Όλα τα λάφια βόσκουνε κι όλα δροσολογιούνται,
μόν’ μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ’ άλλα
μόνο στ’ απόσκια περπατεί, τ’ απόζερβα* αγναντεύει,
κι όπου έβρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει.
Κι ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει:
Γιατί λαφίνα μ’ ταπεινή δεν πας κοντά με τ’ άλλα
μόνο στ’ απόσκια περπατείς τα απόζερβα αγναντεύεις
κι όπου έβρεις γάργαρο νερό θολώνεις το και πίνεις;
Ήλιε μου, σα με ρώτησες θα σου το μολογήσω:
Δώδεκα χρόνους έκαμα μόνη χωρίς ελάφι,
δώδεκα χρόνους, ήλιε μου, στείρα χωρίς ελάφι
κι από τους δώδεκα κι ομπρός απέκτησα λαφάκι.
Και σαν εβγήκε ο βασιλιάς να λαφοκυνηγήσει
το είδε που βόσκαε μοναχό, ρίχνει και το σκοτώνει.
Γι’ αυτό στ’ απόσκια περπατώ, τ’ απόζερβα αγναντεύω,
κι όπου βρω γάργαρο νερό θολώνω το και πίνω.
Και ο ήλιος τότε εδάκρυσε και τα βουνά ριγήσαν
και το φεγγάρι έσβησε ν’ ακούσει το ελάφι
κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές μαζί του αναστενάξαν,
να κάνει η μάνα το παιδί, να το σκοτών’ ο άλλος.
Κλάψε με, μάνα, κλάψε με, με ήλιο με φεγγάρι.
Δημοτικό
*απόζερβα: μέρη με δυτικό προσανατολισμό που τα βλέπει λίγο ο ήλιος, σκιερά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου