Μου δόθηκε το σώμα – τι να κάνω μ’ αυτό,
Τόσο δικό μου και τόσο μοναδικό;
Για τη χαρά αυτή που αναπνέω και που ζω
Σε ποιον, πέστε μου, να πω το ευχαριστώ;
Εγώ και το λουλούδι, εγώ κι ο κηπουρός,
Στη φυλακή του κόσμου δεν είμαι μοναχός.
Στης αιωνιότητας τον καθρέφτη έχει πια πέσει
Η δική μου αναπνοή, η δική μου ζέστη.
Θα σχηματιστεί απάνω του μορφή
Άγνωστη σε κάθε άλλη εποχή.
Ας πέσει η ομίχλη της στιγμής –
Τη γλύκα δε θα σβήσει της μορφής.
1909
*
Τη μορφή σου βασανιστική και άπιαστη
Δεν μπορούσα να ψηλαφίσω στην ομίχλη.
«Θεέ μου», είπα από λάθος,
Χωρίς να θέλω να το πω.
Θεός, όνομα σαν πουλί μεγάλο
Πέταξε μέσ’ απ’ τα στήθια μου.
Μπροστά πυκνή ομίχλη στροβιλίζεται
Και πίσω άδειο στέκει το κλουβί.
1912
*
Αϋπνία. Όμηρος. Τεντωμένα τα πανιά.
Τον κατάλογο των καραβιών διάβασα ως τη μέση:
Τούτη η μακριά ουρά, τούτο το τρένο γερανών
Που πέρασε κάποτε πάνω απ’ την Ελλάδα…
Όπως το νι που σχηματίζει σμάρι γερανών σε ξένα σύνορα,
Θεϊκός αφρός στις κεφαλές των βασιλιάδων –
Πλέγετε για πού; Με δίχως την Ελένη
Η Τροία τι θα ’ταν για σας, άντρες Αχαιοί;
Κι η θάλασσα κι ο Όμηρος – όλα κινούνται απ’ την αγάπη.
Ποιος θα μ΄ ακούσει; Ο Όμηρος σιωπά,
Μαγεμένη, όλο βουίζει η Μαύρη Θάλασσα
Και με βρόντο βαρύ πλησιάζει το προσκέφαλό μου.
1915
*
Ο ΑΙΩΝΑΣ
Αιώνα μου, θηρίο μου, ποιος θα μπορέσει
Να κοιτάξει μες στις κόρες των ματιών σου
Και με το αίμα του ποιος να συγκολλήσει
Δυο αιώνων τις σπονδυλικές;
Από τα γήινα πράγματα ποτάμι
Της ζωής το αίμα ξεχειλίζει
Και μόνο ο οκνηρός τρέμοντας στέκει
Στο κατώφλι των καινούριων ημερών.
Το κάθε πλάσμα όσο ζει
Τη σπονδυλική του κουβαλεί.
Το κύμα με την αόρατη
Παίζει σπονδυλική.
Σαν τραγανό παιδιού είναι τρυφερός
Της νεαρής μας γης ο αιώνας,
Και πάλι θυσία σαν αρνί,
Προσφέρουν το κρανίο της ζωής.
Για να ελευθερώσεις τη ζωή απ’ τη σκλαβιά,
Για να γεννηθεί καινούριος κόσμος,
Των ροζιασμένων ημερών το γόνατο
Πρέπει με τον αυλό να δέσεις.
Με πλήξη ανθρώπινη ο αιώνας τούτος
Το κύμα του κουνά
Και μες στα χόρτα αναπνέει η οχιά
Με το μέτρο του χρυσού αιώνα.
Ακόμα θα φουσκώσουν τα μπουμπούκια
Και το πράσινο βλαστούς θα βγάλει,
Μα εσέ σπασμένη είναι η σπονδυλική σου,
Θαυμαστέ και θλιβερέ μου αιώνα.
Χαμογελώντας δίχως νόημα
Αλλού κοιτάζεις, σκληρός κι αδύναμος,
Όπως θηρίο, ήτανε άλλοτε σβέλτο και δυνατό,
Τ΄ αχνάρια κοιτάζει απ’ τα δικά του πόδια.
*Μετάφραση άοπλο τα ρωσικά: Γιώργος Μολέσκης.
Πηγή:https://tokoskino.me/2025/12/10/%CF%8C%CF%83%CE%B9%CF%80-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BB%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BC-1891-1938-%CE%B5%CF%80%CF%84%CE%AC-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/?fbclid=IwY2xjawOm0qRleHRuA2FlbQIxMABicmlkETF0c0hwc0syczlsbVh6cjF1c3J0YwZhcHBfaWQQMjIyMDM5MTc4ODIwMDg5MgABHtebVWRHwBG7cB3pZJFt5Urd8sq5b1Ur3o969_y-uiG8KcfveKu1yypXO6vn_aem_b4L1ofd58kB4V1EZQAkdVQ
