Άναψα τη φωτιά και στέκω στην πόρτα.
Κοιτώ τον ορίζοντα, την οδό
που θα πάρω, κάποτε, φεύγοντας. Κ’ έχω
αντίκρυ μου τον Ταύγετο που θα γίνει,
το ξέρω, ύμνος και θρήνος μου. Έχω
φτιάξει το τζάκι μου για τους άλλους
γι’ αυτό περιμένω στην πόρτα. Δεν πιστεύω
πως πάντοτε θα κάνει βροντές και κρύο
στον κόσμο. Ωστόσο κι ως τότε, είμαι
βέβαιος πως «πολλοί θα περάσουν».
Μια φωτιά
μες στην έρημο σκεπασμένη από χέρια.
Από το Ο διακεκριμένος πλανήτης, 1983.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου