Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Ζήσιμος Λορεντζάτος - Για Καρυωτάκη

  «Ἡ λεγόμενη, λοιπόν, Παλαιά Σχολή τῶν Ἀθηνῶν, ἄς βάλουμε ἀπό τό 21 μέχρι τό Ταξίδι (1888) τοῦ Ψυχάρη καί ἡ λεγόμενη Νέα Σχολή τῶν Ἀθηνῶν, μέ ἀρχηγό τόν Κωστή Παλαμᾶ, ἀπό 1888 μέχρι τό 1927, ὁπότε βγαίνουνε τά Ἐλεγεῖα καί Σάτιρες τοῦ Καρυωτάκη, τήν ἴδια ποιητική ἀκολουθοῦνε. Ὡς τότε κανένας δέν σηκώνει κεφάλι ἀπό τίς δάφνες του ἤ κανένας δέν ἀνησυχεῖ. Τά πράγματα φαίνονται ὁμαλά -ἔχουμε στά γράμματα ἕνα εἶδος pax Romana καί οἱ ποιητές ἀπό παντοῦ θερίζουνε, ὅπως ὁ Ἀτζεσιβάνο τοῦ Σικελιανοῦ  ‘‘τό μεγάλο ἀστάχυ’’-τῆς ποίησης-‘‘μέ θείαν ἀταραξία.’’

 Ἀκριβῶς τότε -γύρω στό 27- παρουσιάζεται στή μέση ἡ κρίση τῆς ποίησης καί σφραγίζεται μάλιστα -πρέπει νά εἴμαστε καλόπιστοι στό θάνατο (τουλάχιστο)-μέ τήν αὐτοκτονία ἑνός ἀνθρώπου. Φαίνεται κάπως σά νά τελειώσανε τά ἀστεῖα.

 »Στήν Ἑλλάδα μέχρι τά Ἐλεγεῖα καί Σάτιρες (1927) οἱ περισσότεροι ἐξακολουθοὐσανε νά γράφουνε ξέγνιαστοι ποιητικά ἤ εὐχαριστημένοι, ὁπωσδήποτε ἀνυποψίαστοι πώς μποροῦσε νά εἶχε κάτι συμβῆ, πού ἐρχόταν νά ἀμφισβητήσει ἤ καἰ νά ὑπονομέψη ἀκόμη τά θεμέλια τῆς ἴδιας τῆς ποίησης (ὡς λειτουργία, ὄχι ὡς οὐσία) πού μέχρι τότες τή θεωροῦσανε ἀπρόσιτη στό βάθρο της ἤ αἰώνια. Κανένας δέν ὑποψιαζότανε πώς ἡ ποίηση, ὕστερα ἀπό τή φανερή χρεωκοπία της μέ τήν Παλαιά  Σχολή τῶν Ἀθηνῶν (1821 ἤ πρίν -1888)- πού ἀποδόθηκε στήν καθαρεύουσα -εἶχε πάρει ἁπλῶς παράταση μέ τή Νέα Σχολή τῶν Ἀθηνῶν (1888-1927) , καί πῶς τήν ἀφανέρωτη τώρα -δηλ. μέχρι τό 1927- χρεωκοπία της, τήν ἔκρυβε ἀπό τά μάτια τοῦ κόσμου, μόνο ἡ ἀπατηλή χρησιμοποίηση τῆς δημοτικῆς, πού εἶχε συνδεθῆ στό ἀναμεταξύ -σήμαινε τόσα πολλά -καί μέ ἄλλα γενικότερα αἰτήματα ἤ πόθους στή συνείδηση πολλῶν Ἑλλήνων.» 

 Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Τό Χαμένο Κέντρο», στόν τόμο Γιά τόν Σεφέρη. Τιμητικό ἀφιέρωμα στά τριάντα χρόνια τῆς Στροφῆς, Νεφέλη, Ἀθήνα 1961, σ. 93.

Πηγή: https://giorgosaragis.wordpress.com/2025/12/12/%e1%bd%91%cf%80%ce%ac%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%b9-%ce%bc%ce%b9%ce%ac-%ce%bd%ce%bf%ce%b7%cf%84%ce%ae-%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%ae/


Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

Ελένη Λιντζαροπούλου -Τάφοι έξω απ’ την Φάτνη

Φοβάμαι, είπε, Κύριε, και γονάτισε στα τέσσερα
Φοβάμαι
Σαν άχνα ακουγόταν η ανάσα του
Πέρναγε μέσα από ωκεανούς νεκρών για να φτάσει ως εδώ, μακρινός αντίλαλος ψιθύρου
Θα μας βοηθήσεις, Κύριε;
Θα γεννηθείς και φέτος;
Ήθελε σαν κάποτε, αιώνες πριν, να ψάλλει, όμως δεν είχε πλέον σύμμαχο
Μηχανικοί ροδώνες περιέβαλλαν με εξουσία σπασμού το στήθος του 
Κάνοντας ένα κακόηχο βογκητό που τον έδειχνε ετοιμοθάνατο
Άλλος ένας ημιθανής έξω απ’ την Φάτνη
«Θα μας βοηθήσεις, Κύριε;» ρωτούσαν όλοι, έχοντας πιστέψει πριν μύθους αυτάρκειας στην έπαρσή τους
Όμως Εκείνος γεννιόταν, σταυρωνόταν και πέθαινε ανεβαίνοντας τον Γολγοθά Του κι ούτε ένας νεκρός δεν είχε καταλάβει ακόμα.


[Από την αδημοσίευτη ποιητική σύνθεση Προφητικόν]


Πηγή: https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/25864-tafoi-ekso-apthn-fatni?fbclid=IwY2xjawO6jflleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETE1a25tSW9XckhLdHl1MG0yc3J0YwZhcHBfaWQQMjIyMDM5MTc4ODIwMDg5MgABHnh833v7XHL1Y7PrBFVzMHLRSKKm-mifM-afw5IEVqH1xktdUJv0kN2cFfqo_aem_qrgui0qNoCRJf0YmlyfgFA

Νικηφόρος Λύτρας - Μητέρα με παιδί


 

Οδυσσέας Ελύτης - Σολωμού συντριβή και δέος


Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές

Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά

Στου μικρού παραθύρου σου —που ακόμη φώταγε— το μαρμαράκι

Α κει μονάχα να ’ταν

Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα

Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω

Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγιού

τις πλάκες


Ναι. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός


Και τί μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν' ανοίγονται

Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι

Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν' απομιμηθεί

το στέρνο σου


Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες

την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα


Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη

Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ' άγριες χαίτες τρικυμίας

Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν

Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας

Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές

Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου

Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο!

Αλλ' ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν

Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια


Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω

αλλ'

Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη από

καιρό ουρανός


Και μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα

Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου

Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει

Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω

Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι

Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου

Σφάδαζα

μ' αποτελείωνε.


Από τη συλλογή Τα ελεγεία της Οξώπετρας (1991)


[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 557-558]

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - Christmas decoration

Περνάει η Αθήνα το κραγιόν στα κρύα χείλη
Κι όλα αστράφτουν τα χρωματιστά φωτάκια 
Επάνω στο υπερουράνιο φόρεμά της.
Αφήνει φίλημα επάνω στον καθρέφτη
Κι ύστερα με βουτιά από την ταράτσα
Βροντάει στο οδόστρωμα, ανάμεσα στ’ αγόρια
Που λεν εδώ κι εκεί τα κάλαντα.
Έτσι είναι η πόλη μας: αυτόχειρας κοκέτα
Που ο γδούπος της βουβαίνει δια παντός
Τον ίσκιο του Παπαδιαμάντη.
Την Άγια Νύχτα μόνο σέρνουν νιαουρίσματα
Γάτοι ανεβασμένοι στους κάδους,
Αλαφροΐσκιωτοι ψαράδες απ’ τη Σκιάθο 
Που οσμίζονται τον τάφο τους εδώ.
Διαλύονται αστερισμοί κι αποφάγια 
Κι ο αέρας ταξιδεύει τα χαρτόκουτα
Απ’ το προσκέφαλο του αστέγου ως το νησί τους.
Εκεί, χτυπώντας την γυαλιστερή ουρά 
Κλαίει την αδικοχαμένη η φώκια
Εδώ, μαζί της κλαίει στο κινητό 
Ο φύλακας του Ζωολογικού Μουσείου
Που κάνει βάρδια σε αίθουσες κρύες
Και τον κοιτούν με τα γυάλινα μάτια τους
Οι νεκροί τάρανδοι του Άη- Βασίλη. 


Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή, Ιούνιος 2019,

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος Η προσκύνηση των ποιμένων



 


Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

Γιώργης Μανουσάκης - Μακρινή γέννηση


Εκείνο το τοπίο με τα έλατα
και το χιόνι τ' αμόλευτο
από πατημασιές ανθρώπων,
εκείνα τα τραγούδια τ' απαλά
τα γλυκά που τα λένε πολλές
φωνές παιδιάστικες δίχως την πιο μικρή παραφωνία
βγαίνουνε σίγουρα από τ' όνειρο
το δικό μας που ολοζωής ονειρευόμαστε
χωρίς ποτέ μας να το κατοικήσομε
– αχνός που διασκορπίζεται στον κρύον αέρα.

Όμως καμιά δεν έχουν σχέση
με το παιδί που γεννιέται
Δεκέμβρη μήνα
σε γη στεγνή κι άνυδρη
ριγώντας με τον παγωμένο γραίγο
γιατί η σπηλιά δεν έχει πόρτα
και τ᾽ άχυρα αγκυλώνουνε
το τρυφερό κορμί.

Και κανείς δεν παίρνει είδηση
εξόν από δυο τρεις βοσκούς αλαφροΐσκιωτους
και τους αγγέλους που πολύ ψηλά,
απόμακροι, ψέλνουνε με φωνές
που δεν ακούγονται εδώ κάτω.


Γιώργης Μανουσάκης

Χριστούγεννα 1997


ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1967-2007. ΑΝΕΚΔΟΤΑ-ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ

τόμος Β

Γαβριηλίδης 2013

Ζήσιμος Λορεντζάτος - Για Καρυωτάκη

  «Ἡ λεγόμενη, λοιπόν, Παλαιά Σχολή τῶν Ἀθηνῶν, ἄς βάλουμε ἀπό τό 21 μέχρι τό Ταξίδι (1888) τοῦ Ψυχάρη καί ἡ λεγόμενη Νέα Σχολή τῶν Ἀθηνῶν, ...