Πρώτη έκδοση Παρίσι, 1930, Δεύτερη έκδοση, Παρίσι, 1931. Τρίτη έκδοση, εκδ. Αμοργός, 1981- Πρόλογος: Αλέξης Αργυρίου-τυπογραφική επιμέλεια: Μάνος Ταξίδης, Τέταρτη έκδοση, εκδ. Γαβριηλίδης, επιμ. Μαρία Αθανασοπούλου, 2005
`
Είμαστε τα ζωντανά του γλιτωμού
σε ξένες θετικότητες
Κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα
απ΄την υγεία ως την αρρώστια.
Πιο άνθρωποι,
θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή,
τα τωρινά μας.
Απίστευτη η τέχνη μας να κάνουμε
στιγμές κι αιωνιότητες.
Δεν είν’ αυτά που θα’λεγα
ούτε και κείνα που τα φέραν.
`
*
Καμιά φωνή
Δε με χωρούν οι τόποι σας.
Ούτ’ οι χαρές σας ούτ’ ο πόνος μου.
Δεν είναι δυνατό μου να ζω κάθε στιγμή ο ίσιος σας.
Σας θάβω και με θάβετε.
Κι η ασχήμια του πεθαμού σας λυπητερότερη απ’ το
θάνατο.
Κουβέντες μόνο
απ’ τα ψηλώματα του νου.
Τέτοιες, που σβήνουν κάθε “πιο αληθινό”
με στεναγμούς υπομονής,
και μ’ ομορφιές ελπίδας του αδύνατου.
Πάντα το άγνωστο, η μοίρα και το μέλλον.
Με διώχνει από παντού ο ξαφνιασμός μου:
Γιατί, δε φώναξα μονάχος, δυνατά, ποτές μου.
Και σε κανένα μπρος.
Κι ούτε ποτές μου θα φωνάξω,
σαν τρελός,
με φλέβες φουσκωμένες.
Κι άλλος κανείς.
Φωνή της ανθρωπιάς,
κείνης που βγαίνει καυτερή ως το πετσί,
και που παγώνει κάθε ψέμμα ζεστασιάς,
ακόμα δεν ακούστηκε.
Μόνο να πει:
“Σταθείτε και σωπάστε.
Ξεχάστε τις αντίζωες του πίθηκου αξίες.
Πάψτε ζητώντας τα μεγάλα της ζωής
και τα δικά σας
στων αλλονών το μικρανθρώπισμα,
στις κυριότητες του νυσταγμού σας.
Γινήτε λίγοι.
Πολύ λίγοι για να’ στε ζωντανοί.”
Κει που’ στε μαζεμένοι, η ανθρωπιά ντροπή.
Και βάρβαρη η δική μου
όταν μου λείπει η συφορά σας.
Δε με χωρούν οι τόποι σας. Δεν ξέρω πού να ζήσω.
`
*
Παλαϊκές συγκινήσεις
Ψωμιού κομμάτι
κι ένα κορμί
απάνω τους τραβούνε την ντροπή μου,
-αυτή το μόνο πού μείνε-
το πιο αληθινό.
Και μάτια, σε στιγμές που ξεμακραίνουν, τεντωμένα.
Με τελετή νεκρώσιμη
δίνουν ζωή στους τοίχους
και μαρτυριον επίσημα οι σκελετοί του πόνου:
τραπέζι και καρέκλα.
Σαν κρεμασμένες γέρικες ψυχές
θα προστατεύουν οι κουρτίνες
το κλάμα που θα γίνετ΄εδώ μέσα,
για κάποιο θάνατο,
για πάντα.
Ανάλλαχτα θα μείνουν όλα
γιατ’ είν’ ο πόνος τους ατελείωτος.
Ούτ’ ένα τρίξιμο πιο ξυπνητής ζωής δε θα ταράξει
το κλάμα του θανάτου της ψυχής μου.
`
*
[6 μ.μ.]
Θα βγούνε.
Πάντα σίγουρα.
Όλες οι μάχες σταματάνε.
Λευτερωμενες ξεπετιώνται,
κάθε μια, αφόβιστες, κι αρχίζουν να μιλάνε.
Είν’ οι ψυχές του δειλινού.
Και λίγο ανάβουνε στο φούντωμα του γέλιου.
Στου πόνου το καμίνι.
Κοντά τους όλοι οι πεθαμοί.
`
*
Ανοιξιάτικα φύλλα
Όλα καινούρια,
τόσο, που θα’ ρθει κάτι κι άλλο
πιο καινούριο κι απ’ αυτά.
Τα φύλλα, φρεσκοπράσινα, μιλάγανε πιο νοητά
από ανθρώπους διαβασμένους.
Προσπέρασα ένα γέρο.
Κατέβαζε σκουπίδια σε υπόγειο.
Δε φύσηξαν γι’ αυτόνε.
Κατέβαινε βαριά μεσ’ στο σκοτάδι.
`
*
Δύο χάδια
Το χάδι σου κοπέλλα μου ξεσκέπαζε χαρές
μʼ ευγένειες
που ξέχναγαν εμένα.
Το νόμιζα, ως που βρέθηκα, πρωί
σʼ αξύπνητο της πόλης πεζοδρόμιο.
Μονάχος με το χιόνι.
Ζωντάνευα στο ρίγος του χαδιού του.
Είμουνα ʼγώ το δέντρο, η παγωνιά, το χιόνι.
Κάθε χιονάκι μιά ζωή.
Ορμή, και νάζι
σα νά ʼτανε παντοτεινός ο πηγαιμός τους.
Και ξαφνικά χτυπιώνται,
τόσο αδύνατες ζωούλες.
Θα μείνουνε. Τι βλέπω, λιώνουνε.
Και πάντα έρχουνται. Ώς τη γη.
Χιονάκια κι άνθρωποι
Το μυστικό που στέλνει όλα, φωτισμένο.
Τέτοια τα χάδια και τα δυό,
τό ʼνα κοιμίζει την ψυχή,
τʼ άλλο μας την χτυπάει, πιο κλεισμένα,
όταν τους λείπει ο πόνος της αγάπης ή της στέρησης.
Πηγή: https://www.poiein.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου