Λέπυρον
«Ό,τι το καλό / σ’ αυτό τον άγριο κόσμο / κινδυνεύει» Μίλτος Σαχτούρης
Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025
Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2025
Άγγελος Σικελιανός - Αναδυομένη
Στο ρόδινο μακάριο φως, να με, ανεβαίνω της αυγής,
με σηκωμένα χέρια·
η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου, έτσι για να βγω
προς τα γαλάζια αιθέρια·
Μα ω οι άξαφνες πνοές της γης, που μες στα στήθια μου χιμάν
κι ακέρια με κλονίζουν!
Ω Δία, το πέλαγο είν’ βαρύ, και τα λυτά μου τα μαλλιά
σα πέτρες με βυθίζουν!
Αύρες τρεχάτε, — ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη, — ελάτε, πιάστε μου
τα χέρια απ’ τη μασκάλη.
Δεν πρόσμενα έτσι μονομιάς, παραδομένη να βρεθώ
μες στου Ήλιου την αγκάλη…
Πηγή: Αντίδωρο: Αθήνα: Γαλαξίας 1967.
Emily Dickinson - [657]
Arthur Rimbaud - Πρωινό
Μήπως κι εγώ δεν είχα κάποτε νιάτα ζηλευτά, ηρωικά, μυθικά, που θ' άξιζε να χαραχτούν με χρυσά γράμματα - πού τέτοια τύχη! Τι αμαρτίες, τι σφάλματα πληρώνω με την τωρινή μου κατάντια! Εσείς που λέτε πως υπάρχουν κτήνη που κλαίνε με αναφιλητά, άρρωστοι που δεν ελπίζουν και νεκροί που βλέπουν εφιάλτες, μιλήστε, αν σας είναι μπορετό, για τον ξεπεσμό μου, για τη νάρκη μου. Εγώ, σαν το ζητιάνο μόνο, μ' εκείνα τα ατέλειωτα πατερημά και Παναγία Δέσποινα μπορώ να περιγράψω την κατάσταση μου. Δεν ξέρω πια να μιλώ!
Κι όμως, σήμερα, νομίζω πως τέλειωσα την αφήγηση της κόλασης μου. Ήταν στ' αλήθεια κόλαση: η πανάρχαια, εκείνη που ο υιός του ανθρώπου άνοιξε τις πύλες της.
Από την ίδια ερημιά, την ίδια νύχτα, στα κουρασμένα μάτια μου προβάλλει πάντα το λαμπρό άστρο, μα οι τρεις μάγοι που κυβερνούν τη ζωή μας: η καρδιά, η ψυχή, το πνεύμα, μένουν αδιάφοροι. Πότε θα πάμε, διασχίζοντας βουνά και ακρογιάλια, να χαιρετίσουμε την εργασία που ανατέλλει, την καινούργια γνώση, την πτώση των τυράννων και των δαιμόνων, το τέλος των προλήψεων, να προσκυνήσουμε —πρώτοι εμείς!— την επί γης γέννηση του Χριστού!
Οι ουράνιοι ύμνοι, τα εμβατήρια των λαών! Σκλάβοι, ας μη βλαστημούμε τη ζωή.
[Μια εποχή στην Κόλαση, μτφρ. Χριστόφορου Λιοντάκη, εκδ. Γαβριηλίδης]
Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2025
Σόνια Τζιρίτα-Ζαχαράτου - Διάλογος με ένα σώμα που κοιμάται
Αν περνώ τα βράδια λερώνοντας
τα σεντόνια με μελάνι,
είναι επειδή ακούω το σώμα μου
να αλλάζει.
Έλεγες συχνά: η σάρκα μένει πάντα σάρκα
σαμάρι, κούφιο κέλυφος, ρούχο ασιδέρωτο.
Τότε γιατί κάθε που μπήγω τη βελόνα στο δάχτυλο
η πληγή βαθαίνει αλλά το αίμα λιγοστεύει;
Και γιατί οι μελανιές ενώ γίνονται πιο αχνές
θέλουν περισσότερο καιρό για να σβήσουν;
Θυμάσαι εκείνα τα γενέθλια που
η ανάσα μου δεν έφτασε να σβήσει
τα κεριά; Ήταν το στήθος μου μικρό
τόσο που φώλιαζε στη χούφτα σαν πουλάκι.
Ξέρω πως θα μπορούσα να μιλήσω για άλλα
πράγματα πιο πρόσφατα και υπό μια έννοια
αντιπροσωπευτικά: για τις ρυτίδες που
μαζεύονται στις άκρες των ματιών, για εκείνη
την πρώτη λευκή τρίχα στα μαλλιά,
για τον λαιμό που σπάει σε δαχτυλίδια
αλλά τίποτα από αυτά δεν θα συνιστούσε απόδειξη
απέναντι στη σταθερή σου αδιαφορία για τη σάρκα.
Δεν είχες ακούσει ποτέ την ιστορία για εκείνον,
τον ανάπηρο πολέμου που δεν σταμάτησε
να αναζητά το πόδι του στο σφαγείο.


