Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Μάριος Χάκκας - Ένας Χωρισμός


ΈΒΑΛΕΣ τη γάτα στην καπελιέρα, μετά την κυλότα, ενώ έξω ο νέος εραστής σου κόρναρε. Βιαζόσουνα τόσο πού φόρεσες πρώτα τις γόβες και μετά το καλτσόν.

Έφυγες και μ' άφησες μια μουτζούρα στη μύτη (από τα μάτια σου πού ξεβάψανε κλαίγοντας), τις τρίχες τής γάτας σου, καθώς και μια γεύση αποσμητικού στα χείλη.

Απόμεινα ένας γέρο - παλιάτσος ζητώντας βούρτσα και καθρεφτάκι στ᾿   αναστατωμένο δωμάτιο, προσπαθώντας να βγάλω από πάνω μου τα τελευταία απομεινάρια σου.

Είπα να γλιτώσω από σένα, όμως νιώθω τη γάτα σου να μπήγει τα νύχια στις σάρκες μου, κι η μουτζούρα να κουλουριάζεται δίπλα μου στις νύχτες, πολλές φορές να παραμένει εκεί ανεξίτηλο στίγμα, — τσακάρισμα να δηλώνει έναν από τούς χίλιους χωρισμούς σου.

Την τελευταία στιγμή θυμήθηκες τη γλάστρα κι έξω κόρναρε ασταμάτητα ο μαντράχαλος. Χαίνουσα πληγή ή κάμαρα, ξεκοιλιασμένα τα συρτάρια,  όλ᾿   ανακατωμένα και ρημάδια.

Ξέχασες κι ένα στηθόδεσμο μαζί με τρία κυλοτάκια, να μουλιάζουν στο μπιντέ. Πάντα σού έλεγα να πάρεις βρακιά πού να φτάνουν ως τη μέση σου, όχι αυτά, τέσσερα δάχτυλα ύψος. Θα μού κρυώσεις και θα τρέχεις στους γιατρούς.   Αλλά τι με νοιάζει τώρα; Τώρα για μένα μια κουκκίδα, στην απόσταση είναι ένας άνθρωπος που φεύγει, ο πανσές πανσές, κι ή πεταλούδα πεταλούδα.

  Από αυτή την ιστορία βγήκες πιο κερδισμένη. Κράτησες τον Κεραμικό κι εμένα το νεκρό εσύ ή νεκρή στην αγκαλιά σου, μια μικρή πευκόφυτη πλαγιά με κάτω τις ανασκαφές, πιο πέρα μπαλωμένα μάρμαρα απ᾿   τις αναστηλώσεις. Πήρες και το κουλό άγαλμα πού στεκόταν στη βροχή κάνοντας ντους, φέρνοντας τα χέρια σε στήθη και γοφούς (στην πλάτη πάντα δύσκολα) . Τι κατάλαβες;   Έφυγες και μ᾿   άφησες (σώμα) χωρίς χέρια, να μη μπορώ πια να το συντροφέψω, να περπατήσω στη βροχή ή να στεγνώσω αχνίζοντας μαζί του στην λιακάδα απολαμβάνοντας μια κάποια ελευθερία.

Το κυριότερο: Πήρες τη γλάστρα με τις πεταλούδες πού μοιάζαν πανσέδες.

Λέω να φύγω. Μα, να, είμαι σα γερασμένο χελιδόνι, και πού ακμής φτερά πάνω απ᾿   το πέλαγο, και πού κουράγιο; Μάλλον θα μείνω για ξεχειμώνιασμα σε τούτο το δωμάτιο. Όχι πώς με νοιάζει και πολύ ή απουσία σου. Μη νομίσεις πώς είναι αβάσταχτες οι συνθήκες. Κάπως να ξεχάσω, μια μικρή προσαρμογή και θα περάσει ό δύσκολος καιρός.   Άλλωστε, μπορεί ο χειμώνας νάναι ήπιος με σιγανές βροχές και λίγες λάσπες κι όλα στεγνώνουνε στον επισκέπτη ήλιο, ψυχή, φτερά και μάτια.

Γέμισαν τα σταχτοδοχεία αποτσίγαρα, κλεισμένα τα παράθυρα κι ή τσιγαρίλα δε λέει να σκεπάσει τ᾿   άρωμά σου.

Λέω να φέρνω καμιά γυναίκα να μού συγυρίζει. Με τα θα τ᾿  ανακατώνω σα νάσουνα εσύ, άστατη κι ακατάστατη, όχι για να θυμάμαι την παρουσία σου,αλλά έτσι, για νάχει και κάποια δουλειά ή γυναίκα που θα συγυρίζει.

 Έχει και κάποιο όφελος αυτός ο χωρισμός. Βλέπω πια την ανατολή τού ήλιου, κάτι πού τόχα στερηθεί μαζί σου, άσχετα βέβαια αν περιμένω άπ᾿ τα μεσάνυχτα. Όμως στο λέω, κοντά σου είχε χοντρύνει το κεφάλι μου απ᾿ τον ύπνο, κι αν ξαγρυπνάω τώρα είναι πού περιμένω την ανατολή και τίποτε άλλο.

Όλοι οι σελιδοδείχτες στις πορνικές σκηνές τού Χένρυ Μύλλερ. Όλα σου τα βιβλία φτηνά σέξι ρομάντζα, «ή ωραία τής ημέρας», «ή ματωμένη κομπινεζόν». Το προσφιλές σου βιβλίο Κάμα Σούτρα, διαλυμένο, φύλλα και φτερά, ρούφηξες μέχρι τα εξώφυλλα. Όμως ο Θουκυδίδης πού σού χάρισα, άκοπος. Κάθε φορά πού το παρατηρούσα μούλεγες πώς είχε χαθεί ο χαρτοκόπτης. Τώρα ψάχνω και βρίσκω κάτω  απ᾿   το κρεβάτι τρυπωμένους πέντε χαρτοκόπτες.

Δεν ήσουν άνθρωπος εσύ, δεν ήσουν. Και στα μουσεία πού σε πήγαινα, μόνο για σάτυρους νοιαζόσουνα και για φαλλούς. Κι αν στάθηκες για ώρα μπρος στο κουλό άγαλμα, ήταν τα γεννητικά του όργανα πού σε καθήλωσαν, εγκυμονούσα στιγμή πριν απ᾿   τη στύση.

Δε με χωράει το κρεβάτι, ο χώρος σου κι ή δύναμή σου, ομολογώ, εκεί πάνω παραδίνομαι. Αν εξαιρέσουμε και τις καρέκλες πού φοβάμαι ότι μπορεί να κάθεται ή γάτα σου δε μένει παρά να βηματίζω ώσπου να φέξει.

Το πρόσωπό σου ή νύχτα·   η μέρα, τα μαλλιά σου. Αν ξαναμπλέξω με γυναίκα θάναι νύχτα τα μαλλιά της, το πρόσωπό της μέρα. Θα βεβαιωθώ ότι μπορεί να διαβάσει Θουκυδίδη κι ότι κοιτάει τ᾿  αγάλματα στο πρόσωπο. Όταν βγαίνουμε, θ᾿  ακουμπάει στα γόνατα την τσάντα. Δεν είμαι ζηλιάρης και σεμνότυφος, αλλά θέλω ησυχία κι ηρεμία, έστω ας είναι και νεκροταφείου.

Κατά τα άλλα, πίνω το γάλα μου, πηγαίνω στη δουλειά, τ᾿  απογεύματα κάνω κι ένα περίπατο προς τον Κεραμεικό, αναζητώντας καινούργια μονοπάτια. Σκέφτομαι, εδώ δεν πάτησε, αυτή την πέτρα, εκείνο το χορτάρι δεν το είδε, αν και δεν είμαι βέβαιος απόλυτα, ξέρω γω πού έπεφτε το μάτι σου; Όσο για το πόδι σου, αφού πάτησε πάνω στην καρδιά μου,  σ᾿   όλο το χώρο πάτησε και το εκαταπάτησε.

Παρατηρώ τις φλέβες των μαρμάρων κι αγάλλομαι στη σκέψη πώς κάποια μέρα θα γεμίσουνε τα πόδια σου μικρές φλεβίτσες. Τότε έρχεσαι και σβήνεις απ' τη μύτη μου αυτή τη μόνιμη μουτζούρα, απ' το μυαλό μου αυτή τη μόνιμη θολούρα. Περπατάς ανάμεσα στ' αρχαία μνήματα εναποθέτοντας την ψόφια γάτα σου σε κάποια σαρκοφάγο, αυτήν τη γάτα πού έμπηξε τα νύχια της σε χίλιους εραστές, πού σε είδε ξαπλωμένη σε χίλια διαφορετικά κρεβάτια κι έπαιξε με τις χίλιες κυλότες σου πού μπερδεύτηκαν με το σεντόνια και τις εγκατέλειψες.   Επιστρέφεις κρατώντας αγκαλιά τη γλάστρα κι εγώ λέω στον εαυτό μου, μια κουκκίδα στην απόσταση είναι ένας άνθρωπος πού έρχεται κι αυτοί οι πανσέδες μοιάζουνε πολύ με πεταλούδες.

____

Μάριος Χάκκας | Ο μπιντές και άλλες ιστορίες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μήτσος Παπανικολάου - Ύδρα 1910

Μητέρα φορούσες το τριανταφυλλί σου φόρεμα στο δρόμο του βουνού προς τη θάλασσα στο νησί της πατρίδας. Μ’ άσπρα τριαντάφυλλα στα χέρια σου μ...