Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025

John Berryman - Ποιήματα

 145.

Μα κι εγώ τον αγαπάω: κακό εμένα δε μού 'κανε
πηγαιμένος σαράντα χρόνια τώρα - χαλάλι πια -
αγγίζω τώρα την απελπισία του,
ένιωθε χάλια σαν τον Ουίτμαν πάνω στον πύργο του
μα δεν ξανοίχτηκε μ' εμένα ή τον αδελφό μου
σαν που φοβέριζε -
δεινός κολυμβητής, να πάρει έναν από μας μαζί
για συντροφιά προς την υπέρτατη ήττα,
κόβοντας το αίμα της φουκαριάρας της μάνας μου:
απλώς και μόνο, σηκώθηκε πρωί πρωί,
με το πιστόλι του, βγήκε και πλάι στο παράθυρό μου
έκαμε το αναγκαίο.
Δεν καταφέρνω να διαβάσω τούτο το δύστυχο μυαλό, τόσο γερό
και τόσο αποκαμωμένο. Προσπάθησα, προσπάθησα και προσπαθώ
να συγχωρέσω
το φρενιασμένο διάβα του οποίου, σαν δεν μπορούσε
να ζήσει καν μια στιγμή παραπάνω, μες στην καλοκαιριάτικη αυγή
παράτησε τον Ερρίκο να συνεχίζει τη ζωή.
*
153.
Τά 'χω με τον Θεό που ξέκανε τούτη τη γενιά.
Πρώτον άρπαξε τον Τεντ, έπειτα τον Ρίτσαρντ, τον Ράνταλ, και
τώρα τον Ντελμώρ.
Στο αναμεταξύ κατάπιε τη Σύλβια Πλαθ.
Ήταν μπουκιά και συχώριο. Άφησε ζωντανούς κάτι βλάκες
που θα μπορούσα ν' αριθμήσω σαν το μαχαίρι της κουζίνας
αλλά τον Λόουελ δεν τον επείραξε.
Κάπου συνεχίζεται η δουλειά, πλην όχι -
κίτρινος ο ήλιος κουρνιάζει πάνω στο μπλουζάκι του μωρού -
μες στη συγκλονισμένη σκέψη του Ερρίκου.
Νομίζω πως μια λέξη πάει εδώ, πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι.
Πιο μετά.
Κρατιέμαι, και δεν θα προσμετρηθώ μαζί τους.
Κάποιος φίλος του Ερρίκου σύγκρινε την καριέρα του Θεού
με του Μόζαρτ, κάνοντας τον Ερρίκο να μη βρίσκει
παρά λόγους επαίνου για τόσο εύστοχη λέξη.
Υποφέρουμε και πάμε, μέρα τη μέρα και κάθε μέρα.
Και ποτέ μην ξανάρθουν, σαν άντρας χαστουκισμένος,
νέα σαν κι ετούτα 'δω.
*
171.
Σύρε κακότυχο βιβλίο, και ψιθύρισέ της ή
βροντολάλησε μόνο για το δικό της αυτί
πως είναι μια ωραιότης.
Μνημόνευσε βασιλέματα, μην παραλείψεις τα μάτια της,
το στόμα και τις λοιπές απόψεις, παίνεψε τα μέτρα της,
πες πως η μορφή της είναι μία πληρότης.
Πες πως η μορφούλα της είναι ουράνια κάργα,
τόσο που έκπληκτος ο Ερρίκος παραμιλά σαν τρελλός
και δεν αγροικά.
Πες πως είναι απαλή η μιλιά της, σεμνό το βήμα της,
κόσμια στις συνάξεις, και στα πάντα
διατράνωσε τη δική της υπεροχή.
Μη λησμονήσεις, σαν όλα γίνουν κατά πώς πρέπει
και τα λαμπρά της χαρίσματα ξεδιπλωθούν ένα προς ένα
πως συμπαθεί τον Ερρίκο να προσθέσεις,
γι' άγνωστους λόγους, και πως η μοίρα τους έχει δεμένους
σφικτά με δεσμούς που δεν σπάνε
και είναι χάρμα να τους βλέπεις.
*
172.
Το τραπέζι μου κλωσάει τη μορφή σου, Αυτοκτονία.
Το κράτος σου ξέσπασε σαν χείμμαρος ενώ σίγαζε
η οργή και η αγωνία.
Στην αρχή σε βάφτισαν Σύλβια Πλαθ
κι ύστερα έγινες Κα Χιουζ και γέννησες
κι άρχισες να ζουρλαίνεσαι
ώσπου ο φούρνος πίστεψες ήταν η θέση που σου άρμοζε.
Συλλογίζομαι τη μορφή σου, τη γεωγραφία του πόνου,
κουκουλωμένος, όσο να συμφωνήσω και πάλι
πως έκανες καλά να χωριστείς από μας τώρα
αν και τα τσιριχτά των ορφανών με καθηλώνουν εκ νέου.
Το βάσανό σου εδώ ήτανε σύντομο,
η έξοδός σου αντηχεί βαριά κι ασταμάτητα,
φτωχό παράδειγμα, μια επιπλέον αυτοκτονία,
στον ίδιο σωρό με των άλλων
ώσπου το συντρίμμι Ερρίκος με τις αδελφές και τ' αδέλφια του
που ξάφνου χάθηκαν στέκει κι αναρωτιέται τώρα
γιατί να παλεύει μονάχος με το κακούργο ρεύμα.
JOHN BERRYMAN
ΟΝΕΙΡΙΚΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΕΚΛΟΓΗ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ
Δίγλωσση έκδοση
ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ 2021

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη

Γλυκερία Μπασδέκη - Ένα ζων αρτιμελές άρρεν


χαιρέτησα 

Πλαστήρα και Παπάγο


μπροστά μπροστά

ο Άη Σπυρίδωνας

η φιλαρμονική

η μάνα μου η συγχωρεμένη


κόβανε, ράβανε, μια άσπρη ετοίμαζε

ορούς,

υπήρχε αναστάτωση σαφέστατα


(δεν πήγαινε άλλο-

έπρεπε να βγεις)


γράφω μετά το ποίημα, σκέφτηκα


σύρε καλέ την άλυσον, Ενδυμίων, 2011.


Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, «Σκιές III»

Σ' αυτόν τον δρόμο ζουν ακόμα ξεχασμένες 
οι παιδικές σκιές μας και τις βλέπω σαν νυχτώνει 
με τόση θέρμη αλήθεια- τόσο πάθος 
τόσην αθώα έγνοια στο παιχνίδι.

Κι ούτε που πρόσεξαν ποτέ πως φύγαμε όλοι 
πως μεγαλώσαμε, πως πέρασαν τα χρόνια. 
Μήτε το ξέρουν πως για πάντα μόνες μείναν
 πως οι μανάδες δε θα βγουν να τις γυρέψουν 
φωνάζοντας στις πόρτες τους, «Μαρία» 
«Δημήτρη», «Γιώργο», «Νάντια», «Βαγγελάκη».

Αχ, δεν προσέξανε ποτέ πως όλοι φύγαμε 
πως οι μανάδες τους δε μένουν πια στο σπίτι 
πως άλλο σπίτι δεν τους έμεινε απ' τον δρόμο 
να παίζουν, να γελούν, να ξεφωνίζουν 
έξω απ' τον χρόνο τόσο έρημες κι αθώες.

(Από τη συλλογή «Μνήμες της ρίζας», εκδ. Κουκκίδα, 2020)

Γ. Λ. Οικονόμου - Παράπονο

Έβαλα τέσσερις πέτρες για εστίες
χάρισα και την μπάλα μου

μόνο να παίξω ήθελα
αυτοί μ’ άφησαν έξω

μόνο να παίξω ήθελα
χάσω κερδίσω ένα και το αυτό
 
μόνο να παίξω ήθελα.

(Από τη συλλογή «Ένα με τη σκόνη», εκδ. Τύρφη, 2017)


Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/special-categories/badges/oi-poiites-mas-otan-epaizan-paidia/4/ ]

Σωτήρης Σαράκης -Ερασιτέχνες


Παιδιά που παίζαμε στους δρόμους, παίζαμε
στ' άδεια οικόπεδα, στις γειτονιές
και πού δεν παίζαμε, ύστερα
ήρθε ο δάσκαλος, είπε αμελείτε
τα μαθήματά σας, ύστερα
ήρθε ο θεολόγος, παίζετε
εν ου πακτοίς μας αποπήρε, ήρθε
ο τροχονόμος βλοσυρός, υπέρβαση όλων
των ορίων μας κατελόγισε, αυτόκλητος


ήρθε ο προπονητής, συλλήβδην
μας απέρριψε, δεν κάνετε απεφάνθη για καμιά
ομάδα, ερασιτέχνες·

ωραία ήτανε που παίζαμε παιδιά
στις γειτονιές, στους δρόμους, στ' άδεια οικόπεδα.


(Από τη συλλογή «Οδός Κολοκοτρώνη», εκδ. Κουκκίδα, 2024)

Τόλης Νικηφόρου -το τίποτα που ήταν τα πάντα»



από τις γαλήνιες παρυφές της πόλης
 και το άνετο διαμέρισμα χρόνια τώρα 
νοσταλγώ το γυμνό πολύβουο κέντρο 
όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα

σαν μακρινό όνειρο μου φαίνονται
 το σπίτι μας και η γειτονιά 
οι φίλοι και τ' άγρια παιχνίδια 
στην απέραντη κακοτράχαλη πλατεία

έζησα μια ζωή πλούσια σε γνώση 
και σε κάθε είδους περιπέτειες 
από την αφθονία όμως σήμερα 
η ψυχή μου πάντα φτερουγίζει 
στην εποχή της στέρησης 
στους λασπωμένους δρόμους 
και τα ματωμένα μου καλάμια 
απ' τις κλωτσιές στο δίτερμα

το τίποτα του τότε ήταν τα πάντα

(Από τη συλλογή «Ένα καθαρό μαντήλι», εκδ. Μανδραγόρας, 2024)

Χρίστος Λάσκαρης - Οδός Κωνσταντινουπόλεως


Σ' αυτό το δρόμο με τις πολυκατοικίες,
παλιά επαίζαμε.
Βγαίναν οι γείτονες και μας φώναζαν.
Ο αστυφύλακας
(ο ίδιος πάντα)
περνούσε και μας έπαιρνε το τόπι
που 'χαμε κάμει με πανιά.

Τώρα δεν παίζουνε παιδιά.
Τώρα ουρλιάζουν τροχοφόρα.

(Από τη συλλογή «Τέλος του προγράμματος», εκδ. Μπιλιέτο, 1997. Περιλαμβάνεται και συγκεντρωτική έκδοση «Χρίστος Λάσκαρης, Ποιήματα», εκδ. Γαβριηλίδης, 2004 / εκδ. Τύρφη, 2022.)

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/special-categories/badges/oi-poiites-mas-otan-epaizan-paidia/?fbclid=IwY2xjawOoKptleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFtWFd4QVhpVENmNUJpT1Y2c3J0YwZhcHBfaWQQMjIyMDM5MTc4ODIwMDg5MgABHpmg0-OEqrsZZWngGfsBiZ_xxISoi2P12QGZFel6-HU62H20ZgBT9rIz3tjy_aem_zGXooOgkzdShjK_qHD3aYQ ]

John Berryman - Ποιήματα

  145. Μα κι εγώ τον αγαπάω: κακό εμένα δε μού 'κανε πηγαιμένος σαράντα χρόνια τώρα - χαλάλι πια - αγγίζω τώρα την απελπισία του, ένιωθε...