Ανεπαισθήτως όπως Θλίψη
το Καλοκαίρι κύλησε —
Τόσο πια ανεπαισθήτως
Που θα ‘λεγες μας Γέλασε —
Γαλήνη καταστάλαζε
Το Σούρουπο όσο πύκνωνε,
Ή σα να πέρναγε η Φύση
Ένα άσυλο μονάχη Απόγευμα —
Το Νύχτωμα νωρίτερα τραβιόταν —
Έλαμπε ξένο το Πρωί —
Με χάρη αβρή, μα που πονούσε,
Σαν Επισκέπτης, που θ’ αναχωρούσε —
Κι έτσι, χωρίς Φτερούγα και χωρίς
Χάραγμα πλοίου στο κύμα
Ανάλαφρα μέσα στην Ομορφιά
Το Θέρος μας δραπέτευσε.
(1865)
Μετάφραση: Έλλη Συναδινού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου