ΜΑΤΙΑ ΟΞΙΑΣ ΠΟΥ ΣΤΑ ΚΡΥΦΑ ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΑΝΑΨΑΝΕ ΕΓΩ ΜΟΝΑΧΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΦΙΛΗΣΩ
Χείλη δροσιάς που παραμίλησαν, τραγούδησαν και πάψανε
τον λόγο, στην ακέραια λέξη να τα κλείσω.
Πλάτη, σαν τόξο που θανάσιμο τανύζεται,
φαρμακωμένο βέλος που επάνω του έσυρα τη γλώσσα·
μπράτσα γυμνά, που σαν καμάρες το άκτιστο γεφύρι κτίζετε,
για του παραμυθιού τα λίγα και τα τόσα.
Χάνι, που κουρασμένος στρατοκόπος ύψωσα,
να πιω στα στήθη σου, χάλκινες κούπες, καμπανίτη·
κι ω η κοιλιά ! που γλύπτης ταπεινός το πρόπλασμά της γύψωσα,
για να το στήσω άγαλμα χρυσελεφάντινο, στο αδειανό μου σπίτι.
Πλέγμα εφηβαίο, μέταξα, φτερό, βελούδο που πολιόρκησα
όλη τη νύχτα των νυχτών, κι ήταν χαμένη η μάχη·
λάδι του σώματος, που φώτιζες λαμπρό και σ’ όρκισα
παντοτινά για μας να καις — και μείναμε μονάχοι.
Μηρών καστέλια, που γι’ αυτά χίλιους ρηγάδες πάλεψα και νίκησα,
να τα χορτάσω, μια στιγμή να ’ναι καταδικά μου·
σάρκα της γάμπας, που για χάρη σου τη σάρκα μου αδίκησα,
σφυρά, που ’στε τα νικηφόρα στέφανα του γάμου.
Και των ποδιών σου οι φάλαγγες, οι ανθρωποβόρες σάρισες,
που βαπτιστήκαν στο πηχτό, ληγμένο μου αίμα·
κι ό,τι αέναο πουλί μού έταξες και πρόσκαιρο μου χάρισες —
να τελειωθεί μέσα στου λιγοστού χαδιού το ψέμα
ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
Σκούζουν κοράκοι, τα κωφάλαλα κρωξίματα
που απ’ ίσκιο τρόμου απλώνονται σ’ όλα τα μέρη.
μη σέρνεις, λύματα, τ’ αμαρτωλά σου βήματα,
στην επικράτεια που δε φέρει μεσημέρι.
αρνήσου τα δαιμονικά κρυφογνεψίματα,
τα μολυσμένα αρτύματα που σου προσφέρει.
θυμήσου ποιος περιπατεί πάνω στα κύματα,
κι είναι η καρδιά του αιματωμένο περιστέρι,
χέρι, που διώκει δόλους και φτενά κλεψίματα,
ποιος σφάζει τη θεότητά του κι υποφέρει.
οικεί σε ποιήματα κι υψόμετρα και κλίματα
που κελαηδεί κορυδαλλός και πνέει τ’ αγέρι,
και σβήνει του διαβόλου τα κακά ταξίματα
με το ν’ ανάφτει τον σταυρό του λιανοκέρι.
κι οίνο κερνάει την ανθρωπότητα απ’ τα κλήματα
που κάρπισαν στο σώμα του, όλο καλοκαίρι.
04:49΄ Η ΔΗΩ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ
Αυτό το ποίημα είναι η Δηώ, με προεξάρχουσα την υπόσταση της Δηούς.
Σ’ αυτό το ποίημα η Δηώ μια βάναυση είναι λυκοθυγατέρα που φωνάζει.
Κόρη μου, σ’ ευγνωμονώ που μου έδωσες τόση από έλλαμψη πολλή·
στο άλλο ποίημα η Δηώ θρυμμάτιζε το φως καθώς λυκάκι.
Λυκάκι λοιπόν. Έτσι είπα σε κάποιο άλλο ποίημα
(ποτέ δεν το ’γραψα· προς τι; Επί ματαίω).
Κάτι τις αν τα ’παιρνα στα σοβαρά· θα θύμιζε ίδρυση της Ρώμης.
Πού να βρεις λεφτά για ν’ αναθρέψεις δίδυμα;
Ρώμος, Ρωμύλος· το λυκάκι ουρλιάζει·
δεν έχω αίμα και ψυχή, δεν έχω πρόσωπο·
δεν μπορεί να εκδώσει τίποτε από εμένα παρά,
ένα στοιχείο από αλατισμένο δάκρυ.
Η λύκαινα η κυρά μου τρέχει αναζητώντας τον χαμό·
χαμού χαμός, χαμότατος, δικός μου ή δικός της, για μας αδιάφορο.
[από τη συλλογή του Ηλία Λάγιου Το εικοσιτετράωρο της Δηούς, 1998]
LACRYMOSA
(από τη συλλογή του Ηλία Λάγιου ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ, Ίκαρος 1993)
Το ποίημα όλο τυφλές σημειώσεις συλλαβίζει
κι είναι στα μέλη σου περίπλοκο το χάδι.
Οι νότες μόνο του κορμιού σου στο σκοτάδι,
κι η θαμπή νύχτα, θολό τζάμι που ραγίζει.
Σκιρτά στιγμή λευκή, στιγμή σαν σπυρί ρύζι·
και λαμπυρίζει ο ήσυχος πόθος σου σαν λάδι.
Θαρρώ στο βάθος,απροσδόκητο ρημάδι
το ποίημά μου, ένας μαύρος ίσκιος να καπνίζη.
Μα όπως θαρρώ τον ενεστώτα της μορφής σου
ανθός το κύμα ν’ αναδεύεται μαζί σου,
σεμνή ως ακούω την χελιδόνα της ματιάς σου,
αισθάνομαι να παύουν οι άρρητοί μου πόνοι,
σ’ ακούω, χαρά κι υπομονή να μη τελειώνη:
το ποίημα υπάρχει· προσευχή στη μοναξιά σου!..
ΙΔΟΥ, ΛΟΙΠΟΝ ΕΓΩ, ΦΤΑΣΜΕΝΟΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΣΩΘΗΚΑΝ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΜΟΥ…
Μην έχοντας τίποτε για δικό μου,
μην κατέχοντας καν υλικά αγαθά.
Ν’ αναλογίζομαι το τίμημα της άλλοτε χαράς.
Ζυγίζοντας και κρίνοντας τις πράξεις και τα έργα μου.
Ζυγίζοντας και κρίνοντας.
Ω σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι
στριγγή πνευματική καταχνιά, άναστρε θόλε,
ευλογημένη δύναμη που ήσουν κι όχι πια,
φτωχή κι αλλοιωμένη υπόμνηση της δύναμης,
φωνή που υπομένει, κουλή, ταγγισμένη φωνή,
χρυσοκέντητο ξεσκισμένο υφάδι,
γρατσουνισμένη πυρά, λιγδιασμένη πηγή,
σταματημένο χάδι, μαρτυρικό κι ανήμπορο, νέκυιο σημάδι,
ανύποπτη έκταση των χεριών στην οικουμένη.
Η ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΔΩΜΑΤΑ
Φτάνω στην κόλαση αναλφάβητος. Μαθαίνω
τα βογγητά και τον ωμό τρόμο του ξένου.
Ακούω τριγύρα αυτό μονάχα· να πεθαίνου-
νε μ’ ένα «μάνα» στην ψυχή. Διαβαίνει τραίνο
με μηχανοδηγό τυφλό που ’χει βοηθό του
πανέμορφη, φρικτή την τύψη των ανθρώπων,
στη μνήμη των καρφί καιρών, των ένδον τόπων.
Του παντοαδύναμου γαμώ το κέρατό του.
Αίφνης, εδώ θα ψάλλουν δέντρα· ελάτια, πεύκα·
κι εν τέλει εδώ θ’ ανθίσει ρόδο η δικαιοσύνη·
θα ’ρθει ο Θεός, κανέναν πλέον να μην κρίνει·
και θα υψωθεί στο φως, μια φουντωμένη λεύκα.
Ουράνια λεύκα που εν τω βίω ποτέ δεν είδα,
να με φέρει σ’ εσέ τερπνή, αληθής πατρίδα.
ΟΝΕΙΡΑΙΤΗΣΙΑ
(από τη συλλογή του Ηλία Λάγιου ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ, Ίκαρος 1993)
Ποια περιπατεί γυμνή και ξυπόλυτη
μ’ όλο τ’ ανάστημα της καρυδιάς;
Εξαφνικά γεμίζει το δωμάτιο
με τον πελώριο πλάνητα του ονόματός της.
Ποιαν υποπτεύεσαι πίσω απ’ όλα τα πρόσωπα
στα μόλις και, νυσταγμένα σοκάκια;
Να ’την η ιδιωτική προφητεία, να ’τος χρηστός ρυθμός
και τα ταξίδια, σκονισμένα μάτια της.
Σιωπή!.. κι ακούστε την που εξαγγέλλει πίκρες στα διάστιχα
στο δέλτα το δειλό του ποταμού των επιθέτων.
Έτσι να υφαίνεται, φυτό που ηλιοβολά,
κι αχ!.. η αλογάριαστη περιουσία της μορφής της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου