Αόμματος
Έστριψε από τη γωνία,
ίσιωσε το μάλλινο σκούφο του
κι άναψε ένα βρώμικο τσιγάρο.
Ο Απρίλης κόντευε να βγει
μα το κρύο ήταν ακόμα τσουχτερό.
Αναστέναξε για την Άνοιξη
και για τους ανθρώπους
που δεν άντεχαν τη μυρωδιά του.
Κάθισε στα σκαλοπάτια της εκκλησίας
κάτω από τις φωλιές των περιστεριών
για να τον λερώσουν περισσότερο’
Ακούμπησε τα χέρια του
στις θήκες των ματιών του
τα ξερίζωσε και τα ‘χωσε βαθιά
στο τριμμένο παλτό του.
Έβγαλε απ’ την τσέπη του
το τσίγκινο τενεκεδάκι
και την ταμπέλα του
«ΑΟΜΜΑΤΟΣ»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου