Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Loreena McKennitt - La Serenissima


 

Τάσος Κόρφης - Της αγρύπνιας



Είναι η ώρα που όλοι κοιμούνται. Κανείς δε μιλάει.
Η ώρα
Που η μνήμη αναδεύει ευτελή υλικά σ’ αποσύνθεση
Μες τ’ απορρίμματα, σπινθήρες πυρκαγιάς, κι ανοίγουν
Οι βρύσες στα έρημα σπίτια και πλημμυρίζουν
Οι πεθαμένοι. Η ώρα
Του πανικού και του δέους, στην απουσία
Των άλλων.

                             Τάσος Κόρφης (1929 -1994)

                             Πηγή: «ΕΓΚΩΜΙΑ- ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
                             Εκδόσεις: Πρόσπερος- Αθήνα 1993

Κώστας Αρκουδέας - Μυστική Ιθάκη (απόσπασμα)

 Η Κατερίνα Γώγου μισάνοιξε τα βλέφαρά της. Η ματιά της ήτανε τζάμι θαμπωμένο από την κάπνα και την υγρασία. Η μέρα έξω έμοιαζε με νύχι κομμένο στραβά, μπηγμένο βαθιά στη σάρκα, έτσι που σε κάθε κίνηση να χώνεται βαθύτερα και να της προκαλεί πόνο. 

"Αιχμαλωτίζεις τη στιγμή και την παγώνεις", συλλογίστηκε. "Είσαι καλά έτσι όπως είσαι ξαπλωμένη, κοιτώντας το ταβάνι. Αν γινόταν, δε θ’ άλλαζες τίποτα. Θα ’μενες για πάντα εδώ, συντροφιά με την ανάσα και το χτυποκάρδι σου". 

Στο αντικρινό διαμέρισμα, κάποιος άκουγε ελαφρολαϊκά. Κάτω, στον δρόμο, αντηχούσαν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν μπάλα στο προαύλιο του σχολείου. Κάποιο έβαλε γκολ και άρχισε να πανηγυρίζει. Κάποιο άλλο είπε ότι η μπάλα δεν είχε περάσει τη γραμμή. Άρχισαν να τσακώνονται. 

"Δέντρο ήμουν κι έσπασα... ρίζα με λένε τώρα".


Κώστας Αρκουδέας - Μυστική Ιθάκη (απόσπασμα)


Στο πεζό του κείμενο με τίτλο «Τα πλοία», ο Καβάφης αποκαλύπτει πόσο επώδυνο είναι το πέρασμα από τη φαντασία στο χαρτί. Η απόσταση φαίνεται μικρή εκ πρώτης όψεως, αλλά το ταξίδι είναι μακρινό και γεμάτο κινδύνους για τα εμπορεύματα των πλοίων. Κατασκευασμένα στις αγορές της φαντασίας, τα εμπορεύματα είναι εύθραυστα, καμωμένα από υλικά διαφανή, με αποτέλεσμα να σπάνε κατά τη διάρκεια του πλου. Πολλά από αυτά πετιούνται στη θάλασσα προκειμένου να αδειάσουν τα αμπάρια και να ελαφρύνει το φορτίο, ώστε να σωθούν τα υπόλοιπα. Όταν τα πλοία φτάνουν στους λευκούς χάρτινους λιμένες, έχουν να αντιμετωπίσουν νέα προβλήματα με τους τελωνειακούς, που επιτρέπουν σε κάποια είδη να εκφορτωθούν και σε κάποια όχι. Μιας και το λαθρεμπόριο απαγορεύεται και τιμωρείται αυστηρά, αναρωτιέται κανείς τι θα απογίνουν τα κιβώτια με τα εμπορεύματα που απόμειναν στα αμπάρια. Οι κάτοχοί τους θα επιχειρήσουν να τα επιστρέψουν στα καταστήματα απ’ όπου τα παρέλαβαν, μα είναι αμφίβολο αν θα τα βρουν. Στις αγορές της φαντασίας, τα καταστήματα εκποιούν άμεσα τα προϊόντα τους και κατόπιν διαλύονται. Το συνηθέστερο είναι τα εμπορεύματα αυτά να καταλήξουν στα αζήτητα, εκτός αν βρεθούν κάποια ελεύθερα πνεύματα και τα αξιοποιήσουν. 

Μυστική Ιθάκη, σ. 319-320 

Κώστας Αρκουδέας- Μυστική Ιθάκη (απόσπασμα)

 «Ήταν μια όμορφη γυναίκα ντυμένη στα λευκά, με μαλακά φλογερά καστανά μάτια και φουντωτά κόκκινα μαλλιά. Η φωνή της –δε θα την ξεχάσω ποτέ– καθαρή, χαμηλή, γλυκιά. Μου μίλησε για τα λουλούδια της, γι’ αυτά που αγαπούσε πιο πολύ. Μου μίλησε για τους φόβους της μη χαλάσει ο καιρός και τα καταστρέψει. Μετά, κόβοντας μερικά εκλεκτά μπουμπούκια, με παρακάλεσε να τα πάω στη μητέρα μου με την αγάπη της. Το να έχει δει κανείς τη δεσποινίδα Έμιλυ ήταν μεγάλο γεγονός, κι εγώ έτρεξα στο σπίτι μου με το αίσθημα του πολύ σημαντικού».

Μυστική Ιθάκη, σελ. 90

Κώστας Αρκουδέας - Μυστική Ιθάκη (απόσπασμα)

 Ο ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ είδε τον εαυτό του να περνάει βιαστικά από μπροστά του και να στρίβει στην επόμενη γωνία. Απόμεινε με το φλιτζάνι του καφέ να τρεμουλιάζει στο χέρι του και να του πιτσιλίζει το παντελόνι. Αναρωτήθηκε αν είχε δει καλά ή αν τον γελούσαν τα μάτια του. 

Μα όχι, εγώ ήμουν αυτός... 

Παράτησε τον καφέ χωρίς να πληρώσει –θα το έκανε άλλη φορά– και βάλθηκε να κυνηγάει τον εαυτό του στα στενοσόκακα της Λισαβόνας. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Μια μυρωδιά σαπισμένου μήλου πλανιόταν στον αέρα και του ανακάτευε το στομάχι. Σμάρια από κοκκινωπά σύννεφα βολόδερναν στον ουρανό• αστραπές τον αυλάκωναν. Όλοι έσπευδαν να κάνουν τις δουλειές τους προτού ξεσπάσει μπόρα. 

Πρόφτασε τον εαυτό του δυο τετράγωνα παρακάτω να κατευθύνεται... πού; Τον ακολούθησε ασθμαίνοντας. Τώρα που τον πρόσεχε καλύτερα, έβλεπε πάνω του σημαντικές διαφορές. Το ανάστημά του ήταν μέτριο προς ψηλό. Οι ώμοι του καμπούριαζαν, λες κι έσερνε στην πλάτη του ένα αθέατο βάρος. Τα αραιά του μαλλιά ήταν ξανθωπά, η επιδερμίδα του κάπως χλομή. Για μια στιγμή ο Πεσσόα αναρωτήθηκε πώς πέρασε κάποιον με τόσο διαφορετικά χαρακτηριστικά για τον εαυτό του;

Δεν μοιάζουμε καθόλου. 

Ο ίδιος είχε μουστάκι και σκούρα επιδερμίδα. Φορούσε γυαλιά με λεπτό σκελετό, καμπαρτίνα και ρεπούμπλικα για να κρύβει τη φαλάκρα του. Τη συγκρατούσε τώρα με το ένα του χέρι γιατί φυσούσε διαβολεμένα, ενώ στο άλλο είχε ακόμα το μισοσβησμένο τσιγάρο, εκείνο που δεν πρόλαβε να καπνίσει. Το πέταξε απαυδισμένος κάτω και συνέχισε την καταδίωξη του ξανθομάλλη. 

Ξέρω ποιος είναι, σκέφτηκε. Ο Αλμπέρτο Καέιρο, ο δάσκαλός μου. Απορώ πώς τον μπέρδεψα μαζί μου.

Μυστική Ιθάκη, σελ. 133-134


Virginia Woolf - Στον φαρό (απόσπασμα)

 Τα παιδιά ποτέ δεν ξεχνούν. Γι’  αυτό έχει σημασία τι λες και τι κάνεις, τι ανασαίνεις μόλις πέσουν να κοιμηθούν. Γιατί τώρα δεν είχε ανάγκη να σκεφτεί κανένα. Μπορούσε να είναι ο εαυτός της, μόνη της. Κι αυτή ήταν μια ανάγκη που τώρα ένιωθε συχνά – να σκεφτεί κι ούτε ακριβώς να σκεφτεί. Να μη μιλάει. Να είναι μόνη της. Όλα όσα πρέπει να είσαι και να κάνεις, η διάχυση, η λάμψη, ο λόγος εξατμίζονταν και αποτραβιόσουν με μια αίσθηση μεγαλοπρέπειας στον εαυτό σου, γινόσουν μια σφήνα από σκοτάδι, κάτι αόρατο στους άλλους. Αν κι εξακολουθούσε να πλέκει και καθόταν με ολόισια ράχη, ένιωθε τον εαυτό της σ’ αυτή την κατάσταση κι αυτός ο εαυτός της έχοντας αποβάλει τους δεσμούς του ήταν ελεύθερος για τις πιο παράξενες περιπέτειες. Όταν η ζωή για μια στιγμή βούλιαζε, το πεδίο της εμπειρίας έμοιαζε να μην έχει όρια. Και για όλους υπήρχε πάντα αυτή η αίσθηση της απεριόριστης επινοητικότητας, υπέθετε. Ο ένας μετά τον άλλο, αυτή, η Λίλυ Μπρίσκο, ο Αγκούστους Καρμάικαλ, πρέπει να νιώθουν ότι ο εξωτερικός εαυτός μας δεν είναι παρά πράγματα παιδιάστικα. Πιο κάτω είναι όλα σκοτεινά, όλα απλώνονται, είναι απύθμενα. Πότε πότε ανεβαίνουμε στην επιφάνεια κι έτσι μας βλέπετε. Ο ορίζοντας της τής φαινόταν πως δεν είχε όρια. Υπήρχαν όλοι οι τόποι που δεν είχε δει. Οι ινδικές πεδιάδες. Έβλεπε τον εαυτό της να παραμερίζει το βαρύ παραπέτασμα μιας εκκλησίας στη Ρώμη. Αυτός ο πυρήνας από σκοτάδι μπορούσε να πάει οπουδήποτε, γιατί κανένας δεν τον έβλεπε. Δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν, σκεφτόταν με αγαλλίαση. Υπήρχε ελευθερία, υπήρχε γαλήνη, υπήρχε, πιο καλοδεχούμενο απ’ όλα, μια συγκέντρωση, μια ανάπαυση σε μια θέση σταθερότητας. Έβρισκες ανάπαυση όχι όταν ήσουν ο εαυτός σου, το ’ξερε από δική της εμπειρία, μα όταν γινόσουν μια σφήνα στο σκοτάδι. Χάνοντας την προσωπικότητά σου, έχανες τον εκνευρισμό, τη βιασύνη, την κίνηση. Κι εκεί της ανέβαινε πάντα ένα επιφώνημα θριάμβου απέναντι στη ζωή, όταν όλα έφταναν σ’ αυτήν τη γαλήνη, αυτή την αίσθηση αιωνιότητας και σταματώντας εκεί γύρισε για να συναντήσει τη φωτεινή ακτίνα του φάρου, τη μακριά σταθερή, φωτεινή ακτίνα, την τελευταία από τις τρεις που ήταν η δική της ακτίνα, γιατί όταν κοιτούσες με αυτήν τη διάθεση πάντα αυτή την ώρα, δεν μπορούσες να μη δεθείς ιδιαίτερα μ’ ένα από τα πράγματα που έβλεπες, κι αυτό το πράγμα, η μακριά σταθερή ακτίνα, ήταν η δική της. 

Βιρτζίνια Γουλφ: Στον φάρο / μτφρ. Άρης Μπερλής