Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025

Maria Helena Vieira da Silva - Χριστουγεννιάτικοι πεζοί


 

Θωμάς Τσαλαπάτης - Μέσ’ στην καρδιά του θέρους

 Η επιλογή βιβλίων πριν από ένα ταξίδι είναι από μόνη της μια ξεχωριστή διαδικασία. Οχι κάτι με το οποίο πρέπει να ξεμπερδεύεις αψήφιστα. Ως έναν βαθμό έχει την ίδια σημασία με τον τόπο που επιλέγεις να πας. Είναι το μέσα τοπίο, το άλλο, ικανό να αλλάξει το έξω τοπίο προς το καλό ή το κακό. Αρα από ένα βιβλίο εξαρτώνται τα πάντα, ακόμη και ο προορισμός σου. Πόσο μάλλον το καλοκαίρι όταν ο χρόνος διαστέλλεται και ορίζει τη δική του έκταση.

Φέτος ένιωθα μια επιτακτική ανάγκη για ξεκούραση. Είπα λοιπόν να επιχειρήσω κάτι διαφορετικό από ό,τι συνήθως. Φέτος αποφάσισα να πάρω μαζί μου αποκλειστικά βιβλία που είχα διαβάσει. Με τον τρόπο αυτό οι δυνατότητες ανάγνωσης πολλαπλασιάζονται. Μπορείς να διαβάσεις ευθύγραμμα ή αποσπασματικά, να γυρίσεις πίσω σε παλιές υπογραμμίσεις και να τις σκεφτείς. Και μαζί τον χρόνο που έφερε την υπογράμμιση. Μαζί με την ανάγκη αυτή μια δεύτερη ανάγκη ήρθε σχεδόν αβίαστα. Μια ανάγκη για γλώσσα. Οχι για μια οποιοδήποτε γλώσσα, αλλά για τη γλώσσα αυτή που χαίρεται τον εαυτό της και μαζί μια γλώσσα σε αντιστοιχία με το τοπίο και τους ανθρώπους, σε αντιστοιχία με μένα και όσα κουβαλάω μέσα μου. Η επιλογή μου ήταν ο ελληνικός σουρεαλισμός. Ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος, τα πεζά του Σκαρίμπα. Και θεωρώ πως δεν θα μπορούσα να έχω κάνει πιο επιτυχημένη επιλογή. Η στρατηγική δούλεψε στην εντέλεια.

Και αν η αρχική μου πρόθεση ήταν να γράψω έναν κείμενο για την ελληνική εκδοχή του σουρεαλισμού (το κείμενο αυτό θα ακολουθήσει την επόμενη εβδομάδα και στη συνέχεια ακόμη ένα για το «Σόλο του Φίγκαρο», ίσως το ωραιότερο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ), νιώθω μαζί την ανάγκη να τη συνδυάσω με το καλοκαιρινό τοπίο. Ακριβώς για να δώσω τις παραμέτρους με τις οποίες λειτούργησε η ανάγνωσή μου. Ακριβώς για να περιγραφεί το πλαίσιο στο οποίο συνέβη η εμπειρία της ανάγνωσής μου.

Ένα ποίημα διαβασμένο δίπλα στη θάλασσα δεν είναι απλώς ένα ποίημα. Είναι μαζί και η θάλασσα. Η λέξη θάλασσα, το τοπίο, όσα τα διαχωρίζουν και όσα τα φέρνουν πιο κοντά. Ενα ποίημα, όπως ένας πίνακας, εξαρτάται από όσα το περιστοιχίζουν. Βγαίνει από το χαρτί όχι για να συναντήσει τη βουβαμάρα του γραφείου, αλλά για να αναζητήσει έναν τόπο να απλωθεί, ένα στόμα να ριζώσει, μια καταγωγή να πολιτογραφήσει. Τόσο συχνά ξεχνάμε πως τα ποιήματα είναι ζωντανοί οργανισμοί. Πως πάλλονται και είναι γεμάτα χυμούς. Πως είναι ελατά και όλκιμα. Τελικά προϊόντα και πρώτες ύλες μαζί. Εχεις ανάγκη την κατάλληλη πλαισίωση και τον ταιριαστό χρόνο ώστε να τα θυμηθείς.

Το να διαβάζεις τον «Μπολιβάρ» ή την «Οκτάνα» δίπλα στη θάλασσα την ώρα εκείνη που όλοι μαζεύονται γιατί αρχίζει να νυχτώνει, την ώρα εκείνη που σκάει η πρώτη ψύχρα του καλοκαιριού που κουβαλά όλες τις επόμενες εποχές που πλησιάζουν, δεν είναι απλώς μια εμπειρία ανάγνωσης. Είναι μια εκ νέου νοηματοδότηση μιας εμπειρίας που επαναλαμβάνεται και μαζί συμβαίνει για πρώτη φορά.

Είναι η γλώσσα αυτή καθαρή και ελεύθερη μαζί, είναι το φως αυτό του ελληνικού καλοκαιριού συμπαγές και μαζί ανάλαφρο. Είναι η συνάντηση αυτή όχι ένας απλός συνδυασμός, αλλά μια στιγμή όπου το ένα γεννάει το άλλο ισόποσα σε μια ατελείωτη διαδικασία συμπυκνωμένη. Και οι λέξεις αντηχούν όμοια με το κύμα, όμοια με την εκπνοή όλων των ταυτόχρονων πραγμάτων, όμοια με την εισπνοή του καλοκαιριού. Σε μια γλώσσα που ξεπερνάει τις λέξεις, ξεπερνάει τα τοπία και γίνεται τελικά -έστω για μια στιγμή- αλφάβητο εκείνου που δεν μπορεί να ειπωθεί.

* Ο τίτλος είναι δάνειο από το «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων» του Ανδρέα Εμπειρίκου

Πηγή: https://www.efsyn.gr/nisides/anohyroti-poli/484607_mes-stin-kardia-toy-theroys

John Berryman - Ποιήματα

 145.

Μα κι εγώ τον αγαπάω: κακό εμένα δε μού 'κανε
πηγαιμένος σαράντα χρόνια τώρα - χαλάλι πια -
αγγίζω τώρα την απελπισία του,
ένιωθε χάλια σαν τον Ουίτμαν πάνω στον πύργο του
μα δεν ξανοίχτηκε μ' εμένα ή τον αδελφό μου
σαν που φοβέριζε -
δεινός κολυμβητής, να πάρει έναν από μας μαζί
για συντροφιά προς την υπέρτατη ήττα,
κόβοντας το αίμα της φουκαριάρας της μάνας μου:
απλώς και μόνο, σηκώθηκε πρωί πρωί,
με το πιστόλι του, βγήκε και πλάι στο παράθυρό μου
έκαμε το αναγκαίο.
Δεν καταφέρνω να διαβάσω τούτο το δύστυχο μυαλό, τόσο γερό
και τόσο αποκαμωμένο. Προσπάθησα, προσπάθησα και προσπαθώ
να συγχωρέσω
το φρενιασμένο διάβα του οποίου, σαν δεν μπορούσε
να ζήσει καν μια στιγμή παραπάνω, μες στην καλοκαιριάτικη αυγή
παράτησε τον Ερρίκο να συνεχίζει τη ζωή.
*
153.
Τά 'χω με τον Θεό που ξέκανε τούτη τη γενιά.
Πρώτον άρπαξε τον Τεντ, έπειτα τον Ρίτσαρντ, τον Ράνταλ, και
τώρα τον Ντελμώρ.
Στο αναμεταξύ κατάπιε τη Σύλβια Πλαθ.
Ήταν μπουκιά και συχώριο. Άφησε ζωντανούς κάτι βλάκες
που θα μπορούσα ν' αριθμήσω σαν το μαχαίρι της κουζίνας
αλλά τον Λόουελ δεν τον επείραξε.
Κάπου συνεχίζεται η δουλειά, πλην όχι -
κίτρινος ο ήλιος κουρνιάζει πάνω στο μπλουζάκι του μωρού -
μες στη συγκλονισμένη σκέψη του Ερρίκου.
Νομίζω πως μια λέξη πάει εδώ, πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι.
Πιο μετά.
Κρατιέμαι, και δεν θα προσμετρηθώ μαζί τους.
Κάποιος φίλος του Ερρίκου σύγκρινε την καριέρα του Θεού
με του Μόζαρτ, κάνοντας τον Ερρίκο να μη βρίσκει
παρά λόγους επαίνου για τόσο εύστοχη λέξη.
Υποφέρουμε και πάμε, μέρα τη μέρα και κάθε μέρα.
Και ποτέ μην ξανάρθουν, σαν άντρας χαστουκισμένος,
νέα σαν κι ετούτα 'δω.
*
171.
Σύρε κακότυχο βιβλίο, και ψιθύρισέ της ή
βροντολάλησε μόνο για το δικό της αυτί
πως είναι μια ωραιότης.
Μνημόνευσε βασιλέματα, μην παραλείψεις τα μάτια της,
το στόμα και τις λοιπές απόψεις, παίνεψε τα μέτρα της,
πες πως η μορφή της είναι μία πληρότης.
Πες πως η μορφούλα της είναι ουράνια κάργα,
τόσο που έκπληκτος ο Ερρίκος παραμιλά σαν τρελλός
και δεν αγροικά.
Πες πως είναι απαλή η μιλιά της, σεμνό το βήμα της,
κόσμια στις συνάξεις, και στα πάντα
διατράνωσε τη δική της υπεροχή.
Μη λησμονήσεις, σαν όλα γίνουν κατά πώς πρέπει
και τα λαμπρά της χαρίσματα ξεδιπλωθούν ένα προς ένα
πως συμπαθεί τον Ερρίκο να προσθέσεις,
γι' άγνωστους λόγους, και πως η μοίρα τους έχει δεμένους
σφικτά με δεσμούς που δεν σπάνε
και είναι χάρμα να τους βλέπεις.
*
172.
Το τραπέζι μου κλωσάει τη μορφή σου, Αυτοκτονία.
Το κράτος σου ξέσπασε σαν χείμμαρος ενώ σίγαζε
η οργή και η αγωνία.
Στην αρχή σε βάφτισαν Σύλβια Πλαθ
κι ύστερα έγινες Κα Χιουζ και γέννησες
κι άρχισες να ζουρλαίνεσαι
ώσπου ο φούρνος πίστεψες ήταν η θέση που σου άρμοζε.
Συλλογίζομαι τη μορφή σου, τη γεωγραφία του πόνου,
κουκουλωμένος, όσο να συμφωνήσω και πάλι
πως έκανες καλά να χωριστείς από μας τώρα
αν και τα τσιριχτά των ορφανών με καθηλώνουν εκ νέου.
Το βάσανό σου εδώ ήτανε σύντομο,
η έξοδός σου αντηχεί βαριά κι ασταμάτητα,
φτωχό παράδειγμα, μια επιπλέον αυτοκτονία,
στον ίδιο σωρό με των άλλων
ώσπου το συντρίμμι Ερρίκος με τις αδελφές και τ' αδέλφια του
που ξάφνου χάθηκαν στέκει κι αναρωτιέται τώρα
γιατί να παλεύει μονάχος με το κακούργο ρεύμα.
JOHN BERRYMAN
ΟΝΕΙΡΙΚΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΕΚΛΟΓΗ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ
Δίγλωσση έκδοση
ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ 2021

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη

Γλυκερία Μπασδέκη - Ένα ζων αρτιμελές άρρεν


χαιρέτησα 

Πλαστήρα και Παπάγο


μπροστά μπροστά

ο Άη Σπυρίδωνας

η φιλαρμονική

η μάνα μου η συγχωρεμένη


κόβανε, ράβανε, μια άσπρη ετοίμαζε

ορούς,

υπήρχε αναστάτωση σαφέστατα


(δεν πήγαινε άλλο-

έπρεπε να βγεις)


γράφω μετά το ποίημα, σκέφτηκα


σύρε καλέ την άλυσον, Ενδυμίων, 2011.


Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, «Σκιές III»

Σ' αυτόν τον δρόμο ζουν ακόμα ξεχασμένες 
οι παιδικές σκιές μας και τις βλέπω σαν νυχτώνει 
με τόση θέρμη αλήθεια- τόσο πάθος 
τόσην αθώα έγνοια στο παιχνίδι.

Κι ούτε που πρόσεξαν ποτέ πως φύγαμε όλοι 
πως μεγαλώσαμε, πως πέρασαν τα χρόνια. 
Μήτε το ξέρουν πως για πάντα μόνες μείναν
 πως οι μανάδες δε θα βγουν να τις γυρέψουν 
φωνάζοντας στις πόρτες τους, «Μαρία» 
«Δημήτρη», «Γιώργο», «Νάντια», «Βαγγελάκη».

Αχ, δεν προσέξανε ποτέ πως όλοι φύγαμε 
πως οι μανάδες τους δε μένουν πια στο σπίτι 
πως άλλο σπίτι δεν τους έμεινε απ' τον δρόμο 
να παίζουν, να γελούν, να ξεφωνίζουν 
έξω απ' τον χρόνο τόσο έρημες κι αθώες.

(Από τη συλλογή «Μνήμες της ρίζας», εκδ. Κουκκίδα, 2020)

Γ. Λ. Οικονόμου - Παράπονο

Έβαλα τέσσερις πέτρες για εστίες
χάρισα και την μπάλα μου

μόνο να παίξω ήθελα
αυτοί μ’ άφησαν έξω

μόνο να παίξω ήθελα
χάσω κερδίσω ένα και το αυτό
 
μόνο να παίξω ήθελα.

(Από τη συλλογή «Ένα με τη σκόνη», εκδ. Τύρφη, 2017)


Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/special-categories/badges/oi-poiites-mas-otan-epaizan-paidia/4/ ]

Pearl Jam - Once