Λέπυρον
«Ό,τι το καλό / σ’ αυτό τον άγριο κόσμο / κινδυνεύει» Μίλτος Σαχτούρης
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025
Marin Sorescu - Αταβισμός
Νichita Stănescu - Πικραμένο τραγούδι της αγάπης
Μονάχα το χορτάρι ξέρει του χώματος τη γεύση.
Μονάχα το αίμα μου τη λαχταρά, στ' αλήθεια,
την καρδιά μου, όταν την απαρνιέται.
Ο αέρας είναι ψηλός, κι εσύ ψηλή,
κι η θλίψη μου ψηλή είναι.
Έρχεται ο καιρός που τ' άλογα πεθαίνουν.
Έρχεται ο καιρός που γερνούν οι μηχανές.
Έρχεται ο καιρός που βρέχει παγωνιά
κι όλες οι γυναίκες φοράνε το κεφάλι σου,
και τα δικά σου ρούχα.
Έρχεται κι ένα πουλί μεγάλο, κάτασπρο,
που κλωσά στον ουρανό το φεγγάρι.
Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025
Αλέκα Πλακονούρη - Ξύλινες σκάλες
Δεν μπορώ να βλέπω ξύλινες σκάλες σού λέω, ούτε ν’ ανεβαίνω σε δαύτες. Κάτι κλοτσάει στο στομάχι μου και μου ’ρχεται να ξεράσω τα σωθικά μου. Υπάρχει μια σκάλα που σαπίζει πεταμένη στην πίσω αυλή, ανάμεσα στα χορτάρια θαμμένη, και όποτε πέφτει το βλέμμα μου πάνω της, θέλω να της βάλω φωτιά. Απορώ πώς δεν το ’χω κάνει ακόμα... Καλύτερες είναι οι μεταλλικές, τις στήνεις και κάνεις τη δουλειά σου αμέσως.
Εξάλλου ποιος φτιάχνει ξύλινες σκάλες πια; Κανείς. Παλιά πράγματα, ξεχασμένα, χωρίς καμία αξία. Έτσι ταλαιπωριόμασταν τότε, ξύλινες σκάλες, ξύλινες σκάφες, κόσκινα, αρήλογους, αργαλειούς, μπακιρένια κατσαρολικά που θέλανε γάνωμα, κιτρινισμένα ασπρόρουχα που πασχίζαμε να λευκάνουμε με αλισίβα. Ζωή ήταν αυτή; Μαρτύριο ήταν... Μας έλειπαν λίγο μοσχοσάπουνο, μια στάλα ροδόνερο, πετρέλαιο και οινόπνευμα για την γκαζιέρα.
Αλλά και πριν απ’ τον πόλεμο ένα σωρό πράγματα μας έλειπαν. Και τα ρολόγια δυσεύρετα και πανάκριβα ήτανε, κι όταν υπήρχαν, πήγαιναν από πατέρα σε γιο. Ένα τέτοιο ρολόι είχε ο μεγάλος μου ο αδελφός, με αλυσίδα, φερμένο απ’ τον νονό του που ήταν στην Αμερική. Το κούρντιζε και το καμάρωνε και βιαζότανε να βάλει μακριά παντελόνια και σακάκι για να ταιριάξει πάνω του το ρολόι. Όταν έκλεισε τα δεκαπέντε, φόρεσε μακρύ παντελόνι και καμάρωνε επιτέλους με το ρολόι του. Ψηλός, πανέμορφος, σωστός άντρας. Μαθητής της τρίτης γυμνασίου ήταν. Με άρπαζε και με σήκωνε ψηλά ο αδελφός μου, κι η παιδική μου ψυχή ήθελε να μείνω για πάντα εκεί, στα χέρια του, κοντά στα πάτερα της οροφής ή ανάμεσα στα κλαδιά της μυγδαλιάς, με το κεφάλι μου στ’ άσπρα σύννεφα.
Είχε όμορφα μάτια ο αδελφός μου. Και λακκάκια στα μάγουλά του είχε. Και τραγουδούσε υπέροχα. Άριστος μαθητής, μηχανικός ήθελε να σπουδάσει. «Με τι λεφτά», έλεγε ο πατέρας μου, «Μηχανικός θα γίνω», επέμενε αυτός.
Τον πήραν μαζί με όλους τους άλλους εκείνη τη Δευτέρα. Δεν ξέραμε πού τους πήγαν. Γυναίκες και παιδιά ήμασταν κλειδωμένοι στο σχολειό και τα σπίτια ολόγυρα καίγονταν. Πνιγόμασταν απ’ τους καπνούς. Όταν καταφέραμε και βγήκαμε τελικά, δεν ξέραμε πού να τρέξουμε.
Όρμησα μαζί με τα άλλα παιδιά στο νεκροταφείο∙ εκεί τους έφερναν πάνω σε ξύλινες σκάλες μοιρολογώντας οι γυναίκες. «Για κοίτα», μου λένε, «αυτός είναι;» Φορτωμένος πάνω σε μια ξύλινη σκάλα ήταν ο αδελφός μου, το χέρι του πάνω στον κρόταφό του κράταγε μια χούφτα μυαλά, ανοιχτό, θαμπό το δεξί του μάτι με κοίταζε, το αριστερό μέρος του προσώπου του πολτός. Το ρολόι του έλειπε από πάνω του, τα παπούτσια του είχαν λάσπες και κρέμονταν έξω από τη σκάλα. Τον απόθεσαν κι έφυγαν μοιρολογώντας οι γυναίκες για να φέρουν και τους υπόλοιπους.
Πήγαιναν κι έρχονταν οι ξύλινες σκάλες γεμάτες νεκρά κορμιά και μετέφεραν πάνω από οκτακόσιους στα Καλάβρυτα εκείνη τη μέρα.
Τρύπα στο ταβάνι

