Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΙΔΑΣ (2021)
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Και που να πάω μου λες
γεννήθηκα μεγάλωσα αλήτεψα
πέθανα κι αναστήθηκα εδώ
Δυο χρόνια μόνο έλειψα μακριά
όταν με πήρανε φαντάρο
Πώς γίνεται ζωή χωρίς τις Εξοχές
την Αρετσού τα Κάστρα το Ντεπώ
χωρίς την Τσιμισκή με τις ωραίες γκόμενες
Και πού να πάω μου λες
κοντά στο σπίτι μου η Τούμπα
άμα κερδίσει ο Ολυμπιακός και λείπω
πώς θ’ ακούσω τη σιωπή της κερκίδας
ΘΗΤΕΙΑ
Κάθε βράδυ
δυο με τέσσερις
νούμερο γερμανικό
ξύλινη σκοπιά
Μια νύχτα
τρόμαξε πολύ
τη γκρέμισε ο αέρας
φοβήθηκε για Τούρκους
μα ήταν μόνο ο αέρας
πήρε και σήκωσε ψηλά
χρόνια ισόβιας θητείας
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ
Φτηνό καπνό καπνίζουν
οι φίλοι μου φτηνά τσιγάρα
δρόμο δεν τους αφήσατε
γωνιά να σταθούν
σφουγγαρίζουν γραφεία
έρχονται από μακριά
ζητιανεύουν οι φίλοι μου
παίζουν λατέρνα ακορντεόν
στήνονται χαμογελαστοί
για μια αναμνηστική φωτογραφία
των διακοπών σας
δεν ήταν ποτέ με τους νικητές
οι φίλοι μου ζητούν συμπόνια
μαζεύουν αυτά που πετάτε
και στολίζουν γωνιά τού σπιτιού τους
Μην τους φοβάστε τους φίλους μου
κακό δεν κάνουν
ένα χαμόγελο θέλουν μόνο
όρθιοι να σταθούν
ΝΥΧΤΑ ΒΑΘΙΑ
Ξυπνώ όνειρο με σηκώνει
ψάχνω τους χώρους του σπιτιού
ακούω τις ανάσες τους το παραμιλητό τους
κάπου εδώ θα’ ναι ανοίγω συρτάρια
βρίσκω παλιές φωτογραφίες
καιρό έχεις να μας χαϊδέψεις παραπονιούνται
τους κρύβω την αλήθεια απάντηση δεν δίνω
συνεχίζω την αναζήτηση
Ψάχνω στις τσέπες από ρούχα πολυφορεμένα
φεύγω για το γραφείο σ’ αγαπώ
γράφει ένα σημείωμα
μην αργήσεις να γυρίσεις θα σε περιμένω
ένα άλλο
δεν σ’ αγαπώ σε λατρεύω
Πέρασε η αγάπη από δω σκέφτομαι
κι η αγάπη δεν χάνεται για όσους την έζησαν
ακούω την ανάσα της το παραμιλητό της
κάπου εδώ θα ’ναι
Έτσι τη νύχτα μου ανεβαίνω
έτσι τη ζωή κρατώ
ΒΑΡΔΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ
θέλω να μιλήσω
για τις γυναίκες αυτές
που πέρασαν όλο το βράδυ ξάγρυπνες
κρατώντας σ’ ένα κρεββάτι νοσηλείας
το χέρι ενός μοναχικού ανθρώπου
και το πρωί πριν τον αφήσουν
έσκυψαν και τον φίλησαν με συμπόνια
γιατί είδαν από κοντά πόσο αγώνα έκανε
τον θάνατο να ξεγελάσει
για μια ακόμα φορά
Για τις γυναίκες
που όταν φτάσουν σπίτι
θα το ξεχάσουν όλο αυτό
και θα πιαστούν με τα καθημερινά
γιατί η ζωή δεν σε ρωτάει
πόσο θάνατο είδαν τα μάτια σου
αλλά αν έχεις τη δύναμη
παρ’ όλα αυτά
να συνεχίσεις
ΕΦΥΓΕΣ ΝΩΡΙΣ
Έφυγες νωρίς
μπορούσες ακόμα
να περάσεις την κλωστή στη βελόνα
να κάνεις τα ψώνια της μέρας
το σπίτι να συγυρίσεις
ταξίδια να ονειρεύεσαι ώρες ατέλειωτες
για τους φίλους να μαγειρεύεις
να λαχταράς καφέ και τσιγάρο
στα μάτια να με κοιτάς
να μου λες πως μόνο
εμένα αγαπάς
Έφυγες νωρίς
όπως τα μικρά παιδιά
σε πήρε ο ύπνος
πριν τελειώσει το παραμύθι
ΑΥΤΟΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ
Τι όμορφα που ζουν
οι αγαπημένοι μες στις φωτογραφίες
κι ας στάθηκε σκληρός ο χρόνος μαζί τους
αυτοί εξακολουθούν
να σηκώνουν ψηλά το ποτήρι
αφήνουν το χαμόγελό τους ακέραιο
φέρνουν μια στροφή στη μέση της πίστας
με το αγαπημένο τους τραγούδι
Περήφανοι μ’ ένα λουλούδι στο στόμα
ξέροντας καλά πώς να κρατούν
έξω απ’ τη φωτογραφία
τα σφάλματα
που τους ακρωτηρίασαν
ΑΜΙΛΗΤΗ
Στέκεσαι και με κοιτάς αμίλητη
κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου
για να σ’ ευχαριστήσω
Μα εσύ εκεί αμετάπειστη
δεν θα γελάσεις ποτέ
σ’ αυτή τη φωτογραφία
ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ
Σε θυμάμαι.
στο μέτωπο της Αλβανίας
στον Γοργοπόταμο στον Γράμμο και το Βίτσι
στις φυλακές Επταπυργίου στη Μακρόνησο
Σε θυμάμαι να σε σημαδεύουν κάννες
εχθρών και φίλων
Κι ύστερα μετανάστη σε τόπους ξένους
κι αφιλόξενους σε θυμάμαι στους δρόμους
σε ράντσο στο νοσοκομείο παρατημένο
στην ουρά με την κάρτα ανεργίας
για μια ψευτοσύνταξη
Σε θυμάμαι
κι ας μη γεννήθηκα ακόμα
ΤΟ ΞΥΡΑΦΙ
Ένας καθρέφτης τα λόγια μου
άλλοτε όμορφα άλλοτε κουρασμένα
παραφυλάει — την ώρα που γράφω
με τις σαπουνάδες στο πρόσωπο
και το ξυράφι στα χέρια — ν’ αρχίσει
τον τρελό χορό του και αίματα
να γεμίσει ποιήματα και χαρτιά
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΚΑΛΥΒΩΝ
Ένας ένας κλείνουν οι δρόμοι
ήσυχα αποσύρομαι δεν παραπονιέμαι
όσο ανασύρω παλιές εικόνες
είμαι ζωντανός
0 ανεμόμυλος
η Θάλασσα των Καλυβών
τα καλοκαίρια στο Μορένο
γρήγορα πέρασαν νωρίς έφυγε κι αυτός
Το τρακτέρ του Γκολόη η σούστα
του μπάρμπα Μήτσου του Μελά
ο ελαιώνας στ’ Αναστασίδικα
ερημωμένος χρόνια τώρα
Ανεβαίνει το λεωφορείο την ανηφόρα
με τη μαμά μέσα για τον Πολύγυρο
κι εγώ μακριά πίσω απ’ το τζάμι
στην αγκαλιά του μπαμπά
να σπαράζω στο κλάμα
Ο πρώτος πόνος αποχωρισμού
και όσοι ακολούθησαν το ίδιο πόνεσαν
δεν έχει πια μπάνια καλοκαιρινά
πύργοι στην άμμο
με κρατούν αιχμάλωτό τους
17η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013
Ένα παιδί που σήμερα
δεν θέλει να πάει σχολείο
ο Σαχζάτ Λουκμάν ξημερώματα
με το ποδήλατο στο δρόμο
για τη λαϊκή της Πέμπτης
Εργάτης καθαριότητας
που πιάνει σκούπα και καλάθι
με το μυαλό στο όνειρο που άφησε μισό
Πατέρας αγρότης
χειμώνα καιρό αχάραγα ανάβει το τζάκι
σε λίγο ξυπνάει η Βασιλεία του για διάβασμα
τα παίρνει τα γράμματα
Εκείνη η υπογραφή
μεταμέλειας που έβαλε η μάνα
μπροστά στον χωροφύλακα
για να διοριστεί δασκάλα
κι ένα γαλάζιο φως ασθενοφόρου
που γράφει ένσημα βαρέα κι ανθυγιεινά
Πώς νομίζεις γράφεται ένα ποίημα
Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ
Η δική μου Παναγιά
λύνει σταυρόλεξα πίνει καφέ
και καπνίζει τσιγάρα
Δακρύζει όταν βλέπει
τα μάτια μου συννεφιασμένα
άβαφη γυρνάει στους δρόμους
μ’ ένα μακό και γυαλιά ηλίου
κρυφά προσεύχεται
λόγια πολλά δε θέλει
Η ΛΑΧΤΑΡΑ ΣΟΥ
Όπου αγάπη
εκεί και θαύματα
Σε θυμάμαι μια φορά
να περπατάς στα νερά
τόση ήταν η λαχτάρα
απ’ τα μάτια σου
μη με χάσεις
Σε θυμάμαι
να περπατάς στα νερά
ΜΙΣΗ ΣΑΡΔΕΛΑ
Βομβάρδιζαν οι Ιταλοί με τ’ αεροπλάνα τους
σαφής η διαταγή πάση θυσία
αποκατάσταση της επικοινωνίας
Υπάκουσες ανέβηκες στο τηλεγραφόξυλο
διόρθωσες τη ζημιά βγήκες ζωντανός
Σαν αναγνώριση ανδρείας η πατρίδα
σε αντάμειψε με μισή —στο μπράτσο σου— σαρδέλα
Από τότε με τα μάτια κλειστά κάνεις τον πεθαμένο
κι άλλοτε πως κοιμάσαι μα δε με ξεγελάς
εμένα που σ’ αγάπησα πολύ
ούτε κοιμάσαι ούτε πέθανες
μόνο δείχνεις στον μονάκριβό σου
πώς να γλυτώνει απ’ τις σφαίρες
ΣΤΗΝ ΟΥΡΑ
Δεν θα τα συναντήσεις στις πορείες
ούτε σε κέντρα διασκέδασης
μένουν μακριά από φιέστες
και χειροκροτήματα
Άδειες οι περισσότερες ώρες της μέρας τους
μετρούν τα ένσημα που λείπουν δεν ξέρουν
από ηλεκτρονικές συναλλαγές
στην ουρά περιμένουν
Δεν θα τα βρεις στα πολυκαταστήματα
ούτε σε διαφημιστικά φυλλάδια
τρομάζουν όταν άθελά τους
κάνουν θόρυβο
φοβούνται τον πόλεμο
δεν ξεχωρίζουν τους ανθρώπους απ’ το χρώμα
περνούν από το καφενείο
μα φίλο δεν βρίσκουν
δυο προσευχές ξέρουν όλο κι όλο
βράδυ πρωί αυτές λένε
τα ποιήματά μου
ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Άνδρες μελαμψοί κι αγόρια
κοντές σκουρόχρωμες γυναίκες
και ξανθά κορίτσια
τους δρόμους της γενέτειρας
χρωματίζουν
φούστες πλουμιστές
μάτια κάρβουνα
Ψάχνουν στα σκουπίδια
Θεέ μου να βρουν
τον χαμένο μας παράδεισο
ΟΙ ΤΡΕΛΟΙ
Δεν έχουν γλώσσα οι τρελοί
μόνο κιτρινισμένα δάχτυλα
απ’ τον καπνό και την πικρίλα
που τους κληροδότησε η μάνα τους
γόνατα τσακισμένα
στον πυρετό της απουσίας
φεύγουν νωρίς κι όσοι αργούν
μένουν με την ελπίδα
πως κάποιο χέρι στοργικό
κερί θα τους ανάψει
Μην τους φοβάστε
έχουν ξεχάσει πώς είναι
η τους χαϊδεύεις τα μαλλιά
δεν έχουν γλώσσα οι τρελοί
πιστέψτε με
τη γλώσσα τους μιλάω
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Χρόνια πάλευα να ξαναβρώ
τη χαμένη ισορροπία
κι όλο το χώμα αγκάλιαζα
έκανα φίλους τα μυρμήγκια
και άλλα ταπεινά θαύματα
ώρες πολλές τα ονειρεύτηκα
βοήθησε πολύ αυτό
τον εαυτό μου
να μη χάσω
Όταν με τον καιρό σηκώθηκα
μια νοσταλγία δεν έπαψε
να μ’ ακολουθεί
και να μου σιγοψιθυρίζει
τραγούδια τρυφερά
για τα χρόνια
που με σημάδεψαν
χωρίς να με σκοτώσουν
ΧΝΑΡΙΑ ΑΙΜΑΤΟΣ
Πού πάτησες πάλι μάνα
κι αφήνεις χνάρια αίματος
έξω απ’ την πόρτα μας
και τι θα πουν ξανά για σένα
αυτοί που θα τα δουν
Τι το ’θελες μάνα
και μπήκες στην καρδιά μου
χωρίς να με ρωτήσεις
.
1981-2021 ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΑΝ ΛΑΪΚΆ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (2021)
ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΟ
Περιφέρω το κορμί μου στους δρόμους.
Αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός κυοφορείται
πλάι – πλάι με τα σπλάχνα μου.
Η ματιά ντυμένη χίλιες – δυο ικεσίες
εκπέμπει ολοένα και πιο έντονα το μήνυμα
«Απασφαλίσατε»
Γύρω μου κόσμος ανυποψίαστος
μ’ ακουμπάει, σπρώχνει, προσπερνά.
Μια φωνή βραχνή κι αδέξια
ζητάει «ακρόαση Θεού»
– σημάδι πως η ώρα κόντεψε
Όπου να ‘ναι τα τηλέτυπα θα κροταλίζουν
για «τ’ άνθος που γεννήθηκε
εντός χειροβομβίδας».
* * *
Μικρές κι αδύναμες οι λέξεις
να ζωντανέψουν μιαν ελπίδα
ένα όνειρο, μια καρδιά.
Μάταιες οι προσπάθειες κι επικίνδυνες
συχνά φέρνουν τον θάνατο
κει που ζωή κοπιάζουμε να στεριώσει.
Κι όταν – στιγμές – βλέπεις πως
μονάχα απ’ τις λέξεις μπορείς βοήθεια
να ελπίζεις.
έντρομος ανακαλύπτεις
πως
σ’ ένα βουβό κορμί
όπου μάτια, χέρια, χαμόγελο
ποτέ τη γλώσσα τους δε μίλησαν
το μόνο ζωντανό
ειν’ οι λέξεις
όσο κι αν κρύβουν μέσα τους
τον θάνατο.
Νοε. 81. 26.
* * *
Σπασμωδικές κινήσεις
τα κομμάτια του μυαλού μου
να μαζέψω
μεσ’ από φωτογραφίες
τραγούδια, μουτζουρωμένα χαρτιά
για πρώτη δόση.
Και άμα με το καλό τα καταφέρω
για τα υπόλοιπα θα ψάξω
σ’ ερειπωμένα δωμάτια
και στοιχειωμένους δρόμους.
Μάης 83. 28
* * *
Παράγγειλα καινούργιο στρώμα.
«Διπλό!» είπα του παπλωματά
με περηφάνεια.
Έτσι τη νύχτα, η μοναξιά
θα ‘χει τη θέση της πλάι μου
χωρίς να με πλακώνει.
* * *
Ένα πρωί θα σηκωθώ
χωρίς τσιγάρο κι αναστεναγμό.
Ήρεμος δίχως βιασύνες
θα φορτωθώ όλα τ’ απαραίτητα υλικά.
Ένα χαμόγελο, μια «καλημέρα»,
κι ύστερα
μια – μια με τη σειρά
όλες του κόσμου
τις κλειδαμπαρωμένες φυλακές
θ’ ανατινάξω.
Φυλάξου! Από σένα θ’ αρχίσω!
* * *
Ύστερα δεν είπα τίποτα.
Άφησα μόνο ο κουρνιαχτός
να κοπάσει
κι έγινα ένα με τη σκόνη.
Ένας αέρας να φυσήξει
και θα σηκωθώ.
Ιουν. 91
* * *
Ένα σημάδι
ν’ αφήσω θέλω
ένα – μικρό κι ασήμαντο
για τους πολλούς – σημάδι.
Σαν τα τραγούδια
που ακούγονται απ’ τα μεγάφωνα
κάθε Κυριακή στα στρατόπεδα
κάθε γιορτή στο Ψυχιατρείο.
* * *
Καλοκαίρι. Θυμάμαι τη μάνα μου.
Παρατημένο κασετόφωνο
καταμεσής του δρόμου. Κόκκινο.
Ο ταξιτζής βλαστημάει,
οι περίεργοι συνωστίζονται
μην τους ξεφύγει το θέαμα.
Ξεβράζει η Εγνατία
όνειρα-φίλους-αγάπες.
Κυνηγημένοι χέρι-χέρι
στην Παύλου Μελά.
Οι αλυσίδες έλειπαν
ήμασταν έξω μ’ αναστολή.
* * *
Μας χωρίζει ο διάδρομος
διάδρομος μακρύς
κι οι καθαρίστριες
κάθε πρωί ρίχνουν νερά
να περάσω δε μ’ αφήνουν
όσο δε λέει να στεγνώσει.
Αυστηρές μαζί μου
ούτε περνάει απ’ το μυαλό
να τις παρακούσω.
Άλλωστε ποιος είμ’ εγώ;
Ένας ακόμα τρόφιμος.
* * *
Δεν είναι ποιήματα αυτά
θα τα πετάξω όλα.
Δεν δείχνουν την αλήθεια μου.
Όσο κι αν προσπαθώ
πεισματικά αρνείται αυτή
σε λέξεις να εγκλωβιστεί.
Προτιμάει ένα χάδι
ένα φιλί, μια αγκαλιά.
* * *
Κάθε μεσημέρι, στο ίδιο φανάρι, απλώνει το χέρι.
Στο ίδιο φανάρι, κάθε μεσημέρι, κλείνω τα μάτια.
Τον βλέπω στον τόπο του, μικρό παιδί, πρόσχαρα να απαντά
σε όσους τον ρωτούν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει.
“Δικαστής!”. Και τα κατάφερε!
Κάθε μεσημέρι, στο ίδιο φανάρι,
δικάζει την τακτοποιημένη μου ζωή
Κι έχει στα μάτια τη συγχώρεση Θεέ μου…
* * *
Ήρθε στον ύπνο μου η μάνα μου
“Διψάς;” με ρώτησε
“Όχι μαμά”
“Κρυώνεις;”
“Όχι μαμά”
“Τότε δε με χρειάζεσαι, φεύγω”
“Σε χρειάζομαι,
γιατί αλλιώς θα πάψω να ‘μαι παιδί, μάνα” της είπα
κι έμεινε.
της Δώρας
Θα ξαναβρεθούμε
την ώρα που τα παιδιά
μαθαίνουν το άλφα.
Μ’ ένα χαμόγελο και άδολη ματιά
ρούχα καθαρά, νύχια κομμένα
κανέναν δεν έχουμε να καταδώσουμε
ποιήματα παλιά μας νανουρίζουν.
Θα ξαναβρεθούμε
σε μια αιώνια άνοιξη
την ώρα της Ανάστασης.
Θα είμαι φαντάρος
και θα ‘σαι απολυτήριο,
θα είμαι λάθος
και θα ‘σαι συγγνώμη,
διψασμένος
κι εσύ νερό,
κυνηγημένος
κι εσύ κρυψώνα.
Θα ξαναβρεθούμε –
σπουργίτι εσύ
ψίχουλο εγώ.
.
ΚΑΡΔΙΤΣΑ – ΧΑΝΙΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (2020)
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Σάββατο πρωί δίπλα στο κύμα
Μπαξέ Τσιφλίκι ένας νόστιμος καφές
το πρώτο τσιγάρο της μέρας
η καλημέρα του γείτονα που αγνοείς τ’ όνομά του
Κρεμασμένες οι αθλητικές εφημερίδες στο περίπτερο
γωνία Αναλήψεως με Βασιλίσσης Όλγας
έχουν για πρωτοσέλιδο την -ύστερα από είκοσι χρόνια-
νίκη του Ολυμπιακού μέσα στην Τούμπα
Εκείνο το ποίημα που έγραψες εξεταζόμενος
σε μάθημα της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης
κι ο καθηγητής αντί να σε μηδενίσει
σου χάρισε πεντάρι να πας παρακάτω
Και τώρα στα εξήντα
ούτε το όνομα του καθηγητή θυμάσαι, ούτε το ποίημα
ΑΠΟΓΕΙΩΘΗΚΕ
Τον ξέρω καλά τον θάνατο
χρόνια τώρα συναντιόμαστε
στο καφενείο της γειτονιάς.
Έρχεται και ψαρεύει συνταξιούχους
κι άνεργους.
Τον ξέρω καλά
Προχτές ένας ντελιβεράς τρέχοντας να προλάβει
απογειώθηκε κι ακόμα ανεβαίνει
με το μηχανάκι του στον ουρανό.
Τον ξέρω καλά τον θάνατο.
Όχι λίγες φορές αντικριστήκαμε
και με γλυκοκοιτούσε, Θεέ μου και με γλυκοκοιτούσε
ΤΟ ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟ TOY ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ
Κορίτσι 34 χρόνων
Γιατρός.
Απ’ τον έκτο είπες
ή απ’ τον έβδομο.
Δεν το θυμάμαι.
Μα κράτησα
οδό και αριθμό
και τακτικά πηγαίνω
να ποτίζω
το πεζοδρόμιο
που την κομμάτιασε.
Μπας και καταφέρω
το αίμα της
ν’ ανθίσει.
.
15 ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2020)
Ακούω τη φωνή σου
χωρίς να μου μιλάς.
Βλέπω τα μάτια σου
σε πρόσωπα άγνωστων
χι όταν σε σκεπάζω με την κουβέρτα
από κάτω βρίσκεται
κάποιος άλλος.
Με κατακλύζει η αγάπη
κι ένα παράπονο —
που δεν μπόρεσαν
να το αναγνωρίσουν οι γιατροί.
* * *
της Δώρας
Θα ξαναβρεθούμε
την ώρα που τα παιδιά
μαθαίνουν το άλφα.
Μ’ ένα χαμόγελο και άδολη ματιά
ρούχα καθαρά, νύχια κομμένα
κανέναν δεν έχουμε να καταδώσουμε
ποιήματα παλιά μας νανουρίζουν.
Θα ξαναβρεθούμε
σε μια αιώνια άνοιξη
την ώρα της Ανάστασης.
Θα είμαι φαντάρος
και θα ‘σαι απολυτήριο,
θα είμαι λάθος
και θα ’σαι συγγνώμη,
διψασμένος
κι εσύ νερό,
κυνηγημένος
κι εσύ κρυψώνα.
Θα ξαναβρεθούμε —
σπουργίτι εσύ
ψίχουλο εγώ.
* * *
Ακόμα και τα πιο όμορφα κορίτσια
κρύβουν μια λύπη στα μάτια τους
κι είναι αυτό που με σταματάει
την πόρτα του σπιτιού τους να περάσω.
Ξέρω πως την κρίσιμη στιγμή
τη θλίψη τους θα προτιμήσω να γευτώ
παρά το στήθος τους.
* * *
Το κορίτσι που μου φέρνει τον καφέ
και το κουλουρά
τώρα το λεν Ελένη.
Στην Αρμενία την πατρίδα της αλλιώς την έλεγαν
όμως εδώ που βρέθηκε, έχει χρόνια ν’ ακούσει
το πρώτο όνομα.
Μόνο στον ύπνο της καμμιά φορά ακούει
τη μάνα της να την φωνάζει
με το βαφτιστικό μα δε γυρίζει το κεφάλι·
τώρα την λένε Ελένη.
* * *
Έχω για άλλοθι
ένα γραφείο.
Εκεί περιχαρακώνομαι.
Δύσκολα μπορεί
να φανταστεί ο επισκέπτης
πως ο μεσήλικας που αντικρίζει
κρύβει στα συρτάρια του
μια παιδική προσευχή.
.
14 ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (2020)
Ο κύριος Χριστιανόπουλος
Είχε την πόρτα της «Διαγώνιου» πάντα ανοιχτή. Διάβαζε
προσεκτικά ό,τι κι αν έφτανε στα χέρια του, απαντούσε
-με την ίδια επιμέλεια- σε όλους. Αυστηρός, καυστικός
πολλές φορές, μα πάντα υπογράμμιζε αυτό το λίγο που
άξιζε να σωθεί. Έδωσε βήμα σε πολλούς.
Ένα απόγευμα του πήρα δώρο μια ζώνη σαν κι αυτή
που φορούσε ο πατέρας μου. Δεν την κράτησε, με μάλωσε
κιόλα που σκέφτηκα να του κάνω δώρο. Στο γραφείο
του συνάντησα τον Τόλη Καζαντζή, τον Σταύρο Κουγιουμτζή,
τον Θωμά Κοροβίνη, τον Σπύρο Λαζαρίδη.
Μια μέρα συναντηθήκαμε στην Αριστοτέλους. «Γράφεις;»
με ρώτησε. Κι όταν άκουσε πως είμαι καιρό χωρίς
ποίημα με παρηγόρησε. «Μη φοβάσαι! Κι εγώ το ’παθα
αυτό. Θα γράψεις! Έχεις πράματα μέσα σου». Μια άλλη
φορά είχε αντίθετη άποψη.
«Ε! Αφού δεν έκανες τίποτα μέχρι τώρα, μην περιμένεις
από δω και μπρος», μα ακόμα κι αυτά τα
αποθαρρυντικά λόγια, καθόλου δε με πείραξαν, είχαν αγάπη
μέσα τους.
Κρατάω πάντα το μπιλιετάκι που μου στείλε όταν
διάβασε τα πρώτα μου ποιήματα. «Αν συνεχίσετε να
γράφετε φροντίστε να μην αδικείτε τον εαυτό σας». Είχε
καταλάβει με την πρώτη ματιά τι σόι κουμάσι είμαι…
Μικρό παιδί, μεγάλη ντροπή
Σινέ «Κάπιτολ», επί της οδού Κρήτης. Δωδεκάχρονος,
παρακολουθώ μόνος μου μια ιταλική κωμωδία. Ξαφνικά,
στο διάλειμμα, πήρε το μάτι μου την παντρεμένη ξαδέρφη
μου, μ’ έναν οικογενειακό φίλο για τον οποίο οι φήμες
έλεγαν ότι είχαν δεσμό.
Ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Χώθηκα βαθειά στο
κάθισμα κι όταν έσβησαν τα φώτα, σαν τον κλέφτη
βγήκα στο δρόμο.
Σου χαλάω εγώ χατίρι;
Μεσημεριάτικα, ήρθες. Σε είδε η Ζωή κι απόρησε «Δώρα
εσύ;» Ανεβήκαμε σ’ ένα πατίνι να πάμε τον δρόμο μας.
Ανηφόρα, «καλά που το πήραμε» είπα.
«Οχτώ και είκοσι θα σταματήσουμε να φάω παγωτό
και να δω την αγαπημένη μου σειρά» μου είπες. Σου χαλάω
εγώ χατήρι;
Δεν τόλμησα να σε ρωτήσω πόσο θα μείνεις, ξέραμε
κι οι δυο πως έχεις πεθάνει. Μεσημεριάτικα ήρθες στον
ύπνο μου.
Αν
Οδός Δελφών, το γήπεδο του Γαλαξία, εδώ έβαλα τα
πρώτα μου καλάθια και λίγο παραπέρα το Γ’ Δημοτικό,
κάθισα στα θρανία του. Η Νέα Εγνατία, που τώρα τη
βλέπεις δρόμο μεγάλο, ήταν γεμάτη αλάνες κι αυτή η
πολυκατοικία στη Θεμιστοκλή Σοφούλη ήταν το γήπεδο
του Ανατόλια.
Ποτέ δεν ήρθαν οι γονείς μου να με καμαρώσουν,
το ’χω παράπονο.
Στο νεοκλασικό της Βασιλίσσης Όλγας έδωσα εισαγωγικές
εξετάσεις για το Γυμνάσιο κι αυτό το μαγαζί που
τώρα πουλάει ρούχα σέρβιρε την πιο νόστιμη μπουγάτσα.
Να και το θερινό σινεμά «Ρουαγιάλ», όταν τελείωνε η
προβολή, δίπλα του τρώγαμε τρία μπιφτέκια ο καθένας
μ’ ένα εικοσάρικο.
Αυτά κι άλλα πολλά θα σου ’δειχνα, αν είχα καταφέρει
να σε μεγαλώσω…
.
ΓΙΑ ΤΟ ΑΛΦΑ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΣΗΣ (2019)
ΟΛΑ ΤΑ ΘΥΜΑΜΑΙ
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Τίποτα δεν προ μηνούσε το κακό που θα μας βρει.
Τράβηξε ο καθένας μας δρόμο χωριστό.
Έμεινε το σπίτι έρημο ,σε χέρια ξένων.
Όλα τα θυμάμαι ,μόνο πες μου
Τα μάτια μας,
πότε συναντήθηκαν
για τελευταία φορά τα μάτια μας;
ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΟΝ ΠΟΙΗΜΑ
Τις νύχτες που η μοναξιά γίνεται στενός κορσές,
παίρνω σβάρνα τα διανυκτερεύοντα νοσοκομεία
Κάθε βράδυ ,προφασίζομαι καινούργιο πόνο,
κάθε βράδυ κερδίζω καινούργια διάγνωση
από νεαρούς όμορφους ειδικευόμενους.
Οι καθηγητές κοιμούνται παρέα με τη δόξα τους,
οι διευθυντές με τα λεφτά τους.
Μόνο κάτι κουρασμένες νοσηλεύτριες ασχολούνται μαζί μου
Μόνο κάτι ξέμπαρκες ψυχές
καταλαβαίνουν πως ψάχνω την αγάπη που μου κλέψανε.
ΜΕ ΛΕΝΕ ΓΙΩΡΓΟ
Με λένε Γιώργο και είμαι έντεκα χρονώ
πάω στην πέμπτη Δημοτικού και παίζω μπάλα στις αλάνες.
Αγαπάω την Αννούλα μα δεν βρίσκω θάρρος να το πω.
Σε δυο χρόνια η μαμά θα αρρωστήσει
κι ο μπαμπάς θα σταματήσει να ψάχνει άλλο για δουλειά.
Έτσι, με τη ντροπή μου για σκιά, θα μεγαλώσω .
Στα δεκαεννιά φαντάρος, πρώτη φορά φοβάμαι
μα κάνω φίλους, και μαθαίνω το τσιγάρο.
Στον δρόμο ύστερα, νύχτα, χωρίς δραχμή στην τσέπη,
ντρέπομαι να τους ξυπνήσω.
Με λένε Γιώργο, είμαι έντεκα χρονώ
δεν ξέρω ακόμα τι με περιμένει
τα όνειρά μου φτάνουν μέχρι το γήπεδο Καραϊσκάκη
και το Λεμπέτι, το έχω μόνο ακουστά.
ΙΟΥΝΗΣ ΜΗΝΑΣ
Το μακρύ γαλάζιο αδιάβροχο
Που σου’ στείλε η θεία απ’ την Αμερική
Έφτασε στα χέρια σου Ιούνη μήνα
Όμως αργούσαν οι βροχές
Κι εσύ μες στη χαρά
Οχτώ χρονώ παιδί
Να περιμένεις άλλο δεν μπορούσες
Το ντύθηκες πρωί πρωί
Και πήγες στο σχολείο
ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ…
Περπατούσε
κι είχε μια κούραση στα μάτια
από τα βάθη του αιώνα
απ’ το βυθό της θάλασσας
περπατούσε μέσα στο φως και το σκοτάδι
με την πλάτη γυρισμένη στο μέλλον
γιατί ήταν σημαδεμένος
από τα χρόνια της απουσίας
ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ
Εκείνα τα πουλιά πάνω στα σύρματα
είναι οι φίλοι μου που χάθηκαν
παιδιά που πέταξαν μακριά
μια νύχτα καλοκαιρινή
από μια ταράτσα
στην αποθήκη ενός φαρμακείου
σ’ ένα βρώμικο πεζοδρόμιο
μόνοι τους
την ώρα που εμείς οι υπόλοιποι
προσεκτικά βουρτσίζαμε τα δόντια μας
σβήναμε το φως του δωματίου
και ήσυχοι ξαπλώναμε
χωρίς το βάρος τους
ΕΣΥ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΗ ΓΗ
Ξέρω πως λαχταράς κι εσύ ένα
κάθε που με βλέπεις ν’ ανάβω τσιγάρο
κι ακόμα ρίχνεις δάκρυα στο ποτήρι
όταν πίνω νερό.
Ξέρω πως όταν έρχονται φίλοι στο σπίτι
θέλεις να τους υποδεχτείς
με το πιο λαμπερό σου χαμόγελο,
πως δε σ’ αρέσει το σπίτι σκοτεινό
και στο μπαλκόνι σου θέλεις
χίλια αναμμένα φωτάκια
κι ακόμα απορείς
τόσο που μεγάλωσαν τα χέρια μας
και περπατάμε αγκαλιασμένοι
εσύ στον ουρανό κι εγώ στη γη.
ΜΟΛΥΒΙΑ
Να τα φοβάστε τα μολύβια
ιδίως αυτά
με τη σπασμένη μύτη.
Θα βρεθεί ένα χέρι παιδικό
ζωή να τους δώσει
και τότε θα τα μαρτυρήσουν όλα
όσα πέρασαν στα χέρια σας.
ΝΩΡΙΣ
Νωρίς μεγάλωσες
Κι είχα ακόμα να σου πω
Τόσο ωραία παραμύθια
ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Φρόντισε πρώτα να κάψει την ταυτότητα
έτρεμε το χέρι όταν ξύριζε μαλλιά και φρύδια
ήρεμος και σιωπηλός, γυμνός βγήκε στο δρόμο
ένα μπλε φως χάιδεψε τα μάτια του
αγαπούσε πολύ αυτό το χρώμα.
Οι πρώτες αντιδράσεις του περίγυρου
ήταν περιέργεια ίσως και κάποια λύπη
σίγουρα όμως κανείς δε χάρηκε.
Πατέρα δεν θυμάται, μητέρα αμυδρά.
Έτσι γεννήθηκε τη μέρα εκείνη
ένας ποιητής /στο δρόμο
κάτω απ’ το μπλε φως
μιας σιωπηλής σειρήνας ασθενοφόρου.
Η ΛΕΥΚΗ
Μικρή παιδούλα
στάθηκε μπροστά τους
μικρά κι αυτά, στα μέτρα της
της κλέψαν την καρδιά.
Καραμέλες, η εφημερίδα του μπαμπά
μολύβια, όλα εκεί τα έβρισκε.
Κι όταν οι άλλοι θαμπώνονταν
με ήλιους λαμπερούς
κι αστραφτερά αμάξια
αυτή ζωγράφιζε τον ταπεινό τους κόσμο.
Μεγάλη πιά
ένα βράδυ που ήταν λυπημένη
με το πακέτο άδειο από τσιγάρα
ζωντάνεψαν οι ζωγραφιές
άνοιξαν όλα τα ρολά τους
να βρει τη μάρκα της
γιατί κι αυτά πολύ την αγάπησαν.
Η Λευκή και τα περίπτερά της.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ 70
Μόλις ο πατέρας τελειώνει το κούρεμα
Έρχεται η σειρά του
Μ ’ένα μαύρο βουρτσάκι
Καθαρίζει το σβέρκο
Και τα ρούχα του πελάτη.
Παίρνει γι’ ανταμοιβή
Μια δυο δεκάρες.
Δεν ξοδεύει καμιά τους.
Όταν μεγαλώσει
Μ ’αυτές τις δεκάρες
Θα γράφει
Δακρυσμένα ποιήματα.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Η φωτογραφία δείχνει τη θάλασσα
κι ένα πεύκο
ανάμεσα τους εσύ με το ένα χέρι
κρύβεις τον ήλιο απ’ τα μάτια σου
και με το άλλο χαιρετάς το φωτογράφο
που δεν είναι άλλος απ’ τον πατέρα μου.
Εκείνα τα χρόνια δεν είχα γεννηθεί ακόμα
μα βλέπω μέσα στα μάτια σου
πως καθρεφτίζομαι κι εγώ
τόσο πολύ με λαχταρούσες
Ο ΝΙΚΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ
Στο καφενείο της γειτονιάς
είμαι ο μικρότερος απ’ τους θαμώνες.
Ώσπου να σωθούν οι ιστορίες των παλιότερων
δεν προλαβαίνω να μιλήσω,
περνάει η ώρα κατεβαίνουν τα ρολά
όμως γυρίζω στο σπίτι χαρούμενος
γεμάτος ταξίδια μακρινά και μάχες νικηφόρες
Κι είμαι έτοιμος να τους μιλήσω αν έρθει η σειρά μου
Για ένα γκολ που αποσόβησε ο Νίκος Χρηστίδης
Σε μια εξ επαφής κεφαλιά ψαράκι του Μίμη Παπαϊωάννου
Στο γήπεδο Χαριλάου όπου πουλούσα μαξιλαράκια
Και προλάβαινα πάντα το δεύτερο ημίχρονο.
ΕΤΣΙ ΝΑ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΘΕΛΩ
Την ώρα που φεγγοβολάει γαλήνη
Κι αφοσίωση το πρόσωπό σου
Καθώς φροντίζεις τα λουλούδια μας
Πίσω απ’ το τζάμι εγώ
Προσπαθώ να κλέψω μια ματιά
Ένα χαμόγελο
Κι όταν το καταφέρνω
Γεμίζω χαρά
Έτσι να σε θυμάμαι θέλω.
ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ
Αυτά που γράφω δε λένε τίποτα στους ψαράδες
τους φτάνει η φωνή της θάλασσας
μα ούτε και στους χωρικούς μιλούν
τους τρέφει ο ιδρώτας τους.
Μένουν αυτοί που ξέρουν γράμματα
μα σ’ αυτούς εμπιστοσύνη δεν έχω
οι περισσότεροι έχασαν την αθωότητα νωρίς
κι αυτά που γράφω είναι ό, τι μου ψιθυρίζει
στον ύπνο μου ένα παιδί που όρθιο το κράτησε
η δασκάλα μπροστά στον πίνακα για τιμωρία
ΕΚΤΕΘΗΚΑ
όπως τα κορίτσια στις βιτρίνες του Άμστερνταμ
όπως ο ζητιάνος στη Βενιζέλου της Θεσσαλονίκης
που έκρυβε τη γύμνια του με μια κουβέρτα
όπως οι φίλοι μου στα πρωτοσέλιδα, με χειροπέδες
εκτέθηκα
γιατί ο μόνος δρόμος που περπάτησα
ήταν αυτός του ονείρου.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΑΣ ΒΡΑΔΥ
Έλα να’ παίξουμε ένα τελευταίο παιχνίδι.
Θα με ρωτάς πόσο σ αγαπώ
κι εγώ θα κάνω πως δεν ξέρω
θα σε ρωτώ πόσο μ αγαπάς κι εσύ
με το δάχτυλο θα δείχνεις τον ουρανό
τότε εγώ θα βάζω τα γέλια
και θα υψώνω και το δικό μου δάχτυλο
θα χλιμιντρίζουμε σαν άσπρα άλογα ερωτευμένα
έλα να παίξουμε μια τελευταία παρτίδα
το τελευταίο μας βράδυ
κι όποιος αγαπάει περισσότερο
να φύγει πρώτος
γιατί αυτός που θα μείνει
θα πονέσει λιγότερο
.
ΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΚΟΝΗ (2017)
Από μια χαραμάδα μπήκε
όλο το φως του κόσμου!
λέξεις
αναμμένα κεριά
στο εικονοστάσι
της μνήμης
ΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΚΟΝΗ
Ύστερα
δεν είπα τίποτα.
Άφησα μόνο
ο κουρνιαχτός να κοπάσει
κι έγινα ένα με τη σκόνη.
Ένας αέρας να φυσήξει
και θα σηκωθώ.
ΕΝΑ ΣΗΜΑΔΙ
Ένα σημάδι
ν’ αφήσω θέλω
ένα -μικρό κι ασήμαντο
για τους πολλούς- σημάδι.
Σαν τα τραγούδια
που ακούγονται απ’ τα μεγάφωνα
κάθε Κυριακή στα στρατόπεδα
κάθε γιορτή στο Ψυχιατρείο.
Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ
Μήνες κυκλοφορούσε
η αρρώστια μέσα του.
Τρελαινόταν.
Γιατρό να εμπιστευτεί δεν εύρισκε.
Κιτρινισμένης εφημερίδας το απόκομμα θυμήθηκε
«Πρακτικός οδηγός για την αντιμετώπιση δήγματος οχιάς».
Έσκισε τα ρούχα, έκαψε την ταυτότητα
βγήκε γυμνός στο δρόμο.
Στις λοιδορίες δοκιμάστηκε
το γέλιο τους πονούσε.
Καιρό μετά τον σταματούν με σεβασμό
για την περίπτωσή τους συμβουλή ζητώντας.
Ο ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ
Μας χωρίζει ο διάδρομος
διάδρομος μακρύς
κι οι καθαρίστριες
κάθε πρωί ρίχνουν νερά
να περάσω δε μ’ αφήνουν
όσο δε λέει να στεγνώσει.
Αυστηρές μαζί μου
ούτε περνάει απ’ το μυαλό
να τις παρακούσω.
Άλλωστε ποιος είμ’ εγώ;
Ένας ακόμα τρόφιμος.
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ
Τα ποιήματα μου μοναχικά
και λυπημένα
μα η ψυχή μου ήσυχη
αφού κατάφερα
και τα ‘βγαλα στο φως.
Με τον καιρό
θα βρουν κι αυτά
τον άνθρωπό τους.
ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Δεν έκανα κάτι σπουδαίο.
Πήγα με τη μαμά στη λαϊκή
με τον μπαμπά επίσκεψη στη γιαγιά
κι ύστερα συνάντησα τους φίλους μου
να παίξουμε μπάλα.
Δεν έκανα κάτι σπουδαίο
κοιμήθηκα παιδί δέκα χρονών
και ξύπνησα μεσήλικας πενήντα πέντε.
Στο μεταξύ πρόλαβα και σου ‘δωσα ένα φιλί.
ΟΠΩΣ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Χρόνια με περίμενες
όπως η Πηνελόπη τον Οδυσσέα
και τώρα που μ’ έχεις
στο διπλανό δωμάτιο
λύνεις σταυρόλεξα
κι ένα γέλιο μυστικό
χαράζει στο πρόσωπό σου.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν έχει μπλε ποδιές τώρα πια
ούτε φαντάρους με δίκοχα
και μπερέδες.
Τίποτα δεν έμεινε
απ’ τα χρόνια τα δικά μας.
Μόνο τις αρβύλες συναντώ
στα ποιήματα του κυρίου
Χριστιανόπουλου.
ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ
Τα μεγάφωνα σκορπούν το τραγούδι
σ’ όλους τους εγκλείστους.
Είναι Κυριακή
έξω από το εκκλησάκι
του Αγίου Αντωνίου
ένα σκουρόχρωμο κορίτσι χορεύει.
Αν προσέξετε καλά την εικόνα
κάπου θα πάρει
το μάτι σας
και μένα
να σβήνω τις μέρες μου.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Περπατούσε μόνος
στον άδειο δρόμο
της πόλης
παραμιλώντας.
Διασταυρώθηκαν τα μάτια μας
«είναι μακριά η θάλασσα;» με ρώτησε
στην άλλη γωνία, του απάντησα
για να τον ενθαρρύνω.
Μου χάρισε ένα χαμόγελο
και συνέχισε το παραμιλητό.
ΣΑΛΟΣ
Τον αγνόησαν οι πάντες
πλην ελάχιστων.
Σαλός τριγυρνούσε
στους δρόμους πετώντας
ποιήματα να βρουν το ταίρι τους
ανάμεσα στ’ αδέσποτα
και τους κυνηγημένους.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ
Χρόνια τώρα
τον συναντούσα στους δρόμους
ευθυτενή και ρωμαλέο
να περπατά μόνος.
Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω
αν ήταν επιλογή ή παιχνίδι της μοίρας.
Είχε αυτάρκεια η μοναξιά του.
ΑΠΟ ΧΕΙΜΩΝΑ ΣΕ ΧΕΙΜΩΝΑ
Δεν είναι καλοκαίρι αυτό
ψέματα γράφει το ημερολόγιο
ποιος μου φόρεσε μακρύ παντελόνι;
Άγουρα κορμιά βασανισμένα
σκεπάζουν τα μάτια μου, βουλιάζω
σε παγωμένες οθόνες
πού είναι τα καρπούζια
πού τα ολόδροσα κορίτσια
πού είναι ο Όμηρος κι ο Γιάννης
να με φιλέψουν σπίτι τους.
Χάθηκε η Αμοργός
ξεθώριασε η Αστυπάλαια
ποιος θα με στείλει κατασκήνωση στην Επανομή;
Όχι! δεν είναι καλοκαίρι αυτό
δεν μυρίζει αγιόκλημα.
Κι η θάλασσα καταπίνει
κατατρεγμένους.
Από χειμώνα σε χειμώνα
τώρα πια τα χρόνια μας.
ΟΠΩΣ Η ΣΤΡΟΥΘΟΚΑΜΗΛΟΣ
Κρύβω την καρδιά μου στα ποιήματα
όπως η στρουθοκάμηλος
το κεφάλι της στην άμμο
έτσι καταφέρνω προσωρινά
και αψηφώ τον φόβο
του θανάτου.
Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ
Ώρες πολλές κράτησε η ανάκριση
λέξη δεν τον κατάφεραν να μαρτυρήσει
άνοιξαν το ραδιόφωνο για να μην ακούγεται
το ξυλοφόρτωμα που του ετοίμαζαν
μα δε χρειάστηκε
στο πρώτο τραγούδι έσπασε.
ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ
Δεν είναι
σκοποβολή το ποίημα
δεν είναι κολύμβηση
ούτε άσκηση με κρίκους
μην περιμένεις να σε χειροκροτήσουν
επειδή έμαθες-αν έμαθες- να αναπνέεις
μέσα στις λέξεις.
ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ
Ξημερώνει Δευτέρα
σάλπισε ο πετεινός
ανοιχτό το καφενείο του Πάρβα
στην Αμοργό
ψήνει τους πρώτους καφέδες
ανάμεσα στη σιωπή
και το πρωινό τσιγάρο.
Άπαντες οι καθημερινοί ,παρόντες
κοροϊδεύουν το χρόνο
γλυκός ο ουρανός
σαν δίκαιη απόφαση
για όσους τον πιστεύουν.
ΩΔΗ ΣΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΚΑΣΕΤΕΣ
Σε μικρά γιαπωνέζικα κουτάκια
των εξήντα λεπτών
προσεκτικά εναποθέτω
μουσικές εξαίσιες
κι ονειρεύομαι βραδιές
μ’ αργεντίνικα tangos
κι ανδαλουσιανές κιθάρες
έγχορδα ανατολίτικα
κι αφρικάνικα κρουστά.
Σε μικρά γιαπωνέζικα κουτάκια
κλείνω την ψυχή μου
ξέροντας καλά
πως οι βραδιές δε θα ‘ρθούν
έχοντας γνώση
πως η γιορτή ματαιώθηκε.
ΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ
Πέταξα ψηλά Θεέ μου!
Πολύ ψηλά.
Τώρα θέλω τη βοήθειά Σου
τα συντρίμμια μου να μαζέψω.
.
FLASH BACK (2010)
ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ
Ένα πρωί θα σηκωθώ
χωρίς τσιγάρο κι αναστεναγμό
ήρεμα, δίχως βιασύνες
θα φορτωθώ
όλα τα απαραίτητα υλικά
ένα χαμόγελο, μια καλημέρα
κι υστέρα
μια μια με τη σειρά
όλες του κόσμου
τίς κλειδαμπαρωμένες φυλακές
θ’ ανατινάξω.
Φυλάξου!
από σένα θ’ αρχίσω.
ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
Σπασμωδικές κινήσεις
τα κομμάτια του μυαλού μου
να μαζέψω
μέσα από φωτογραφίες
τραγούδια, μουντζουρωμένα χαρτιά
για πρώτη δόση.
Κι άμα με το καλό τα καταφέρω
για τα υπόλοιπα θα ψάξω
σ’ ερειπωμένα δωμάτια
και στοιχειωμένους δρόμους.
ΞΟΡΚΙ
Ξορκίζω τη μοναξιά μου
γιομίζοντας αράδες γράμματα,
όπως ο προληπτικός
τις τσέπες του με σκόρδα
μπας και την γλυτώσω τουλάχιστον,
από το μάτι…
ΤΟ ΦΙΛΙ
Έγειρε να τη φιλήσει
στη μέση του δρόμου
μα απ’ την πολλή λαχτάρα τους
ένα φιλί τους ξέφυγε.
Το μάζεψα προσεκτικά,
κι όταν έφτασα σπίτι
κάτω απ’ το μαξιλάρι μου το έκρυψα –
για το όνειρό της αγάπης.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Σαν τον κλέφτη
στο πατρικό μου
πάλι επιστρέφω
.
ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΗΣ 6 (1991)
ΑΠΟΡΙΑ ΖΩΗΣ
Μια ζωή
δεν μπορέσαμε να βρούμε
τη δασκάλα να ρωτήσουμε.
Τι ’ναι αγάπη κυρα-δασκάλα;
Αυτό σε ρωτούσαμε στα εφτά μας
αυτό και στα δεκαεφτά μας
αυτό στα εικοσιεφτά μας.
Θα μας πεις;
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
Έπλυνες το κορμί σου
με καυτό νερό.
Με προσοχή ξυρίστηκες
ντύθηκες ρούχα καθαρά
να πας κι εσύ «σαν άνθρωπος»
στο καφενείο.
Γι’ άλλη μια φορά
ούτε λαχειοπώλης δεν πλησίασε.
Μύριζε από μακριά η αφραγκιά σου.
ΑΠΟΡΙΑ ΖΩΗΣ
Μια ζωή
δεν μπορέσαμε να βρούμε
τη δασκάλα να ρωτήσουμε.
Τι ’ναι αγάπη κυρα-δασκάλα;
Αυτό σε ρωτούσαμε στα εφτά μας
αυτό και στα δεκαεφτά μας
αυτό στα εικοσιεφτά μας.
Θα μας πεις;
ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ
Κάθομαι εδώ και περιμένω
η μηχανή να καίει στο ρελαντί
Το πρόσωπό μου απ’ τον ήλιο χαραγμένο.
Σ’ ακολουθώ και προσπερνάω
πάντα θα βγαίνω πρώτος στη στροφή.
Τι κι αν πονώ; Θα σ’ αγαπάω.
***
Στιγματισμένος μια ζωή
απ’ τα δικά σου χάδια
μονάχος τώρα / τριγυρνώ
στης πίκρας τα σκοτάδια.
Ρώτησα για το στίγμα σου
να ’ρθω να σε γλιτώσω
Γέλασα με το σίγμα σου
φεύγω / θα σε πληγώσω.
Κατατρεγμένος μια ζωή
απ’ τις κρυφές ματιές σου
Άδικα τώρα προσπαθείς
να σβήσεις τις φωτιές σου.
***
Τα μάτια μου έχουν στερέψει
τα στόμα μου έμεινε κλειστό
τα χέρια μου σ’ είχαν πιστέψει
έμεινα μόνος και σ’ αγαπώ.
Το γέλιο σου πώς να ξεχάσω
το σώμα σου πώς ν’ αρνηθώ
τα λόγια σου θα τα ξεγράψω
έμεινα μόνος και σ’ αγαπώ.
***
Σε κάθε γωνιά
τα ίδια φαντάσματα
να εκλιπαρούν
τώρα
που σέρνομαι
στους δρόμους
της γενέτειρας.
***
Βάζο η αγάπη μου
ένα παλιό κρυστάλλινο βάζο
σαν αυτά που συναντάμε
το βράδυ στα μπαράκια.
Κι όσες φορές –από απροσεξία– έσπασε
τόσες κι εγώ το κόλλησα για σένα
***
Κι ύστερα δεν είπα τίποτα.
Άφησα μόνο ο κουρνιαχτός
να κοπάσει
κι έγινα ένα με τη σκόνη. Ένας
αέρας να φυσήξει
και θα σηκωθώ.
ΠΗΓΗ: www.translatum.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου