Αν περνώ τα βράδια λερώνοντας
τα σεντόνια με μελάνι,
είναι επειδή ακούω το σώμα μου
να αλλάζει.
Έλεγες συχνά: η σάρκα μένει πάντα σάρκα
σαμάρι, κούφιο κέλυφος, ρούχο ασιδέρωτο.
Τότε γιατί κάθε που μπήγω τη βελόνα στο δάχτυλο
η πληγή βαθαίνει αλλά το αίμα λιγοστεύει;
Και γιατί οι μελανιές ενώ γίνονται πιο αχνές
θέλουν περισσότερο καιρό για να σβήσουν;
Θυμάσαι εκείνα τα γενέθλια που
η ανάσα μου δεν έφτασε να σβήσει
τα κεριά; Ήταν το στήθος μου μικρό
τόσο που φώλιαζε στη χούφτα σαν πουλάκι.
Ξέρω πως θα μπορούσα να μιλήσω για άλλα
πράγματα πιο πρόσφατα και υπό μια έννοια
αντιπροσωπευτικά: για τις ρυτίδες που
μαζεύονται στις άκρες των ματιών, για εκείνη
την πρώτη λευκή τρίχα στα μαλλιά,
για τον λαιμό που σπάει σε δαχτυλίδια
αλλά τίποτα από αυτά δεν θα συνιστούσε απόδειξη
απέναντι στη σταθερή σου αδιαφορία για τη σάρκα.
Δεν είχες ακούσει ποτέ την ιστορία για εκείνον,
τον ανάπηρο πολέμου που δεν σταμάτησε
να αναζητά το πόδι του στο σφαγείο.
Δεύτερη νεότητα

