρόντος.

Στην άκρη της βεράντας

ένα σταχτοδοχείο και μια κούπα τσάι.

Κάθομαι μόνη

στο στήθος μου κοπάζει η μέρα.


Πηγή: Ό,τι έγινε - άνθρωποι και φαντάσματα, Πατάκης, 2020.

Μαρία Λαϊνά - Πρόθυρα


Την ίδια ώρα: μια σειρά μικρές τριανταφυλλιές
γλιστρούν ανήσυχα στις άσπρες σάλες του μυαλού σου.
Εξάλλου: χρώματα
ξεφλουδισμένα από μέσα συμβολίζοντας τίποτα.
Όλο και πιο βαθύς ανατινάζεται
μέσα στη γοερή ανάπτυξη του αδιάκοπου.
Θέλεις να θυμηθείς μια λέξη
θέλεις να θυμηθείς να θυμηθείς.
Μπορεί ο θάνατος να είναι ένα μήλο
ένα μικρό ανούσιο κλάμα
ένα παγόνι μέσα στο δωμάτιο.
Όμως όχι αυτός ο θάνατος όχι αυτός.
Δεν κέρδισα τίποτα καθώς ερωτεύομαι
μια μουσική μόνο που αμέσως μετά από σένα
έβγαινε απ’ το δωμάτιο.
Το φως δεν άναβε.
Το περίεργο είναι πως αυτό το σώμα
ξεκίνησε με μια απαράμιλλη σιγουριά
και τώρα υποχωρεί συνεχώς σε μια εξαντλητική άγνοια.
Με τον ίδιο τρόπο στο βυθό ενός νερού
μπορεί να τύχει ένα άγνωστο σχήμα με ξεχασμένα μάτια.
Εδώ η ακινησία δεν ξέρεις πόσο θα κρατήσει
αλλά ενώ συμβαίνει το σώμα γοητεύεται.

Πηγή: Μαρία Λαϊνα, ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΕΩΣ 1991, και στον συγκεντρωτικό τόμο: ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ, ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ, Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη 2015.

Μαρία Λαϊνά - Προετοιμασία

 Να λύσω

μικρά κομμάτια

ασύμμετρα

τον κόσμο μέσα μου

μικρές κλωστές

να ξετυλίξω

τους αρμούς μου

ανάγκη καμιά

απ’ τη συνείδηση

το πνεύμα

την ικανότητα να εμβαθύνω

να λύσω

τις κλωστές

και να ξαπλώσω

μικρή μικρή

να κοιμηθώ


Πηγή: Αλλαγή Τοπίου, Κέδρος, 1972.

Μαρία Λαϊνά - [άτιτλο]


Δεν είμαι στ' αλήθεια νεκρή
γιατί ακόμα θέλει η καρδιά μου να αγγίζει
αυτό που έχει γεράσει μαζί της.
Ίσως ένα καρφί στο στήθος
ίσως ένα γερό σφυρί.

Μαρία Λαϊνά, Ότι έγινε (άνθρωποι και φαντάσματα), Εκδόσεις Πατάκη, 2020, σ.45.

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Μαρία Λαϊνά - Ίσως


Ίσως η θάλασσα την άνοιξη να αγριέψει παραδόξως
και ίσως παραδόξως το μυαλό μου αδειάσει
ίσως αφήσω την αγάπη μου για σένα
οχι για μια καλύτερη
αφού κι αυτή θα τη συντρίψει ο χρόνος
αλλά για ένα
κομμάτι χαρτί.

Ό,τι έγινε /άνθρωποι και φαντάσματα

Μαρία Λαϊνά -Τρία ποιήματα

 ΕΤΣΙ




Ακριβώς μπροστά από μένα

σαν ένας κόκκος μετά

το φως με διασχίζει.

Έτσι θα μου συμβεί·

ολοένα

μια είσοδος στον εαυτό μου.





ΚΑΙ ΦΟΝΟΙ ΕΞΟΧΟΙ



Και βιασμοί και έρωτες και θάνατοι

και φόνοι έξοχοι·

λείπει απλώς το βυσσινί τοπίο

και τ' άσπρο γέλιο μου.

Καταφεύγω λοιπόν σε μικρούς λόγους

κι ασήμαντα αποτελέσματα.

Όμως στην άκρη του γκρεμού

με τον ένα τους τοίχο ανοιχτό στο απέναντι

κοιμούνται μες στην απελπιστική κραυγή του ήλιου

τα άγρια όνειρά μου.

Καταφεύγω λοιπόν σε μικρές αισθήσεις

ωστόσο μέσα μου υπάρχουν όλα

και βιασμοί και έρωτες και θάνατοι

και φόνοι έξοχοι.

Τα βράδια ήσυχα το πρόσωπό τους ανάβει.





ΑΝΙΣΧΥΡΟ



Ονειρεύομαι όνειρα·

ολόκληρο το στόμα του κόσμου, ορθάνοιχτο

καταπίνει την ψυχή μου

σηκώνεται η γύρη των ονείρων μου

κι αποτελειώνεται με βία

η ηδονή στο βυθό της κίνησης.



Ξεκοιλιάζω πτώματα με ήλιο

και κόλαση.



Ονειρεύομαι όνειρα·

τα μάτια της πλήξης τυφλώνονται με κόκκους τρέλας.


Πηγή: Σημεία Στίξεως, Στιγμή 1991. 

Μαρία Λαϊνά -Τρία ποιήματα

 ****


ανυπόφορη άνοιξη

ήσυχοι πεθαμένοι

πράγματα απαραίτητα σ’ ένα σπίτι


περνάει ο χρόνος

με τα μαλλάκια του καρφάκια

τρώει το σάντουιτς στα όρθια


σχέδιο με μολύβι


****


τα αντικείμενα που βλέπετε εδώ

δεν έχουν καμιά αξία

δείχνουν απλώς πώς ζούσαν οι άνθρωποι

πώς έσουρνε επίτηδες

τα πόδια του ένα παιδί


κι αυτή τη στιγμή

τα δάχτυλά του

φυτρώνουν στο χώμα


λάδι σε μουσαμά


****


κοιμούνται

με την πλάτη στον τοίχο

γέρνουν στο χνώτο της άλλης·

πλάι τους ένα κλειστό φουστάνι

και λίγο πάνω ένας χαμηλός φεγγίτης·

το λαμπρό μαύρο πέφτει στους ώμους τους


κάρβουνο

ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ


  Πηγή: Μικτή τεχνική, Πατάκης, 2012


Αναδημοσίευση από: https://poets.gr/el/poihtes/laina-maria/298-mikti-texniki/85-tria-poihmata

Θεώνη Κοτίνη - Χριστούγεννα 2003

Γυρίζω πάλι σήμερα στο σπίτι των γονιών μου
ένα τυφλό δυάρι φορτωμένο έπιπλα
Βρίσκω όπως πάντα τον πατέρα μου
με την περήφανη προσήλωση του βαρυκόου
στις ειδήσεις
κι η μάνα μου να πλένει πιάτα
παραμιλώντας να επαναφέρει τη ζωή σε τάξη
Με υποτάσσει αμέσως
η πλήξη του νοικοκυριού στην κουζίνα
το πλαστικό τραπεζομάντιλο
τα χάπια της υπέρτασης
ενθύμια προσκυνήματος στην Τήνο
Βγαίνουνε λίγο τώρα πια
συνήθως για την εκκλησία
ή σε κηδείες συνομηλίκων
μένουν στο σπίτι
καταναλώνοντας οικεία πένθη
και φωτογραφίες εγγονών πάνω στην τηλεόραση
Κοιτάζω το χρόνο να συμβαίνει πάνω τους
τόσο άγρια
αυτή τη μαραμένη σάρκα
να αποσιωπάται σε σκούρα ρούχα
και πεισμώνω
τόση εγκαρτέρηση
χωρίς μια νίκη
σκέφτομαι
αποδίδοντας ύπουλη δικαιοσύνη
σε τούτη την απρόθυμη κατάφαση
μα μετανιώνω πάλι
όταν γυρίζουν να με δουν
με αυτά τα αδέξια μάτια δήθεν άγνοιας
σήμερα ανήμερα Χριστούγεννα
που κάθονται μαζί μου στο τραπέζι
και τρώνε
συνετοί
αμίλητοι
τη σούπα

Πηγή: Θεώνη Κοτίνη, Ανίδεοι πάλι, Πλανόδιον 2008

Μαρία Λαϊνά- Ποιήματα

Υπάρχουν άνθρωποι που μόνο περιμένουν
Δεν είναι ποιητές
Δεν έγιναν ποτέ επαναστάτες
Κανένα φως δεν παρασύρουν προς το μέρος τους
Και πού και πού ένα κομμάτι σύννεφο
Περνάει πάνω απ' την καρδιά τους
Και την κρύβει
"Αλλαγή τοπίου", Κέδρος, 1974
#

Μότο της Ενότητας «Τα ταξίδια»
Με τον τρόπο του ποιητή
που δεν ξέρει να γράφει
παρ' αλλάζει μορφή
έρποντας
με τα πολλά του στόματα
πάνω στο φύλλο.
*
Δεν ήταν όσο αδύναμος είχαμε φανταστεί
δεν του 'λειπε η λογική συνάφεια
κι' εκεί που άνοιξαν τα μάτια του
η πέτρα διατηρήθηκε ζεστή για μέρες.
Δεν έβγαλε κανέναν ήχο
δεν διαπιστώθηκε η φύση του.
"Ρόδινος φόβος", στιγμή, 1992
#
Εκεί, ψιθύρισε
εκεί την έβλεπα τη θάλασσα
"Δικό της", Καστανιώτης, 2001
#
ΑΤΙΤΛΟ
αλλόκοτη που είναι η ζωή
στους θερμούς βάλτους
κι ο χρόνος που ενώ δείχνει ετούτο
κάνει εκείνο
"Μικτή Τεχνική", Πατάκης, 2012

Πηγή: Ρόδινος φόβος, 2002.

Βασίλης Πανδής - Σε φως βαθύ



Κανένα πέρασμα λοιπόν επέκεινα του ελαχίστου

Έκτωρ Κακναβάτος



Προσπάθησα να τραγουδήσω
μονάχα εκείνο το παράθυρο
που ξέβαφε ολοένα
εμπρός στο πέλαγο·
τη σκόνη
έτσι χορευτική
σε φως βαθύ απογεύματος
παιδικού

Προσπάθησα το πέταγμα
το ελάχιστο·
τσακίστηκα
και όλος πια ο ουρανός
είναι δικός μου

Πηγή: Πρόλογος σε κάθε πιθανό μέλλον, Εκδόσεις: Οδός Πανός, 2021

Έκτωρ Κακναβάτος - Ποιήματα

 ΑΥΤΑΣΦΑΛΙΣΗ


Μην τους ακούς που τάχα ολολύζουν
που παρότι
απολοφυράμενοι απέρχονται δακρύοντες
μην τους ακούς
που μυξοκλαίνε
Το ξέρουνε καλά που ο θάνατος
εξέχει από τον χρόνο ως ανθύπατος
όπως το δάχτυλο τους
από την τρύπια κάλτσα∙
ένας τέτοιος θρίαμβος.

ΑΛΓΕΒΡΑ

Πέρα κατά τη δημοσιά
φάνηκε πρώτα στήλη κουρνιαχτός
ως τα μεσούρανα
Δεν άργησε πολύ
Ο δρόμος έφερνε το ποδοβολητό
το χουγιατό της
Κλείνανε παράθυρα κατέβαιναν ρολά
Σιδεροντυμένη έμπαινε πια στην πόλη
η εξίσωση.

ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΛΛΟΘΙ

Το σκυλί μου κόπια του όγδοου αιώνα
κομμένο στα τέσσερα
μ’ άλλους σακατεμένους κώδικες
λέω να το πουλήσω για πατατόσπορο

έχω παιδιά να θρέψω
θέλει πισσόχαρτο η στέγη μου
θέλει καλαμπόκι το κοτέτσι
θέλουν τα ποντίκια μου τυρί
την Πτολεμαία Κλεοπάτρα θέλω στο στρώμα μου
και βρέχει.

ΕΙΣΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Κάτω από το παράθυρο μου πέρασε πάλι αυτός
δόκανο για φεγγάρια
Το κεφάλι του τετράγωνο κλουβί
μέσα του ένα μάτι
απ’ τα λίγα που περίσσεψαν της νύχτας
μα όχι ψάρι

Σου γράφω μετά από τρεις βροχές
Η απόπειρα μου για το ποιος είναι ο άλλος που είμαι
απότυχε
Τι να σου λέω λοιπόν για τη μοναξιά με λέξεις
Μη δεν είδες θερισμένο κάμπο πέρα πέρα
καταμεσί του απόμαχο βαγκόνι έξω από τις ράγιες
τη σιγαλιά ν’ ακουμπάει πάνω του
δίχως κουδούνι να βοσκάει η ερημιά
κατάψηλα να περιπολούν κοράκια;

Κάτω απ’ το παράθυρο μου πάλι αυτός
Το κεφάλι του εγώ: είσοδος κινδύνου.

ΣΧΕΔΙΟ ΡΑΨΩΔΙΑΣ

Έτσι το αίμα του έγινε άσπρο όπως
όταν φωνάζομε τα πουλιά•
γιατί και τα πουλιά, τυπικά, είναι άσπρα

Ωσάν τη θάλασσα να πας, της είπε.

Εκεί σαν γονατίσεις και της παρακαλεστείς θα δεις
καταπού γέρνει το κερί που απόκαμε πια να επικαλιέται
Θα δεις το μέγα δόκανο μέσα της κι άλλα τέτοια.
Και μη μιλήσεις μπλιό :
Έτσι που ‘γινες πιο άσπρη κι απ’ το αίμα μου
Δεν είναι ελόγου τους από άστρα να σε νιώσουν.

Ο ήλιος βυθίστηκε εκεί που ξέρεις μα πάλι ευθύς
μπίστησε τ’ απάνου.
Βρέθηκαν τα καρφιά του συναίματα και στραβωμένα
μα κανένας δεν τ’ απόδειξε
Γι’ αυτό τριχωτά αυγά κουρνιάσανε οι φωνές του
Έφριξα από κορυφής
Ήταν που πέρασες ξυστά τη φλόγωση
και βγήκες πέρα αχάραγη κ’ ετούτος κάρβουνο
ίσαμε που κάηκε ως το σάλιο του
Τότες πια βυθίστηκε οριστικά∙ μη μιλήσεις
ακόμα και τώρα μη μιλήσεις
μη φορτώνεσαι στα πράγματα μην τα ονοματίζεις
άσε τα∙ πονούνε.

ΣΟΥΡΝΤΙΝΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΣ

Για ιδές τον τον αμάραντο
Ολοκλωνίς όξω εγκρεμού
που είναι μια να ζυγιαστεί και δυό να πέσει
Και βάλε αυτί
μην ακουστώ μέσα στο αχ της άβυσσος.

(Απ’ τη συλλογή Κιβώτιο ταχυτήτων)

Ω λογισμέ διαστροφή μου
φιλήδονε ηνίοχε ευθειοβάτη Από
τις ερωμένες σου η μόνη που σου έμεινε
πιστή είναι η χλομάδα σου
για το που δόθηκε το σήμα πως εξώκειλες
για το που πάλι θα δοθεί
και που θα δίνεται
για πάντα

*

Όταν μετά αιώνες οι σκαπάνες σ’ αρχαίο
τάφο βρίσκοντας τα οστά μου θα δούνε
πάνω τους να φωσφορίζει τ’ όνομα σου
άραγε θα ξαφνιαστούν;
θα καταλάβουν;
θα ‘ναι ως τότε ακόμα ο έρωτας
πνοή πρωιού επάνω στο τριφύλλι;
θα βλασταίνει ακόμα τούτο στον πλανήτη
όταν οι σκαπάνες;

(Απ’ τη συλλογή In perpetuum)

Από τότε που η ερώτηση μου
μπήχτηκε λοξά στα νεφρά της πολιτείας,
από τότε που ‘γινε κομμάτια η θάλασσα
καθώς στάμνα χωματένια,
από τότε που άρχισαν να παρακμάζουν οι χειρονομίες σου,
να διαλύεται η φωνή σου όπως ομίχλη σε παράθυρο,
[…]
μα μη μπορώντας να ξεφύγει το μοιραίο
να γίνεται άλλη μια φορά η ερώτηση μου
λοξά μπηγμένη εκεί : στα νεφρά της πολιτείας.
Μ’ αυτό τον κύκλο ένα οχτάχρονο αγόρι έπαιζε το τσέρκι
τ’ απάνου τρέχοντας στο δρόμο του ορυχείου :
δε θα πεθάνομε λοιπόν.
[…]
Όλα θα τ’ ανασυνθέσω με υπομονή.
Βρήκα στην τύχη μερικές σελίδες
εδώ κ’ εκεί απ’ το στήθος σου.
Μικρά κορίτσια ζωγράφισαν επάνω τους
παράξενα χρυσόψαρα.
Ένα κουρέλι απ’ το μάγουλο σου, απόκομμα θύελλας,
Κρεμότανε στα σύρματα στιγμή τη στιγμή να πέσει.
[…]
Τι γίνεται τώρα;
Αν μια φοράν ακόμα; Αν δοκίμαζα μαζεύοντας
κομμάτι το κομμάτι τη σπασμένη στάμνα
να φτιάξω πάλι τη θάλασσα;
Αν άρπαζα απ’ τα δόντια του σκύλου
το ιερόν οστούν της μάνας μου ;
Αν έδενα πάλι τα βαγγόνια,
αν σφύριζαν τα τραίνα πάλι
λερώνοντας τα χαμομήλια δίπλα στις ράγιες;
Κι αν ύστερα γινόμουνα μια ζωγραφιά πολύχρωμη
στο μαξιλάρι του αγοριού καθώς κοιμάται τώρα
[…] άρχιζε η γάγγραινα.

Μα δεν θα το βάλω κάτω έτσι εύκολα.
[…]
Η θύελλα να κυρτώνεται, να γίνεται το μάγουλο σου,
ν’ ανοίγω με βρόντο το παράθυρο, η φωνή σου μισόγυμνη
να πετιέται στο δρόμο τρέχοντας
για το βάραθρο του Ζάλογγου∙
στάσου για το θεό :
στάσου να σε σημαδέψω, να σε πετύχω στο μεσόφρυδο.
[…]
Εσύ ήσουν η ερώτηση μου.

(Απ’ τη συλλογή Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας)

ΟΠΩΣ Ο ΑΙΑΣ

Ανάμεσα σε πέτρες που δεν είδανε
τον ίσκιο τους ποτές
που δεν ακούσαν τη φωνή του
τόσο υψίσυχνη στα φωνηεντόληκτα, είπα :
Κλείστε τις ποριές, όχι άλλοι “σωτήρες”∙
μεσολάβησαν τα Τρωικά. Ο λόγος μου
δίχως πια τα άμφιά του, γυμνός
όπως η πότνια βάτος
αναθρώσκοντας τα που του σφίγγανε το
υπογάστριο
“ιερά, εθνικά” και άλλα τέτοια χάχανα
χύθηκε κατεπάνω στο μαχαίρι του
όπως ο Αίας.

(Απ’ τη συλλογή Τα μαχαίρια της Κίρκης)

ΠΥΞΙΔΑ

Εριστικός σχεδόν ημέρα εχτρεύομαι τη λέξη βέβαια,
συνήθισα τη μοναξιά και το σκυλί της.
Είμαι λοιπόν με τ’ αγριολίθαρα και τον ασβέστη
που κουφάθηκε με το λιόκαμα.

ΟΡΤΥΚΙ

Μέσα στη μνήμη πήγαινε, ερχότανε
ένα χτυπημένο ορτύκι,
ξοπίσω ο αγριαπήγανος ύστερα το μολύβι,
δαγκάνοντας το σύννεφο φτύνοντας θειάφι
ψάχνεις μέσα σου,
ακόμα η θύελλα αστράφτει δισκοπότηρο
η οργή δεν το ‘πνιξε το ουρλιαχτό της.

Γενιά του αγριόχορτου
έχεις ακόμα μάκρος.

ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΞΟΤΗΣ

Τώρα σε τέταρτη διάσταση συνεχίζω όσα δεν είπαμε.
Χαμογελώ του χρώμιου χτες του ψευδάργυρου
αύριο πεθαίνω του λιγνίτη
χαλκός και νίκελ ματώνουν μες στα χέρια μου
που πρέπει τ’ αναστάσιμα καρφιά μας να ισιώνω
κ’ η διεθνής του αντιμόνιου απ’ το χαράκωμα
ατέλειωτο ταμπούρλο.

Θεόσταλτοι αφορισμοί από τους άμβωνες με οχταήχι
με σιγγίλια π ε ί θ ο υ ν ε με ξιφολόγχες και
χρηματιστήρια, με οχτάστηλα ή τέταρτη εξουσία
κι ο δεξιός ιεροψάλτης λουστρίνι μάγουλο
βήμα που το ‘μαθε η χήνα
καινούργιος στη μασχάλη του ο χαρτοφύλακας
από το δέρμα σου πατρίδα.

Μόνο ο ιδρώτας μου ερυθρόδερμος παραμερίζει
υπόκλιση άψογη, χαμόγελο νέα μανιφατούρα
ξάφνου αμολάει το κανελί σκυλί του
κι όλα γίνονται της πουτάνας.
Δεν περνάει το δικό σου,
όχι.

(απ΄τη συλλογή Οδός Λαιστρυγόνων)

Η ΦΥΛΗ ΜΟΥ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ
Ο στόμφος εκούρασε∙ σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως την παραμόρφωση∙
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με τους αστούς μακάρια πια
παρακμάζει∙ σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
– συγνώμη∙ ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις∙ λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα…
Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφιχτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Αφήνω που, αυτό μας έλειπε,
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.

(Απ’ τη συλλογή Διήγηση)

ΑΓΑΠΗ

Περίεργο που τα ζυγωματικά σου
παίζουνε τέτοιο ρόλο στην αναψηλάφηση
των μυστηρίων;
[…]
Η ιστορία των δυό μας όπως ξέρεις
είναι σαν άδειος κάλυκας οβίδας
γεμάτος από θάνατο κωφάλαλο
κι όμως οι κύριοι δικαστές
ακόμη δεν κατάλαβαν το ρόλο
που τα ζυγωματικά σου παίζουνε
στις αναψηλαφήσεις
όταν πικρίζει το χορτάρι πάνω τους
και φεύγουν τα μικρά κατσίκια∙
[…]
να ‘σαι γενναία όπως η διακοπή του ρεύματος
που στριμώχνει τη λύσσα μας
τη βιάζει κ’ ύστερα
ανάβουνε τα φώτα και νιώθουμε το ζεστό
το καυτερό της σπέρμα ν’ ανεβαίνει
την αορτή σαν πέστροφα ως το κεφάλι
ν’ αυτοσχεδιάζει ευθύς την ανατίναξη
[…]

(Απ’ τη συλλογή Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή)

2.


[…]
κι ο πράσινος νάρθηκας της αυριανής ημέρας
κ’ η στέγη σου, λιώμα από του ήλιου τον τροχό
το κεραμίδι σου όνειρο καρένα σύννεφου
και πάει
όλα αγριόχηνες αποδημήσανε τα σύμβολα
άστραψε σκέτη πια η ξερολιθιά
και λευτερώθηκες

7.
[…]
πηχτός
απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο
άλλη τροφή από το πέτρωμα δεν έμεινε
που θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα;

9.

Ανυποχώρητος στίλβεις ανθρακίτης
αύριο βλήμα φθείρεσαι σε τροχιά
μένεις μόνο η τροχιά
κ’ η μοίρα σου κεντρόφυγη
να ερμηνεύεις, να ερμηνεύεις
πολύ πιο πριν δεν ήσουν έγχρωμη βοή;

(Απ’ τη συλλογή Η Κλίμακα του λίθου)

ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗΣ

[…]
πιο ύστερα μια χούφτα χαλίκια
λουλακιά πράσινα μαύρα
που τα σφενδόνισε η πολυώροφη θάλασσα
με τις πολύστροφες έλικες του νότου
που καθώς πέφτουν πάλι κροταλούν
στο τσίγκινο αίμα μου
ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημα σου
ένα παράξενο οροπέδιο μεγαλοσύνης
όπως τραπέζι άδειο
με τ’ άσπρο τραπεζομάντιλο.

(Απ’ τη συλλογή Διασπορά)

ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΒΥΘΟΥ 293 ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΩΝ

[…]
(Προσοχη. Εδω χρειαζεται περισσοτερο κυανο καμωμενο απο ερυθρη τεφρα)

Κι αυτην την εσπερα με αλαλαγμους τα κοραλλια
τη σωρο του ηλιου θα κατεβαζουν στους καμπους
Ησυχα, πηχτα, γαληνια θα πλαγιασει
ενω απαραμιλλοι σφαιρικοι κρινοι θα φερνουν
τον ουρανο που εμεινε πανω του
υψηλα ως τις καρινες των βραχων.

Κι εμεις αναμεσα στις κατακορυφες κλωστες
που θα μας φερνουν τροφη απ την αβυσσο
θα ψαχνομε το πελωριο πτωμα
για κανενα χορταρι για λιγη φωνη πουλιου
για το χαρτη της γης.
Υστερα το χρυσαφενιο σκελετο θα τον ριξομε
στη χαραδρα του Βαλαμουρ που φωσφοριζει
απο κοκκαλα ενω πλεουν επανω οι Φιλιππινες
αναβλυζουν χρυσανθεμα και ιματια
ψαριων με υπεροχα λεπια.

(Παλι τερφροκιτρινο σε χρονο εξι ογδοα)

Ω αγκαλια της σιωπηλης μητερας με τις αμετρητες
φτερουγες, ειναι πολλες ημερες που εφυγα απ τα
φρεατα που αναπαυονται τ αδαμαστα μεσημερια
για να μην κρατησω το σχημα μου.
[…]

(Απ’ τη συλλογη Fuga)

POST THERMIDOR

Και που ήσαν τάχα λαίλαπα ή
το φθαρμένο μου γάντι πυγμαχίας
τι μ’ αυτό;
Νύχια της αρκούδας ανηφορίζουνε τη φλέβα μου
Η θεωρία συρματόσχοινο που κόπηκε
ή καυσαέριο πατημασιά κοβάλτιου
ας είναι και σφυρίχτρα
τι μ’ αυτό;

Όρκο παίρνω ήταν μεσάνυχτα που η θάλασσα
παράτησε την ολομέλεια
περνούσε σύρριζα τον τοίχο
πέταξε τα εσώρουχα της
τα κολλημένα πάνω της επίθετα
τον οδοντογιατρό της.

Λαμπάδιζαν οι λεωφόροι
τα κορίτσια κόβανε τις ωοθήκες τους
τις ρίχναν στη φωτιά οι φλόγες κόρωναν
τύλιγαν τον ουρανοξύστη
ε… και τι
μ’ αυτό;
Μάτια μου ετούτος… άκαυτος

Λευκοντυμένες άφηναν τ’ αμφιθέατρα οι πιθανότητες
ρίχνανε τα πτυχία τους στον οχετό της νύχτας
Ιθαγενή αερόστατα ανέβαιναν
απ’ τις θερμοκοιτίδες

Κι εγώ
στις τσέπες μου όσο γίνονταν πιο βαθιά
επώαζα φυσίγγια.
Απόμακρη έξω απ’ τις ράγες επέμενε
αναντίρρητη σε ό,τι αφορά το ουρανί
το μπλάβο
το πορτοκαλί
επέμενε ότι λάμπουσα
αν και παρήλιξ
η γοερή διάνοια των μπολσεβίκων

Από το άπαρτο οδόφραγμα επέμενε
non passaran καμένη στο ιώδιο
η φωνή μου.
Κι αχ πως δίχως τροχούς επέμενε
καταμεσής στην άσφαλτο
μπαταρισμένη εκείνη η Άνοιξη
που το νιογέννητο ατσάλι βάλθηκε να γερνά
μες στη γροθιά μου…

Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΦΡΥΝΩΝ ή ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΜΕΘΟΔΩΝ

ΙΙ. Η ΛΟΙΜΙΚΗ ΤΟΥ ΕΠΤΑ
Χρόνια μετά που συνταξιοδοτήθηκε το Στραντιβάριους, και να σου πίπιζες ξοπίσω του σονάροντας σε φάλτσο καντάμπιλε, πιάσαμε πάτο. Ήταν τότες που καμηλοβάτραχοι δεσμεύτηκαν ασμένως ν’ αρχηγέψουν.
Προσθήκη ζάχαρης –ιδέα του μαέστρου- μαυλίσανε το γύψο και πήρε ελόγου του ν’ αναρριχιέται τις πλαγιές τ’ Απρίλη. Μα παρότι εγκέφαλος ζελέ. Παρότι αλάρυγγοι, αποφασίζανε και διατάζανε σε φρικαλέα ελληνικά. Παρότι παραβάτραχοι, περιτρέχανε τα ρείθρα ένστολοι, περιμαζεύοντας όσους γελούσανε και όσους δεν γελούσαν, σύμπαν το υπόλοιπο ατελούς διαιρέσεως περιστρεφόταν περί άξονα μιγαδικόν πλαγιοστρόφως…
Ο τότε μόλυβδος, θεός αγκαθερός από καμίνευσιν, χυνότανε χυλός σ’ αργιλικά καλούπια. ως χωλίαμβος ή κάτι τέτοιο, μα όμως άρρητος και ανομάτιστος λόγω που ο χώρος επιρρεπής στην παραχάραξη τονε φυγάδευε υπολογίζοντας ότι από μαύρη τρύπα θα καταποθεί. Κι ακόμα ως και τούτο: μες στα βελάσματα των τράγων, όταν τους σφάζανε άκουες, όπως και τώρα ακούς, για ελληνοβλάβεια, για βατραχοκρατία.
Και τότες έγινε το ξαφνικό: Πλημμύρα οι λεωφόροι από οξύφωνα σπουργίτια χουγιάζοντας τους βάτραχους και τις ερπύστριες. Κι από ψηλά έπεφτε με βρόντο, καταμεσής της χάλκινης ορχήστρας, ολοαίματη με ανοιγμένον αφαλό η ελληνοχριστιανικη πουλάδα. Το Κοίλο, άλαλο κι αλαφιασμένο, άδειασε μονομιάς. Το Αραχναίο σχίστηκε κάτω για κάτω ίσαμε την Πάφο, ενώ, ως βροχή από μυαλά αετών, ξέσπαε μαινάδα η μεγαλοφυΐα. Διότι πως αλλιώς θενά ‘χε κλέος και εσπεριδοειδή η Κορινθία ;

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΙ ΣΤΑ ΑΝΙΣΟΠΕΔΑ
ή ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΘΕΩΡΙΑΣ

Σκόρπια γύρω σου ασβέστης αμμοχάλικο
[…]
-Τι να ‘ναι ωρέ να χτίσεις, τον ερώτησα, και ξυέσαι ;
– Λέω να χτίσω βοϊδοχτάποδο. Θα χρειαστώ δυό κέρατα
από προχωρημένο αχάτη, είπε. Κι έριχνε καταπάνω λάσο,
έτσι, από εαρινή εναντίωση, να πιάσει σύννεφο.
[…]
-Πάρε από Χάιντεγκερ, του λέω, που ψάχνει για αποβάθρες
και όχι από το υπέρβαρο του άλλου ε γ ώ πού ξέχνα το
μιας και πήρε το κατόπι του ά ρ α σε γρηγοριανά ανισόπεδα.
[…]

ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΧΟΥΣ

[…]
Ήταν το ανεπανάληπτο εκείνο d o. Η περίφημη κορόνα
σε οκτάβα Latina που αμόλησε στα ύψη ο alto tenore,
τελευταίος από τους Τρώες, Poplius Vergilius Maro.
Και τούτο όταν ένιωσε να ολισθαίνει προς τον ορθολογισμό.
Ήταν που εκστασιάστηκε όχι μόνο που τα λόγια του
εκτινάχτηκαν διεγερμένα αδρόνια κυνηγώντας
στα φαράγγια του Καλλίδρομου την αλαφιασμένη,
ηχώ,
μα πιο πολύ, απ’ το υπέρβαρο continuo από οργισμένες
αγριομέλισσες που κλείναν την μπασιά
στην πιο ένδοξη στενωπό της γης,
[…]
Στα ύψη ορτύκια κι άλλα πτηνάρια πελασγικά
χλευάζαν τα επίγεια… όπως και έγινε πιο ύστερα
με κάτι φρικιά του ουρανού κατά την ταφή
του Κόμητα Orgaz που συνεχίζεται
ως ουραίον πηδάλιον καλλιφωνίας…

Το τοπίο έλιωνε μέσα σ’ ασημένιο φως
[…]

(Απ’ τη συλλογή Στα πρόσω ιαχής)

ΡΟΓΧΟΣ ΣΙΓΑΣΤΗΡΑ

Άκου εσύ
η ασύγκριτη της ροδαυγής
η πιο κι από Αίγινα αιθέρια
η πάνω από ξερολιθιές
πάνω κι από τα έξαλλα μπαμπάκια
ακόμα πάνω κι από κάθε μεταφυσική
χαλυβουργία

Εσύ το αβαρές χαίρε των λιθρινιών
άκου που τίποτα δεν ηχεί ενώ εγώ
η αναίδεια των χρωμάτων
όταν στις ράγες βγάζουνε σπίθες οι τροχοί
πορνεύομαι με κάθε αντιδιάμετρο
λαθρέμπορος οσίων ιδεών
θυρωρός πλαστικών παραδείσων
διαδηλωτής με την άγραφη αφίσα
του μέλλοντος αιώνος.

Η ΣΚΑΠΑΝΗ

Δυό μερών λεχούδι το φεγγάρι μα
παρότι εδέσποζε σοφιστής αιρεσιάρχης
πετεινοί κωφάλαλοι σε φάλαγγα
κατά εξάδες
άνοιγαν δρόμο μες στην Ιστορία

Ξοπίσω γάβγιζε εγελιανή γκρανκάσα
και είπα :
Ιδού το βίωμα μου πρώιμο άλφα
των αλάλητων
Ιδού εγώ γυμνίτης
Ιδού το πιο διωγμένο των πρωτόπλαστων
που έγινα σκυλί και
αλυχτώ παράδεισο

ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΕΠ’ ΩΜΟΥ

Ανίχνευα τα μέλη της
έψαχνα για πέρασμα στον κόλπο
βαθιά μουκάνιζε μινώταυρος η άβυσσος
με τα ωάρια της θάλασσας ανέβαινε
και με σαΐτες.

Στο όνομα της έξαψης ίππευε αλαλάζουσα
το δεξί βυζί κομμένο
δοσμένη στην τοξοβολία

Εγώ πεζός με το σύννεφο επ’ ώμου
με τη φλεγμονή της ανηφόρας
με μια Κολχίδα μες στο νου
κατεπάνω του στο άπειρο
Άσπρο ελάφι ο δυϊσμός βόσκαε τα μάτια μας
σκόρπια στο πάτωμα

(Απ’ τη συλλογή Ακαρεί)

ΦΑΝΕΡΟ αν και αόρατο
με μάζα αιρετική προς τη βαρύτητα
την αστροκτόνο
ζητούσε το αντισημαίνον του για να σημανθεί
κάτι που να υπάρχει ως μ η ε ί ν α ι
κι όμως να υπάρχει
Κι ήταν ανήσυχος που το ‘νιωθε όλος σκιά ο Παρμενίδης
να τον ζυγώνει αν και αόρατο :
τάχα γιατί είν’ έξω απ’ το σχήμα του ο χώρος ;

*

Ο ΧΡΟΝΟΣ είναι εξωμήτριο του Χάους
Όλες οι μονάδες ρίχνονται να τον μετρούν
τον ακατάργητο
Μονοκόκαλος ελόγου του ανάμεσα στις κερασιές
ψειρίζεται πετώντας από πάνω του
τα σοφά έντομα των ταριχεύσεων

ΑΦΟΒΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ

Πυροβάτης ναι βετεράνος ναι
μα δεν πατάς το ναρκοπέδιο της.
Χρόνε το μεγαλείο σου!
Η καμπύλη σου από βατράχι ίσαμε άλτη ναι. . .
όμως την ύδρα λέω κόρη της Λέρνας
και τετράκλωνη
μ’ όλη τη λάβρα σου δεν τη μεθάς
να σου δοθεί
τη διπλοέλικη νουκλεϊκή τετράδα λέω
που αναπαράγεται
και σε χλευάζει
και λυσσάς
Κρόνιε παππού εδά ‘ναι που έσπασες
δεν σου περνά μ’ αυτήν δικέ μου
κιτρινιάρη. . .
Κανένα πέρασμα λοιπόν επέκεινα του ελαχίστου
ανάμεσα στα ελάχιστα
ω γεωμετρία αίμα που στάζεις απ’ τ’ αρμόνια
σώσε. . .

(απ’ τη συλλογή Χαοτικά Ι)


Πηγή: https://www.poiein.gr/2010/11/18/eoun-eaeiaauoio-eae-c-dhuiouoc-aoaissa-oui-dhnaaiuoui-iea-dhiecoeeth-aieieiassa-1943-2005-adheeiath-adheiyeaea-dhyonio-aeiessooco/