Δεν ήταν πρώτος στα μαθήματα, ούτε στο τρέξιμο, ούτε στο πήδημα. Στην τάξη δεν τον πρόσεχε κανείς ιδιαίτερα, δεν είχε ακούσει ένα "μπράβο" και στα διαλείμματα, αν έπαιζε, ήταν πάντα μαζί μ' αυτούς που φτιάχνουν μια ομάδα. Ποτέ δεν ήταν αρχηγός. Αρχηγός ήμουν εγώ, ήταν ο Πότης, ο Βαγγέλης. Εμείς κανονίζαμε ποτέ θα παίζαμε πόλεμο ή κλέφτες κι αστυνόμους, εμείς είχαμε το προνόμιο να λέμε ιστορίες. Οι άλλοι άκουγαν. Όλο για κατορθώματα τους λέγαμε, ηρωισμούς, παλέματα, πετροπόλεμους, μονομαχίες. Και όλα φανταστικά! Το ξέραμε πως δεν ήταν αλήθεια αυτά που λέγαμε. Ποτέ δεν είχαν γίνει τέτοια πρέγματα στο χωριό μας, μα αυτό δεν είχε καμία σημασία.
Μιλούσαμε ακόμα και για φαντάσματα! Μας άρεσαν οι άγριες ιστορίες, που ανακατεύονταν οι υπερφυσικές δυνάμεις. Όλο κάτι είχαμε δει, όλο και κάτι είχαμε ακούσει. Και το δειλινό, την ώρα που μεγάλωναν και βάραιναν οι ίσκιοι, όλο σ' αυτά γύριζε η κουβέντα μας. Ανατριχιάζαμε, κρυφά, μα κανένας δεν τ' ομολογούσε.
Δεν ξέρω πώς βγήκε τότε η φήμη, που όλο και φούντωνε: Ο Αντρέας φοβάται! - Φοβάσαι βρε; Αλήθεια είναι πως φοβάσαι στα σκοτάδια; - Ναι, έκαμε ήσυχα όπως όλα του. Φοβάμαι, τη νύχτα αγριεύομαι, δεν το θέλω!
Και μια μέρα αναποδογυρίστηκε ο κόσμος όλος! Όλα, ότι πιστεύαμε, γκρεμίστηκαν έτσι σε μια στιγμή και το ξάφνιασμά μας ήταν μεγάλο, τόσο που για καιρό χάσαμε τα νερά μας και δεν ξέραμε πια τι να πιστεύουμε και τι όχι.
Μπήκε ο δάσκαλος στην τάξη ένα πρωί και κοίταξε τον Αντρέα.- Τη νύχτα ο Αντρέας δεν κοιμήθηκε διόλου, είπε. Αρρώστησε ο πατέρας του και πήγε να φέρει το γιατρό. Μα ο γιατρός δεν ήταν στο χωριό, γι αυτό χρειάστηκε να πάει ως τα Δεντρά, για να τον βρει και να τον φέρει.
Έπειτα άρχισε το μάθημα, μα κανείς δεν είχε νου ν' ακούσει. Έβρεχε έξω σιγανά κι όλων οι σκέψη ήταν στη χτεσινή νύχτα που ερχόταν η μπόρα η μεγάλη κι άστραφτε και βροντούσε και φύσαγε ο αέρας να ξεριζώσει δέντρα και πήρε σκεπές και γκρέμισε πεζούλια... Κείνη την ώρα ο Αντρέας - που το έλεγε όξω φωνή πως αγριεύεται στα σκοτάδια - περπατούσε ολομόναχος να φέρει το γιατρό.
Στο διάλειμμα πήγα κοντά του - ήταν κάποτε στην ομάδα μου, ήμουν άλλοτε αρχηγός του.
- Είδες, του είπα, μας κορόιδευες όλους τόσον καιρό. Δε φοβήθηκες διόλου χτες τη νύχτα!
- Φοβήθηκα! Ποιος το είπε πως δε φοβήθηκα; έκαμε νυσταγμένα. Κι έφυγε.
Ο ξάδερφος του πατέρα μου με πήρε μαζί του, από το χωριό στα 1919, Σεπτέμβρης μήνας ήταν. Με έβαλε στον κουμπάρο του, τον κυρ Γιάννη τον παπλωματά, να δουλέψω παραγιός. Το αφεντικό μου είχε ένα μικρό μαγαζάκι στην απάνω πόλη και πουλούσε μπαούλα, παπλώματα και στρώματα, ένα μικρό εμπόριο χωρίς ανεβοακατεβάσματα, μια σταθερή δουλειά που την έκανε όλο αξιοπρέπεια και περηφάνια. Ήταν καλό ανθρωπάκι, θεοσεβούμενος, σοβαρός, μετρημένος. Δεν βλαστήμαγε ποτέ, δεν έβριζε, δεν φώναζε. Από μιας αρχής με πήρε με καλό μάτι. Μου αγόρασε παπούτσια και ένα ντρίλινο κοστούμι που μου έπεφτε κάπως μεγάλο, αλλά δεν πειράζει, έλεγε, του χρόνου θα ψηλώσεις, όλα πρέπει να τα νοιάζεται κανείς! Χόρτασα κοντά του ψωμί, ναι μα την αλήθεια. Τον είδα από μιας αρχής σαν Θεό. Τι άλλο μπορεί να είναι ο Θεός; Σου σιγουρεύει το φαΐ και τον ύπνο, μεγαλώνεις χωρίς να κρυώνεις και να πεινάς, κάτι που ο πατέρας και η μάνα που με γέννησαν δεν το μπορούσαν. Αρκεί να είσαι δουλευτής, οικονόμος, λιγόλογος και πιστός. Εύκολα πράγματα. Έγινα ένα καλό πιστό σκυλί. Τα βράδια κοιμόμουν στο μαγαζί χωρίς να ανάβω λάμπα, ούτε κερί από το φόβο της πυρκαγιάς. Το πρωί ανέβαινα απάνω στο σπίτι του αφεντικού, και η κυρά μού έδινε να φάω. Στην αρχή δεν με ήθελε. Κάτι την έδιωχνε, κάτι δεν της άρεσε απάνω μου, λες και έφταιγα για κάτι που δεν το ήξερα. Από την πρώτη μέρα έβαλε τις φωνές.
-Τι μου τον κουβάλησες εδώ; Δεν μπορώ να τον έχω στο κεφάλι μου!
-Ένα πιάτο φαΐ, Αγλαΐα, δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Να κάνουμε και ένα ψυχικό. Ο Θεός τα βλέπει και τα λογαριάζει όλα…
-Μα θα μου βρωμίζει, θα θέλει λάτρα…
-Τίποτα, τίποτα δεν με θα θέλει. Θα δεις… Μόνο ένα πιάτο φαΐ. Και θα σου κάνει και δουλειές να μην κουράζεσαι εσύ…
Όλα αυτά είχαν ειπωθεί μαλακά, τρυφερά σχεδόν, με ένα διπλό νόημα, γιατί το αποτέλεσμα ήταν άμεσο. Η Αγλαΐα με δέχτηκε χωρίς γκρίνιες. Καθόταν και με κοίταζε που έτρωγα και μίλαγε μόνη της: «Για δες, για δες πείνα που την έχει. Αν του βάλω λίγο ακόμη θα το φάει, θα δεις που θα το φάει!».
Το κείμενο είναι απόσπασμα που προέρχεται από το βιβλίο της Γαλάτειας Σαράντη (1920 -2009) «Το ποτάμι», Εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα: 1992, σ.σ. 161-162.
Ένα κοινό πρωινό με λίγα σύννεφα σε κάποια μεγαλούπολη
όλες μας οι φροντίδες αποβλέπουν στο ευσυνείδητο σφουγγάρισμα των εθνικών μνημείων
ηλεκτρικοί λαμπτήρες αναμμένοι ακόμα έξω από τόπο κι από χρόνο οι απερίσκεπτοι καθώς εμείς και τα παιδιά μας κι η ζωή μας και παρακάτω η ειρωνεία των ανθρώπων που βγήκαν με την πίκρα τους στα μάτια
ένα κοινότατο πρωινό
από τη συλλογή: Καφενείο «Το Βυζάντιο» κι άλλα ποιήματα: Γαλαξίας - Ερμείας, 1980.
Εκεί που έπεσε είναι μια κόκκινη λίμνη, ένα κόκκινο δέντρο, ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια η πεσμένη καγκελόπορτα- χιλιάδες άλογα. Λαός καβαλίκεψε. Κομνηνέ! - φωνάξαμε. Γύρισε και μας κοίταξε δε φορούσε επίδεσμο ούτε στεφάνι. Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα και μαύρα, πιο μαύρα- καλπασμός, - η ιστορία Να προφτάσουμε.
"Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!" Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα, δεν σούστειλε ένα μήνυμα μητέρα, αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου, ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου. "Εδώ Πολυτεχνείο ,εδώ Πολυτεχνείο!"
Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι, χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα, σε στόματα μανάδων η κατάρα. Και τα κορίτσια και τ' αγόρια που μιλούσαν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν, δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία, κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.
"Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!" Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο, δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο, λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες, πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ καλώ βοήθεια, πρόφτασε,λαέ, βοήθεια, πρόφτασε,λαέ, σκοτώνουν τα παιδιά σου, οϊμέ! Τα νιάτα που έστησαν εδώ του Αγώνα τραγικόν χορό και τραγουδούν τη Λευτεριά, σου τα σκοτώνουν τα παιδιά. Της βίας ο δούλος ο μωρός δουλέμπορος, φονιάς μιαρός, σκοτώνει, λαέ, τα τέκνα σου, τ' αγόρια, τα κορίτσια σου.
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ τα νιάτα σέρνουνε χορό. Της Επιστήμης τα παιδιά και τραγουδάν τη Λευτεριά. Εδώ της νιότης ο άξιος νους, που χτίζει θέατρα, ναούς, σκεδιάζει ιδέες και μηχανές και δένει το αύριο με το χτες,
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ μέσα στης τέχνης το ιερό σκοτώνει η βία τα παιδιά που τραγουδούν τη Λευτεριά. Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ γίνεται ανήκουστο κακό! Της βίας ο δούλος ο μωρός του Χάρου μαύρος έμπορος, σφάζει τα τέκνα του λαού. τη νιότη, την ελπίδα του, το άνθος του αύριο, τον καρπό της τέχνης και της γνώσης, ω! Εδώ Πολυτεχνείου κραυγή καλούν το Χρέος κι η Τιμή Λαέ μας, βοήθα τα παιδιά. Ο αγώνας για τη Λευτεριά.
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη φωνή σου γενναίο παιδί: Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλάει ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων! Είχες βραχνιάσει να μιλάς με τις ώρες μα πιο πολύ ήταν το πάθος που ράγιζε το πυρωμένο μέταλλο της φωνής σου γεμίζοντας τους αιθέρες μ' ανατριχίλες και δάκρυα.
Κι ο πλανταγμένος λαός συσπειρωμένος μισός στους δρόμους και μισός στα σπίτια ρουφούσε λαίμαργα το τραύλισμα της λευτεριάς που σπαρταρούσε μέσα στο στήθος σου κι αγωνιούσε και παθαίνονταν κι έκανε προσευχές, Χριστέ μου, να μη σωπάσεις.
Γιατί χρόνια και χρόνια σ' αυτό τον τόπο είναι στη μοίρα του ν' ακούει αυτό το τραύλισμα που δεν προφταίνει να γίνει φωνή που δεν προφταίνει να γίνει φθόγγος και μουσική αναστάσιμη.
Γιατί χρόνια και χρόνια στην κρίσιμη στιγμή τα δολερά χέρια των τυράννων υπογράφουν το διάταγμα της σιγής σου.
Θητεύσαμε παιδιά στη νύχτα με ένα σταφύλι θυμού ατρύγητο. Τι αμόλυντη περηφάνια είχαν τα λόγια μας φωτίζοντας το θαύμα πού· θαύμα δεν έγινε.
Είναι από τότε που η μνήμη ερπετό ξυπνάει και τρώει απ' τη θλίψη και ύστερα λουφάζει σε τάφο συλημένο, γιατί πάντα θα ανθίζει η στοργή για τα ναυάγια που επιστρέφουν παράδοξα όπως σκιές του φονιά μέσα στα όνειρα.
Και είναι από τότε που βγάζουν στο σφυρί τα κουρέλια εκείνου του πάναγνου έρωτα· του πάναγνου έρωτα. Και όσοι τάχθηκαν πρώτοι, εξαργύρωσαν την κραυγή μας ερήμην.
Από κείνη τη νύχτα, ό,τι και αν πω, φωνάζει σαν αίμα.
Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες σώπασες τ' όνομά σου μες στη βοή της λάσπης περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα.
Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν για τη ζωή, όχι στο χαμό της για την τροφή, όχι τη στέρηση της για τη γνώση, με τη γνώση ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης ενάντια στις τρομερές λυχνίες της δισχιλιετηρίδας.
Θα 'ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών.
Φουκαραδάκι ο δύστυχος, είχε τελειώσει νυχτερινό γυμνάσιο. Για σπουδές ελπίδα δεν τ' απόμενε ούτε τόση Δε βάφονται τ' αυγά με τις πορδές!
Δούλευε εφαρμοστής. Δουλειά του πάγκου, θέλει σίγουρο χέρι και μυαλό ξουράφι. Κι ήταν ο πιο ξυπνός στου Μαστροβάγγου —Δω μέσα ρε παιδιά, πηγαίνω στράφι!
— Ε! όχι δα ρε Μπάμπη, εδώ μαστόροι πολύ παλιοί σου βγάζουν το καπέλο. Τι παραπάνω θά 'θελες αγόρι; — Θά 'θελα να σπουδάσω, μα όσο κι αν θέλω...
Πολυτεχνείο το λεν, δεν είν' αστεία, αν βρίσκονταν παράδες κι αν... και αν... για φροντιστήρια, δίδακτρα, βιβλία... (κι ας λεν πως είναι η παιδεία «Δωρεάν»)
Εν τέλει τα κατάφερε και μπήκε μέσ' στη σχολή που επόθει, μιαν εσπέρα στα τέλη τον Νοέμβρη. Και μια σφαίρα στα φλογισμένα στήθη τον ευρήκε.
Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!...» στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως άστραψε σ' όλες τις ψυχές τ' άφταστο μεγαλείο της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!
Τ' ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα, και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ' άστρα το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.
Στα παλληκάρια που' πεσαν στην άνιση την πάλη
δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια!
Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!...
Τσιμέντο και σίδερο στον πνιγμένο αέρα πανάρχαια γόησσα Αθήνα γυαλίζει τ' άσπρο σου στήθος απόψε άσε με να σου το σφίξω μέχρι να πονέσεις χύνοντας κόκκινο γάλα καθώς θ' ακούς το τραγούδι της συνουσίας παράμερα στα δεντράκια δύο μαθητών του γυμνασίου και το ρυθμό της καρδιάς μου σ' αυτό το βράδυ των μεθυσμένων συντριβανιών του αμύγδαλου-κόσμου ................................................................................ Ακου το ουρλιαχτό του περιπολικού και κοίτα Αυτούς που οτυς βάζουν στο αυτοκίνητο και Βιαστικά τους οδηγούν στο τμήμα . Με προβολείς στο μάτι τους ρίχνουν κάτω Τους ψάχνουν κι η μέση τους σπάει στο τραπέζι Και τους αφήνουν με το στόμα πεταμένο Στον ουρανό πάνω σ' ένα κολοσιαίο Κλάξον αυτοκινήτου πάνω στο δάπεδο του γραφείου Τα παιδιά με τα γυαλιστερά εξαρτήματα Ειδικευμένα στον τρόμο και τα μεγαλοπρεπή Σειρήτια στα μάτια τους. Κι αυτοί που Έχουν δολοφονηθεί αδιαμαρτύρητα ή πετάχτηκαν Απ' την ταράτσα του κτιρίου μετά το πέρας Των ανακρίσεων όπως γίνεται στο σινεμά Κι αυτοί που αφανίστηκαν μες στη θάλασσα Θέλοντας να το σκάσουν και οι καιροί Αποθρασύνοντας τον ισχυρό Σ' αυτό τον κόσμο τον παράφρονα της φυλακής.
Κι αυτοί που πολτοποιήθηκαν απ' τα τανκς Μέσα στο Πολυτεχνείο ή έσκασαν απ' τα καπνογόνα κι αυτοί που σταυρώθηκαν Στα διασταυρούμενα πυρά Φωνάζοντας μέχρι τον άλλο κόσμο «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
Ένας βραχνός λοχίας μας γκρεμίζει στη Νύχτα με σιδερένιους λοστούς. Ανοιξιάτικα όνειρα τουφεκίζονται στον αυλόγυρο του Πολυτεχνείου.
Ο στρατοπεδάρχης καπνίζει νευρικά το τσιμπούκι του καθαρίζει την υγρασία στα τζάμια και μετράει τους σκοτωμένους απ' το παράθυρο.
Ύστερα σηκώνεται πλένει τα χέρια του ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη λέει ένα σκληρό «αυτός είμαι» και ξαπλώνει στο κρεβάτι να κοιμηθεί.
Μα πριν αδειάσει το γυάλινο μάτι του στο ποτήρι σηκώνει με αργές κινήσεις το τηλέφωνο και καλεί το Επιτελείο: «Στρατηγέ μου, η εκστρατεία εστέφθη υπό πλήρους επιτυχίας Το στρατόπεδο ετέθη πάλι υπό έλεγχον Καληνύχτα σας».
ΛΕΝΑ ΠΑΠΠΑ Στούς σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα κείτεται -δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε- για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου, και συ στο σπιτάκι σου, μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται, η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια. Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό, γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του. Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου, για να 'χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο...
Το σώμα και το αίμα - Ακόμα μια δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου (1977)
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος φωνάζει συνθήματα πάνω απ' τους δρόμους ο τρίτος φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες έρωτας είναι τ' όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους οι νεόνυμφοι βγήκαν απ' το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ' τη νύχτα απ' το απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον έτσι είπε πάνω στη στέγη κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το σπασμένο ποτήρι κι η μυρωδιά απ' τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι
Τρείς νύχτες καίγανε οι φωτιές την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα και τότε τον είδα λαμπαδιασμένο απ' τις ζητωκρυαγές να τρέχει προς το θάνατο Αλέξανδρε του φώναξα Αλέξανδρε κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε, πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο δε βρήκα παρά στάχτη
Σ' όλους τους δρόμους οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.
ΛΕΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΒΙΑ Προς Αντιγόνην (Αποσπάσματα)
Φέτο δε θά 'ρθει η άνοιξη, δε θ' αφήσουμε τους κούκους να τιτιβίσουν τα τραγούδια των στασιαστών, τις μυγδαλιές να τους μυρώσουν, όχι, τον ήλιο δε θα τον αφήσουμε να ξεκαλοκαιριάσει, και τα τζιτζίκια να τσιρίζουν ζει ζει ζει.
Ετούτος ο Νοέμβρης θα μείνει καρφωμένος μέσα στο χρόνο, με τις ατέλειωτες του νύχτες, με το βοριά στα στηλωμένα μάτια μας, με τους τριγμούς κλαριών ή πατημάτων, κρωγμούς ή συνθηματικές κραυγές συνωμοτών.
Δεν ξεγελιόμαστε απ' τα τεχνάσματα σας. Κάποιος ρίχνει κόκκινο χρώμα στα ποτάμια — δεν έρευσε από φλέβες τόσο κόκκινο. Κάποιος βάφει πορφυρένια τη θάλασσα και τα σύννεφα στάζουν αίματα, αίματα, πλημμυρίζουν οι δρόμοι.
Τα ποιήματα είναι από την ανθολογία του Ηλία Γκρη ΄Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοέμβρη στη λογοτεχνία', εκδόσεις Μεταίχμιο.