Το τράβηξε
Απ’ τη σχισμένη τσέπη του,
Το έφερε κάτω από τα μάτια του
Το κοίταξε καλά
Και μονολόγησε: «Δυστυχισμένε!»
Το έφερε κάτω από τα μάτια του
Το κοίταξε καλά
Και μονολόγησε: «Δυστυχισμένε!»
Το φύσηξε
Το μουλιασμένο στόμα του
Σχεδόν φοβήθηκε
Από μια σκέψη τρομερή
Που ήρθε να του πάρει την καρδιά
Το μούσκεψε
Στο παγωμένο δάκρυ του
Που ζέστανε στην τύχη
Πιο τρύπιο το κονάκι του
Κι από παζάρι
Το έτριψε
Μα δεν το ξαναζέστανε,
Μόλις που το ‘ νιωθε
Γιατί, από το κρύο τσιμπημένο,
Ξαναμύταγε.
Το πίεσε
Καθώς πιέζουν μια ιδέα,
Στηρίζοντάς το στον αέρα.
Το μέτρησε κατόπιν
Με τεντωμένο σύρμα.
Το άγγιξε
Το ζαρωμένο χείλη του.
Με τρόμο έξαλλο
Του ξαναφώναξε:
Γεια σου, αγκάλιασέ με!
Το φίλησε
Και το διασταύρωσε
Με το κορμί του.
Ανέβαινε κακήν κακώς,
Με υπόκωφους, βαριούς θορύβους.
Και το ψηλάφησε
Με χέρι αποφασισμένο
Να σκοτώσει.
- Ναι είναι μια χαψιά
Που θα μπορέσει να σε θρέψει.
Το δίπλωσε,
Το έκρυψε,
Το ταχτοποίησε,
Το έκοψε,
Το έπλυνε,
Το πήρε,
Το έξυσε,
Το έφαγε.
Όταν δεν ήταν μεγάλος, του είχαν πει:
Σαν πεινάσεις, φάε το ένα σου χέρι.
Ξαβιέ Φορνερέ ( 1809 -1884 )
Μετάφραση: Γιώργος Κ. Καραβασίλης
«Η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ»- ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ- 1996- 15η Έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου