Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης - [άτιτλο]

Τρεις μήνες στην τάξη ούτε που τον πρόσεξα. Συμβαίνουν αυτά, όταν έχεις να κάνεις με καινούριο σχολείο. Εκατό και εκατόν πενήντα καινούριες φάτσες, άλλα ονόματα. Όπως εκείνη τη φορά στην ενημέρωση γονέων. Που μ’ άφησε ο άθλιος να μιλάω τέσσερα λεπτά για τον γιο του, τις επιδόσεις και το ήθος του – κόρη είναι, μου ’πε με ξερή φωνή στο τέλος.

Εν πάση περιπτώσει, έλεγα για τον μαθητή που τρεις μήνες τον είχα στην τάξη, αλλά έμελε να τον αναγνωρίσω σε κέντρο συνεστιάσεων σαν γκαρσόνι. Οπότε και τον πρόσεξα καλύτερα, εννοώ απέκτησε ένα ορισμένο όνομα και μια αναγνωρίσιμη μορφή ανάμεσα στο πλήθος των υπολοίπων. Κι ας προτιμούσε να περνάει λάθρα, στο τελευταίο θρανίο με το κεφάλι ακουμπισμένο στους αγκώνες και τους αγκώνες ακουμπισμένους στο θρανίο.

Τα νεύρα και η αμηχανία, οι ύπνοι και οι ξύπνοι των τελευταίων θρανίων είναι ο πιο αντικειμενικός κριτής των διδακτικών επιδόσεων του εκπαιδευτικού, σε πείσμα των σηκωμένων χεριών και του προσηλωμένου βλέμματος των πρώτων θρανίων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο αίσθημα ικανοποίησης απ’ το να αντιλαμβάνεσαι το τελευταίο θρανίο να παρακολουθεί με ενδιαφέρον την απαγγελία σου από το «Με τι μάτια τώρα πια» του Άρη Αλεξάνδρου, παρότι μάζευε μέχρι τις τέσσερις τα ξημερώματα τα αποφάγια από ’να γαμήλιο γλέντι, ενώ την ίδια στιγμή εσύ έσβηνες το αυτοκίνητο σε κάποιον επαρχιακό δρόμο και κοιτούσες σιωπηλός τον σκοτεινό θόλο του ουρανού.

Ποιοι βαθμοί, ποιες αριστείες, ποια πανεπιστήμια να σε χωρέσουν, ρε Αργύρη; Μια παραπληγική αδελφή, ένας πατέρας υποαπασχολούμενος και μια μάνα με κατάθλιψη στο σπίτι.

 Δυτικά του Βάλτου

Michalis Economou, Fisherman’s house near the water, 1912


 

Βασἰλης Κουντζάκης - Παλιά συζήτηση


Η ιστορία δεν γράφεται σε δυο τρεις γραμμές 

πάντα περιμένεις κάποιον να έρθει 

κάποιον από το παρελθόν 

μέσα σ' ένα σκονισμένο ηχείο 

μια μουσική μετά τις δώδεκα 

όταν το νερό έχει λιγοστέψει 

και μπαίνει θριαμβευτικά 

στα έρημα προάστια


κάθε φορά που βρίσκονται 

λίγες λέξεις  

μπορείς να βρεις τις φωτογραφίες, 

ν' ακούσεις τον δρόμο 

ακόμα κι αν 

το 

παράθυρο 

είναι 

κλειστό. 


Βασίλης Κουντζάκης, από τη νέα ποιητική ενότητα "Κωμόπολη".

Βασίλης Κουντζάκης - Ομοιομορφία


Μυθοποίηση μιας εποχής

μουχλιασμένο χαλί, ίδιο ποτήρι

μνήμη ολοένα πιο ασαφής

κρυφά περάσματα της νύχτας·

αόρατα σχέδια πάνω σε τοίχους

έξω, ο χρόνος, τα σκοτεινά σώματα, η ροή της νιότης,

πρακτορεία, σταθμοί, ερημιά.


Αέρας τρυπώνει κάτω από τα φύλλα

μπλέκεται στους κισσούς

μια ήρεμη πρωινή θάλασσα

ξεπλένει το συσσίτιο της σάρκας. 


Βασίλης Κουντζάκης, Τηλεφωνικός θάλαμος, εκδ. Εκάτη, 2024.

Anathema - Fragile Dreams


 

Ειρήνη Απέργη - 1979


 

Βάσω Χριστοδούλου - Πιο πολύ


Θα' θελα.
Δεν ξέρω τι,
αλλά θα 'θελα να ήμουν πιο
ή έστω κάποιες καταλήξεις συγκριτικού.
-να πάρω το αμάξι μου να πάω στη θάλασσα, μόνη.
Να μη με νοιάζει
αν χαθώ στο δρόμο
και να μη δίνω δεκάρα
που είμαι φρικτή στα διλήμματα.
Να μην ξαναπώ ''μου αρκεί''
να μην ξανανιώσω ''δεν πειράζει''.
Κάτι Σαββατόβραδα
με πιάνει να θέλω πιο πολύ
και πιο πολύ
και με πεισμώνει
και με πείθει
ο άτιμος υπερθετικός.
Κι έρχεται το ξημέρωμα
ξεφουσκώνουν τα μέσα μου
κι η θέληση αδειάζει απ' την πολλή απραξία.
Θα μπορούσα
να πάρω το αμάξι μου να πάω στη θάλασσα, μόνη.
Βάσω Χριστοδούλου ( 1982 - )
Πηγή: « Sati» - Εκδόσεις: Κύμα- 2019