Τι Εσύ δεν ήρτες μεσ’ από τους δρόμους
όπου βαδίζουν οι θνητοί, να σμίξεις
τους θησαυρούς του πόνου μου∙ αλλ’ ως σμίγουν
σε περιπόληση άμετρων αιώνων
δυο αστέρια, ξάφνου, το ‘να πλάι απ’ τ’ άλλο,
κι ακέρια η γη κι ο ουρανός γεμίζουν
στο ταίριασμά τους, πλάγιασες σιμά μου,
κι άπλωσα το ‘να χέρι μου ν’ αγγίξω
τον ουρανό, κι απ’ τ’ άλλο κάτου επήρα
γαλήνια το κεφάλι Σου, κι ακέρια
γέμισ’ η γη πλατιά απ’ τ’ αγκαλιάσματά μας,
κι αρμένιζεν η γη μεσ’ από τ’ άστρα,
και ψαλμωδούσε η γη, κι ανηφορούσε
του κλιναριού μου η πλώρα προς τον πόλο,
συντρίβοντας τα κύματα του χρόνου,
κι αρχή, ταξίδι, τέλος, ήταν ένας
κατακλυσμός θεϊκού φωτός μπροστά μου!
Πηγή: Ανθολογία Η. Ν. Αποστολίδη (1708-1952). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1954, σ. 684.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου