À une mendiante rousse
Blanche fille aux cheveux roux,
Dont la robe par ses trous
Laisse voir la pauvreté
Et la beauté,
Pour moi, poëte chétif,
Ton jeune corps maladif,
Plein de taches de rousseur,
A sa douceur.
Tu portes plus galamment
Qu'une reine de roman
Ses cothurnes de velours
Tes sabots lourds.
Au lieu d'un haillon trop court,
Qu'un superbe habit de cour
Traîne à plis bruyants et longs
Sur tes talons;
En place de bas troués,
Que pour les yeux des roués
Sur ta jambe un poignard d'or
Reluise encor;
Que des noeuds mal attachés
Dévoilent pour nos péchés
Tes deux beaux seins, radieux
Comme des yeux;
Que pour te déshabiller
Tes bras se fassent prier
Et chassent à coups mutins
Les doigts lutins,
Perles de la plus belle eau,
Sonnets de maître Belleau
Par tes galants mis aux fers
Sans cesse offerts,
Valetaille de rimeurs
Te dédiant leurs primeurs
Et contemplant ton soulier
Sous l'escalier,
Maint page épris du hasard,
Maint seigneur et maint Ronsard
Épieraient pour le déduit
Ton frais réduit!
Tu compterais dans tes lits
Plus de baisers que de lis
Et rangerais sous tes lois
Plus d'un Valois!
- Cependant tu vas gueusant
Quelque vieux débris gisant
Au seuil de quelque Véfour
de carrefour;
Tu vas lorgnant en dessous
Des bijoux de vingt-neuf sous
Dont je ne puis, oh! pardon!
Te faire don.
Va donc, sans autre ornement,
Parfum, perles, diamant,
Que ta maigre nudité,
Ô ma beauté!
......................................................................................................................................................................
Στην κοκκινoμάλα ζητιάνα (1851) *.
Κατάλευκο κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά,
Που το φουστάνι σου μεσ΄από κάθε τρύπα
αφήνει να φανούν η φτώχεια
Κι η ομορφιά,
Για μένα τον αδύναμο ποιητή,
Τ’ ασθενικό σου νεανικό κορμί,
Όλο ζωγραφιστό μες τη φακίδα,
Έχει μοναδική, δική του γλύκα.
Πιο ευγενικά φορείς εσύ,
Απ’ότι ρήγισσα ρομάντζου θρυλική
κοθόρνια με βελούδα κεντητά,
Τα τσόκαρά σου τα βαριά .
Ας ήτανε αντίς κουρέλι έτσι μικρό,
Άλλο εξαίσιο κοστούμι αυλικό,
Νά σερνε φασαριόζικες μακριές πτυχές
Γύρω απ’ τις φτέρνες τις κομψές `
Κι αντί γι αυτές τις κάλτσες τις παλιές,
Και μόνο για τις κουτοπόνηρες ματιές
Στη γάμπα σου χρυσό μαχαίρι
Ν’ άστραφτε, πεσμένο αστέρι. `
Κι οι φιόγκοι πού δεσες μ’αφροντισιά
Να ξεσκεπάζανε -αχ, κρίματα πολλά-
Τα ωραία στήθια σου, ακτινοβόλο θησαυρό,
Όμοιο με τα μάτια σου τα δυό`
Ή πάλι, για να βγάλεις τα φουστάνια
Τα ωραία μπράτσα ν’απαιτούσαν παρακάλια
Και σκανταλιάρικα ν’απόδιωχναν με μια σπρωξιά,
τα δάχτυλα, τα ενοχλητικά,
Πέρλες με σπάνια, αχνά νερά
Του μαίτρ Μπελλώ σοννέτα τρυφερά,
Οι θαυμαστές σου, που το γόνυ κλίνουν,
Μακάρι πάντα να σου δίνουν.
,
Κι οι ριμαδόροι σα βαλέδες στη σειρά ,
Σε σέ ν’αφιερώνανε την πρώτη τους σοδειά
Το υπόδημά σου αναμένοντας ρεμβαστικά
Κάτω απ’ τη σκάλα.
Πόσοι ακόλουθοι εκστατικοί,
Πόσοι αφεντάδες και Ρονσάρ λαμπροί
Θα καιροφυλακτούσανε για μια στιγμή
Στο δροσερό σου καμαράκι !
Και στο κρεββάτι θα μετρούσες με το μήνα
Πιότερα τα φιλιά από τα κρίνα
Στους ορισμούς σου θα κρατούσες υποτακτικά
Πιότερους του ενός Βαλουά !
-Κι όμως στην αγυρτεία, έξω στο γκεζί
Σα γερασμένο ερείπιο σύρθηκες κι εσύ.
Σ’ όποιου Βεφούρ τ’ ολόλαμπρο κατώφλι * .
Στο βοριαδάκι, κεί στο σταυροδρόμι `
Για λίγο ζαχαρώνοντας και στα κλεφτά
Πεντάρας πράμα, τζοβαϊρικά φτηνά
Που εγώ, Συγχώρα με! δε θα ‘χα καν τολμήσει
Σε σένα αταίριαστα νά ‘χα δωρίσει .
Φύγε λοιπόν, χωρίς στολίδι λαμπερό,
Πέρλες, διαμαντικά, μυρωδικό,
Εξόν τη γύμνια σου ετούτη την ισχνή,
Αχ, ομορφιά μου εσύ!
* Για τη νεαρή τραγουδίστρια του δρόμου ενδιαφερόταν όλη η συντροφιά του Μπωντλαίρ ` ο Μπανβίλ μάλιστα έγραψε κάτι ανάλογο. Η κοκκινομάλλα τριγύριζε στα καφέ των Σανζ Ελυζέ, πυρόξανθη και μελαγχολική σα φιγούρα του Λώρενς .Τη ζωγράφισε ο φίλος του Εμίλ Ντερουά , του οποίου θεωρείται και το καλλίτερο έργο.
* Βεφούρ, παριζιάνικο εστιατόριο..
μετάφραση, σημειώσεις, Μαριάννα Παπουτσοπούλου
..................................................................................................................................................................
Σε μια ζητιάνα ρούσα
Χλωμό κορίτσι με τα κόκκινα μαλιά,
Π΄αφήνεις μέσα από τις τρύπες το φουστάνι
Την φτώχεια και την ομορφιά
Να φαίνονται
Για μένα, τον μικρό ποιητή,
Το σώμα σου το αδύνατο,
Γεμάτο από φακίδες,
Έχει τη γλύκα τη δικιά του.
Πιο αρχοντικά από μια βασίλισσα
Ρομάντζου με βελουδένιες γόβες
Τα ξυλοπάπουτσά σου
εσύ φοράς.
Κι αντί για το κουρελιασμένο
Κοντοφούστανο
Αρχοντικό ένα φόρεμα μακρύ και πτυχωτό
στις δυο σου φτέρνες πρέπει
Κι αντί για τρύπιες κάλτσες
Να χεις για τα λάγνα μάτια
Στη γάμπα επάνω ΄να στιλέτο
Που να λάμπει.
Κι οι φιόγκοι πέρα ας πάνε
να φανούν τα δυο σου στήθη
Για ν΄απολαύσουν οι άσωτοι
Σαν μάτια που μαγεύουν
Ας απαιτήσουνε τα χέρια σου ικεσία
ν΄αφήσουνε το σώμα σου γυμνό
Με δάκτυλα ξωθιάς που τρεμοπαίζουν
Απωθώντας,
Μαργαριτάρια των πιο ωραίων νερών,
Σοννέτα του περίφημου Belleau
Που δίχως να κουράζονται προσφέρουν
Οι θαυμαστές που σε ποθούνε
Της ρίμας υπηρέτες
δίνοντάς σου τα πριμάτα τους
Και τα γυμνά σου πόδια βλέποντας
κάτ΄απ΄τη σκάλα,
Πολλές σελίδες με την τύχη ερωτευμένες,
Πολλοί σενιέρ πολλοί Ronsard
Θα κατασκόπευαν από καπρίτσιο
την ψυχρή καλύβα σου!
Μεσ στο κρεββάτι θα μετρούσες
Πιότερο από λουλούδια τα φιλιά
Και θα ταν απ΄τους νόμους σου από κάτω
κάμποσοι ρηγάδες!
Κι όμως πηγαίνεις ζητιανεύοντας
Κάποιο κομμάτι μουχλιασμένο και ξαπλώνεις
Στα σκαλοπάτια ενός Vafour
στο σταυροδρόμι.
Πάμφηνα πας κοσμήματα για να χαζέψεις
που δεν μπορώ με το συμπάθειο
δώρο να σου κάνω.
Γι αυτό σου λέω δίχως τα στολίδια και
Τ΄αρώματα, διαμάντια και σεντέφια
να περπατάς γυμνή λεπτή
Ομορφιά μου!
απόδοση: Νεοκλής Κυριακού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου