Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου - Σκιές

 Σκιές

.

Ι. 

.

Σ'  εκείνες τις κλειστές αυλές κάθετο φως

ήλιος αμείλικτος φωτιά τα μεσημέρια

όπως ο άνεμος δειλά σιωπούσε κι άκουγε

μέσα στ' αγιόκλημα - ο χρόνος σταματούσε.

Κι εμείς χωμένοι στις σκιές στα πεζουλάκια μας

χτίζαμε κόσμους μακρινούς με τόσα λόγια

για το μεγάλο το ταξίδι που θ' αρχίζαμε

όμως μακριά ήταν το μέλλον κι όλο αργούσε.


ΙΙ.


Σ` αυτή την πόλη έμειναν απείραχτοι

οι ίσκιοι στις αυλές και οι φωνές μας

οι χαρακιές στο χώμα από τα βήματα

κι η  ανάσα μας ζεστή λαχανιασμένη.

.

Είχα -θυμάμαι- ένα κόκκινο ποδήλατο

με πόση αγάπη στο λιοπύρι με τις ώρες

τα μεσημέρια το μαστόρευα του μίλαγα

τ' ανέμου πάντα μακριά να με πηγαίνει.


Τόσο μακριά όμως ποτέ μου δε φαντάστηκα

ότι θα μ' έβγαζαν αργότερα οι δρόμοι

σ' άλλη πατρίδα, σ' άλλη γη, με άλλο όνομα

άλλη μορφή, άλλην φωνή και άλλη γνώμη.

.

III. 

.

Σ` αυτόν τον δρόμο ζουν ακόμα ξεχασμένες

οι παιδικές σκιές μας και τις βλέπω σαν νυχτώνει

με τόση θέρμη -αλήθεια- τόσο πάθος

τόσην αθώα έγνοια στο παιχνίδι.

.

Κι ούτε που πρόσεξαν ποτέ πως φύγαμε όλοι

πως μεγαλώσαμε, πως πέρασαν τα χρόνια

μήτε το ξέρουν πως για πάντα μόνες μείναν

πως οι μανάδες δε θα βγουν να τις γυρέψουν

φωνάζοντας στις πόρτες τους, “Μαρία”

“Δημήτρη”, “Γιώργο”, “Νάντια”, “Βαγγελάκη.”

.

Αχ, δεν προσέξανε ποτέ πως όλοι φύγαμε

πως οι μανάδες τους δε μένουν πια στο σπίτι

πως άλλο σπίτι δεν τους έμεινε απ'τον δρόμο

να παίζουν, να γελούν, να ξεφωνίζουν

έξω απ' τον χρόνο τόσο έρημες κι αθώες.


Μνήμες της ρίζας, Κουκκίδα 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου