Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Ρώμος Φιλύρας - Τέσσερα ποιήματα

 ΣΤΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ


Απ’ τ’ αγκαλιάσματα τα μέλη μου

πόνος κρυφός τα σφιχτοδένει

και τώρα μέσ’ τα στήθια  ο πόθος μου 

σαν πληγωμένος ανασαίνει.


Και φεύγει σα σκιά στην κάμαρα 

θαρρώντας πως θα να ‘βρει ταίρι, 

μα — ωιμέ — στην ερημιά του ονείρου του 

θα σβήσει απλώνοντας το χέρι.



ΞΕΦΑΝΤΩΜΑ


— Έλα να ξεφαντώσουμεν απόψε, ωραία Φρύνη, 

και το τραγούδι ας χύνεται σαν θοος του καταρράχτη,

σαν των πουλιών, που κελαηδούν στου περβολιού το φράχτη·

— στου μεθυσιού μας τ’ όνειρον ο πόνος μας να σβήνει.


Τον τροβαδούρο κάλεσε το γέρο τον αρχαύλη

να μέλψει ερωτικούς ήχους στο πλάνο του σουραύλι 

τον Ήσκιο της ελπίδας μας, παλιόν μας Πόθον κάθε, 

και μάθε συ να τραγουδάς και να ξεχάνεις μάθε.



ΣΤΗΝ ΑΡΕΤΗ


Μες στο κελί, ψυχών αραξοβόλι, 

πάμε να ζούμε ταίρια και αδερφοί, 

της Έννοιας τα σκοινιά να μη μας δένουν 

και μήτε πόθοι ακόλαστοι, κρυφοί.


Πρωτόγονα να ζούμε, εσύ σαν Εύα

κ’ εγώ σαν τον Αδάμ παντοτινά, 

και στην Εδέμ της θείας αδερφοσύνης 

της Μοίρας μας η ανέμη να γυρνά.


Πρωτόλουβοι κι’ αγούρμαστοι από πόθο, 

λαχτάρα να μη νοιώσουμε ποτέ 

κι όσο να μας θερίσει ο μαύρος Χάρος 

δε θα μας ξέρεις, ώ Παραδαρμέ.



ΣΟΝΕΤΟ


Ήρθεν αργή η βροχή μες στη γαλήνη

και σταλάζοντας λέει τα μυστικά της, 

και μέλπει σερενάτες... κι’ αν στην κλίνη 

βρίσκουμαι, χάνουμαι στο δρόσισμά της.


Στο περιβόλι νέους χυμούς, που δίνει 

νερών δεν κλώθει θριάμβους στ’ άπλωμά της 

κι’ αναγαλλιάζει κάθε ανθός, που πίνει 

τώρα στο μοιρολόι τα δάκρυα της.


Και τρέχοντας τα πρώτα διψασμένα 

ορμούν να πιούνε στην πλατιά τη στέρνα 

αμολυτά απ’ τη στρούγκα κι’ αρμεγμένα.


Κ’ οι χαροκόποι, που η βροχή βακχεύει, 

κάτου απ’ τα πεύκα πίνουνε φαλέρνα 

κ’ η πεταλούδα η Σκέψη δε μισεύει.


Πηγή: Πηγή: Ο Νουμάς, τεύχος 161 (1905)


Αναδημοσίευση από: https://pribas.blogspot.com/2020/02/blog-post_21.html

Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος - Γιορτινό ποίημα


Μύρισε το σπίτι λάδι
κουραμπιέδες, μελομακάρονα
στο τραπέζι
το αναμμένο τζάκι
και στολίδι ένα:
το χειροκρότημα των απόντων
σαν σε γιορτή.

Fernando Pessoa - Το Βιβλίο της ανησυχίας (απόσπασμα)

 

1

ΚΑΙ καθώς, σήμερα, αναλογίζομαι τι ήταν η ζωή μου, αισθάνομαι σαν ένα ζωντανό ζωάκι που μεταφέρεται μέσα σ’ ένα πανέρι ανάμεσα σε δύο επαρχιακούς σταθμούς. Η εικόνα είναι κουτή, η ζωή όμως που περιγράφει είναι κουτότερη. Τα πανέρια αυτά έχουν συνήθως δυο σκεπάσματα ωοειδή που σηκώνονται ελαφρά από τη μια ή την άλλη στρογγυλεμένη άκρη τους, αν το ζώο τιναχτεί. Όμως το μπράτσο του μεταφορέα, που στηρίζει απαλά την ένωση στη μέση, δεν επιτρέπει σ’ αυτό το τόσο αδύναμο πλάσμα παρά να σηκώσει απογοητευμένο τα άχρηστα πόδια του, σαν τα φτερά μιας πεταλούδας που πεθαίνει.

Με την περιγραφή του πανεριού, ξέχασα πως μιλούσα για μένα. Το βλέπω τώρα καθαρά, περασμένο στο παχύ και λευκό, κάτω από το χρώμα που έχει πάρει από τον ήλιο, μπράτσο της υπηρέτριας που το μεταφέρει. Πέρα από το μπράτσο και το χνούδι του, δεν καταφέρνω να τη δω. Ξαφνικά δεν αισθάνομαι καλά παρά μέσα σ’ αυτόν το φρέσκο αέρα, ανάμεσα στο ψαθί κι εκείνες τις άσπρες λουρίδες που πλέκουν τα πανέρια, κι όπου χτυπιέμαι, άμοιρο ζωάκι, ανάμεσα σε δύο στάσεις που τις αισθάνομαι για τα καλά. Ανάμεσα στις στάσεις, ακουμπώ σε κάτι που μοιάζει με πάγκο και ακούω ομιλίες έξω από το πανέρι μου. Κοιμάμαι, ήσυχος, μέχρις ότου με σηκώσουνε ξανά.

2

ΤΙΠΟΤΑ δεν με αποκαλύπτει τόσο σε βάθος και τίποτα δεν ερμηνεύει με τόση πληρότητα την ουσία της έμφυτής μου δυστυχίας, όσο μερικά από τα όνειρά μου που υποθάλπω τρυφερά, βάλσαμο που μυστικά διαλέγω για να κατευνάσω την αγωνία του είναι.

Γι’ αυτό, το όνειρο που αφήνω εδώ γραμμένο, είναι το καλύτερο ανάμεσα στα πιο αγαπημένα μου. Καμιά φορά το βράδυ, μέσα στο ήσυχο σπίτι, όταν οι ένοικοι έχουν φύγει ή μένουν σιωπηλοί, κλείνω τα παραθυρόφυλλα κι ύστερα από αυτά, τα βαριά εσωτερικά παντζούρια. Μέσα στο παλιό μου κοστούμι, βολεύομαι στο βάθος της πολυθρόνας μου, κι αφήνομαι να ονειρευτώ πως είμαι ένας συνταξιούχος ταγματάρχης σ’ ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, καθισμένος μετά το βραδινό παρέα μ’ έναν άλλον — συνδαιτυμόνας αργοπορημένος που ξέμεινε χωρίς αιτία.

Φαντάζομαι πως έχω γεννηθεί έτσι: δεν μ’ ενδιαφέρει η νεότητα του ταγματάρχη, ούτε οι βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας που χρειάστηκε να ανέβει για να φτάσει στο δικό μου όνειρο. Ανεξάρτητα από το Χρόνο και τη Ζωή, ο ταγματάρχης που φαντάζομαι πως είμαι δεν είχε καμία προηγούμενη ζωή, δεν έχει κι ούτε είχε ποτέ του οικογένεια — υπάρχει για πάντα στη ζωή αυτού του επαρχιακού ξενοδοχείου, κουρασμένος από τα ανέκδοτα που οι σύντροφοι του διηγούνται για να περάσει η ώρα.

3

ΠΑΕΙ πολύς καιρός που δεν γράφω. Έχουν περάσει μήνες που δεν ζω, απλά διαρκώ μεταξύ γραφείου και βιολογίας, με τις αισθήσεις και τις σκέψεις μου ενδόμυχα τελματωμένες. Δυστυχώς, ούτε έτσι βρίσκω ανάπαυση: ακόμη και μέσα στη σήψη γίνεται ζύμωση.

Πάει πολύς καιρός που όχι μόνο δεν γράφω μα ούτε καν υπάρχω. Μου φαίνεται πως σχεδόν δεν ονειρεύομαι πια. Οι δρόμοι είναι πια για μένα σκέτοι δρόμοι. Κάνω τη δουλειά του γραφείου συνειδητά και με προσοχή, δεν μπορώ όμως να πω και χωρίς να αφαιρούμαι: από πίσω, αντί να σκέφτομαι, κοιμάμαι — πάντα όμως πίσω απ’ τη δουλειά είμαι κάποιος άλλος.

Πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχω. Είμαι απολύτως ήσυχος. Κανείς δεν με ξεχωρίζει από αυτόν που είμαι. Με νιώθω τώρα να αναπνέω σαν να είναι κάτι που επιχειρώ για πρώτη φορά ή με μεγάλη καθυστέρηση. Αρχίζω να έχω συνείδηση πως έχω συνείδηση. Ίσως αύριο να ξυπνήσω μέσα μου και να ξαναπιάσω την πορεία της ύπαρξής μου από εκεί που την έχω αφήσει. Δεν ξέρω, αν έτσι, θα είμαι περισσότερο ή λιγότερο ευτυχισμένος. Δεν ξέρω τίποτα. Σηκώνω το κεφάλι μου του περιπατητή που είμαι, και βλέπω πως πάνω στο λόφο του Φρουρίου, το ηλιοβασίλεμα, από τα νώτα μου, φλέγεται σε δεκάδες παράθυρα, λαμπάδες ψηλές κρύας πυράς. Γύρω από αυτά τα σκληρά φλόγινα μάτια, ο λόφος γλυκαίνει από το τέλος της ημέρας. Μπορώ τουλάχιστον να αισθάνομαι θλιμμένος και να έχω συνείδηση πως μ’ αυτή τη δική μου θλίψη, διασταυρώνεται τώρα —όπως το βλέπω με την ακοή— ο ξαφνικός θόρυβος του τραμ που περνάει, οι φωνές των νεαρών που κουβεντιάζουν, το λησμονημένο βουητό της ζωντανής πόλης.

Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ.

4

ΤΙΠΟΤΑ δεν είναι τόσο φορτικό όσο η αγάπη του άλλου — ούτε καν το μίσος του, γιατί το μίσος δεν είναι κάτι το συνεχόμενο όπως η αγάπη: σαν δυσάρεστο συναίσθημα, δημιουργεί σ’ όποιον το αισθάνεται την ενστικτώδη τάση να το νιώθει λιγότερο συχνά. Πάντως, αγάπη και μίσος μας καταπιέζουν το ίδιο: και τα δυο μας ψάχνουν και μας βρίσκουν, δεν μας αφήνουν μόνους ποτέ.

Το ιδανικό θα ’ταν να τα ζω όλα αυτά μέσα από ένα μυθιστόρημα, και στη ζωή μου να αναπαύομαι — να διαβάζω τα συναισθήματά μου και να ζω μόνο την περιφρόνησή μου γι’ αυτά. Για όποιον διαθέτει μια φαντασία υπερευαίσθητη, οι περιπέτειες κάποιου ήρωα ενός μυθιστορήματος εμπνέουν μια προσωπική συναισθηματική κατάσταση επαρκή, αν όχι παραπάνω, γιατί πρόκειται για συναισθήματα που ανήκουν εξίσου στον ήρωα και στον αναγνώστη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη περιπέτεια από το να έχεις αγαπήσει τη λαίδη Μάκβεθ, με μια αγάπη αληθινή και άμεση· όποιος έχει έτσι αγαπήσει, δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, αν δεν παραιτηθεί από κάθε άλλη αγάπη σε τούτη τη ζωή.

Δεν ξέρω τι νόημα έχει τούτο το ταξίδι που με αναγκάσανε να κάνω ανάμεσα σε μία νύχτα και μία άλλη νύχτα, συντροφευμένος από το σύμπαν ολόκληρο. Ξέρω πως μπορώ να διαβάζω για να διασκεδάζω το χρόνο μου. Θεωρώ την ανάγνωση τον απλούστερο τρόπο να κάνω ευχάριστο αυτό το ταξίδι, όπως και κάθε άλλο· πού και πού σηκώνω το βλέμμα μου από το βιβλίο όπου οι αισθήσεις μου λειτουργούν πραγματικά, και βλέπω σαν ξένος το τοπίο να φεύγει — κάμποι, πόλεις, άνδρες και γυναίκες, σχέσεις και νοσταλγίες— κι όλα αυτά δεν είναι για μένα παρά ένα επεισόδιο στην ανάπαυσή μου, μια αδρανής ψυχαγωγία καθώς ξεκουράζω τα μάτια μου από τις πολυδιαβασμένες σελίδες.

Μόνο στα όνειρά μας είμαστε αληθινοί, γιατί όλα τα άλλα, από τη στιγμή που πραγματοποιούνται, ανήκουν στον κόσμο και σ’ όλους τους ανθρώπους. Αν κάποιο όνειρό μου έπαιρνε σάρκα και οστά, θα το ζήλευα, γιατί θα με είχε απατήσει επιτρέποντας στον εαυτό του να πραγματοποιηθεί. «Έκανα τις επιθυμίες μου πραγματικότητα», λέει ο αδύναμος και ψεύδεται· η αλήθεια είναι πως ονειρεύτηκε προφητικά ό,τι πραγματοποίησε η ζωή γι’ αυτόν. Τίποτα δεν πραγματοποιούμε εμείς. Η ζωή μας πετάει στον αέρα σαν πετραδάκια, κι εμείς φωνάζουμε από κει πάνω: «Κοιτάτε πώς κουνιέμαι».

Ό,τι και να ναι αυτό το ιντερμέδιο που παίχτηκε κάτω από τον προβολέα του ήλιου και το σκηνικό των άστρων, δεν μας κάνει κακό να γνωρίζουμε πως δεν είναι παρά ένα ιντερμέδιο· αν πίσω από τις πόρτες του θεάτρου κρύβεται η ζωή, τότε θα ζήσουμε, αν κρύβεται ο θάνατος, θα πεθάνουμε, και το έργο θα παραμένει άσχετο με όλα αυτά.

Γι’ αυτό ποτέ δεν νιώθω τόσο κοντά στην αλήθεια, τόσο σε βάθος μυημένος, όσο τις λίγες φορές που πάω στο θέατρο ή στο τσίρκο: ξέρω τότε πως επιτέλους παρακολουθώ την ακριβή απομίμηση της ζωής. Και οι ηθοποιοί, οι παλιάτσοι κι οι ταχυδακτυλουργοί είναι πράγματα σημαντικά και μάταια, όπως είναι ο ήλιος κι η σελήνη, η αγάπη και ο θάνατος, η πανώλη, ο λιμός κι ο πόλεμος για την ανθρωπότητα. Όλα είναι θέατρο. Κι αν θέλω την αλήθεια, ας ξαναπιάσω το μυθιστόρημά μου.

μτφρ. Άννυ Σπυράκου

Ζήσιμος Λορεντζάτος - Για Καρυωτάκη

  «Ἡ λεγόμενη, λοιπόν, Παλαιά Σχολή τῶν Ἀθηνῶν, ἄς βάλουμε ἀπό τό 21 μέχρι τό Ταξίδι (1888) τοῦ Ψυχάρη καί ἡ λεγόμενη Νέα Σχολή τῶν Ἀθηνῶν, μέ ἀρχηγό τόν Κωστή Παλαμᾶ, ἀπό 1888 μέχρι τό 1927, ὁπότε βγαίνουνε τά Ἐλεγεῖα καί Σάτιρες τοῦ Καρυωτάκη, τήν ἴδια ποιητική ἀκολουθοῦνε. Ὡς τότε κανένας δέν σηκώνει κεφάλι ἀπό τίς δάφνες του ἤ κανένας δέν ἀνησυχεῖ. Τά πράγματα φαίνονται ὁμαλά -ἔχουμε στά γράμματα ἕνα εἶδος pax Romana καί οἱ ποιητές ἀπό παντοῦ θερίζουνε, ὅπως ὁ Ἀτζεσιβάνο τοῦ Σικελιανοῦ  ‘‘τό μεγάλο ἀστάχυ’’-τῆς ποίησης-‘‘μέ θείαν ἀταραξία.’’

 Ἀκριβῶς τότε -γύρω στό 27- παρουσιάζεται στή μέση ἡ κρίση τῆς ποίησης καί σφραγίζεται μάλιστα -πρέπει νά εἴμαστε καλόπιστοι στό θάνατο (τουλάχιστο)-μέ τήν αὐτοκτονία ἑνός ἀνθρώπου. Φαίνεται κάπως σά νά τελειώσανε τά ἀστεῖα.

 »Στήν Ἑλλάδα μέχρι τά Ἐλεγεῖα καί Σάτιρες (1927) οἱ περισσότεροι ἐξακολουθοὐσανε νά γράφουνε ξέγνιαστοι ποιητικά ἤ εὐχαριστημένοι, ὁπωσδήποτε ἀνυποψίαστοι πώς μποροῦσε νά εἶχε κάτι συμβῆ, πού ἐρχόταν νά ἀμφισβητήσει ἤ καἰ νά ὑπονομέψη ἀκόμη τά θεμέλια τῆς ἴδιας τῆς ποίησης (ὡς λειτουργία, ὄχι ὡς οὐσία) πού μέχρι τότες τή θεωροῦσανε ἀπρόσιτη στό βάθρο της ἤ αἰώνια. Κανένας δέν ὑποψιαζότανε πώς ἡ ποίηση, ὕστερα ἀπό τή φανερή χρεωκοπία της μέ τήν Παλαιά  Σχολή τῶν Ἀθηνῶν (1821 ἤ πρίν -1888)- πού ἀποδόθηκε στήν καθαρεύουσα -εἶχε πάρει ἁπλῶς παράταση μέ τή Νέα Σχολή τῶν Ἀθηνῶν (1888-1927) , καί πῶς τήν ἀφανέρωτη τώρα -δηλ. μέχρι τό 1927- χρεωκοπία της, τήν ἔκρυβε ἀπό τά μάτια τοῦ κόσμου, μόνο ἡ ἀπατηλή χρησιμοποίηση τῆς δημοτικῆς, πού εἶχε συνδεθῆ στό ἀναμεταξύ -σήμαινε τόσα πολλά -καί μέ ἄλλα γενικότερα αἰτήματα ἤ πόθους στή συνείδηση πολλῶν Ἑλλήνων.» 

 Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Τό Χαμένο Κέντρο», στόν τόμο Γιά τόν Σεφέρη. Τιμητικό ἀφιέρωμα στά τριάντα χρόνια τῆς Στροφῆς, Νεφέλη, Ἀθήνα 1961, σ. 93.

Πηγή: https://giorgosaragis.wordpress.com/2025/12/12/%e1%bd%91%cf%80%ce%ac%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%b9-%ce%bc%ce%b9%ce%ac-%ce%bd%ce%bf%ce%b7%cf%84%ce%ae-%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%ae/


Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

Ελένη Λιντζαροπούλου -Τάφοι έξω απ’ την Φάτνη

Φοβάμαι, είπε, Κύριε, και γονάτισε στα τέσσερα
Φοβάμαι
Σαν άχνα ακουγόταν η ανάσα του
Πέρναγε μέσα από ωκεανούς νεκρών για να φτάσει ως εδώ, μακρινός αντίλαλος ψιθύρου
Θα μας βοηθήσεις, Κύριε;
Θα γεννηθείς και φέτος;
Ήθελε σαν κάποτε, αιώνες πριν, να ψάλλει, όμως δεν είχε πλέον σύμμαχο
Μηχανικοί ροδώνες περιέβαλλαν με εξουσία σπασμού το στήθος του 
Κάνοντας ένα κακόηχο βογκητό που τον έδειχνε ετοιμοθάνατο
Άλλος ένας ημιθανής έξω απ’ την Φάτνη
«Θα μας βοηθήσεις, Κύριε;» ρωτούσαν όλοι, έχοντας πιστέψει πριν μύθους αυτάρκειας στην έπαρσή τους
Όμως Εκείνος γεννιόταν, σταυρωνόταν και πέθαινε ανεβαίνοντας τον Γολγοθά Του κι ούτε ένας νεκρός δεν είχε καταλάβει ακόμα.


[Από την αδημοσίευτη ποιητική σύνθεση Προφητικόν]


Πηγή: https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/25864-tafoi-ekso-apthn-fatni?fbclid=IwY2xjawO6jflleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETE1a25tSW9XckhLdHl1MG0yc3J0YwZhcHBfaWQQMjIyMDM5MTc4ODIwMDg5MgABHnh833v7XHL1Y7PrBFVzMHLRSKKm-mifM-afw5IEVqH1xktdUJv0kN2cFfqo_aem_qrgui0qNoCRJf0YmlyfgFA

Νικηφόρος Λύτρας - Μητέρα με παιδί


 

Οδυσσέας Ελύτης - Σολωμού συντριβή και δέος


Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές

Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά

Στου μικρού παραθύρου σου —που ακόμη φώταγε— το μαρμαράκι

Α κει μονάχα να ’ταν

Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα

Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω

Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγιού

τις πλάκες


Ναι. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός


Και τί μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν' ανοίγονται

Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι

Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν' απομιμηθεί

το στέρνο σου


Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες

την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα


Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη

Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ' άγριες χαίτες τρικυμίας

Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν

Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας

Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές

Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου

Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο!

Αλλ' ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν

Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια


Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω

αλλ'

Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη από

καιρό ουρανός


Και μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα

Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου

Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει

Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω

Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι

Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου

Σφάδαζα

μ' αποτελείωνε.


Από τη συλλογή Τα ελεγεία της Οξώπετρας (1991)


[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 557-558]

Ρώμος Φιλύρας - Τέσσερα ποιήματα

 ΣΤΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ Απ’ τ’ αγκαλιάσματα τα μέλη μου πόνος κρυφός τα σφιχτοδένει και τώρα μέσ’ τα στήθια  ο πόθος μου  σαν πληγωμένος ανασαίν...