Τρεις μήνες στην τάξη ούτε που τον πρόσεξα. Συμβαίνουν αυτά, όταν έχεις να κάνεις με καινούριο σχολείο. Εκατό και εκατόν πενήντα καινούριες φάτσες, άλλα ονόματα. Όπως εκείνη τη φορά στην ενημέρωση γονέων. Που μ’ άφησε ο άθλιος να μιλάω τέσσερα λεπτά για τον γιο του, τις επιδόσεις και το ήθος του – κόρη είναι, μου ’πε με ξερή φωνή στο τέλος.
Εν πάση περιπτώσει, έλεγα για τον μαθητή που τρεις μήνες τον είχα στην τάξη, αλλά έμελε να τον αναγνωρίσω σε κέντρο συνεστιάσεων σαν γκαρσόνι. Οπότε και τον πρόσεξα καλύτερα, εννοώ απέκτησε ένα ορισμένο όνομα και μια αναγνωρίσιμη μορφή ανάμεσα στο πλήθος των υπολοίπων. Κι ας προτιμούσε να περνάει λάθρα, στο τελευταίο θρανίο με το κεφάλι ακουμπισμένο στους αγκώνες και τους αγκώνες ακουμπισμένους στο θρανίο.
Τα νεύρα και η αμηχανία, οι ύπνοι και οι ξύπνοι των τελευταίων θρανίων είναι ο πιο αντικειμενικός κριτής των διδακτικών επιδόσεων του εκπαιδευτικού, σε πείσμα των σηκωμένων χεριών και του προσηλωμένου βλέμματος των πρώτων θρανίων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο αίσθημα ικανοποίησης απ’ το να αντιλαμβάνεσαι το τελευταίο θρανίο να παρακολουθεί με ενδιαφέρον την απαγγελία σου από το «Με τι μάτια τώρα πια» του Άρη Αλεξάνδρου, παρότι μάζευε μέχρι τις τέσσερις τα ξημερώματα τα αποφάγια από ’να γαμήλιο γλέντι, ενώ την ίδια στιγμή εσύ έσβηνες το αυτοκίνητο σε κάποιον επαρχιακό δρόμο και κοιτούσες σιωπηλός τον σκοτεινό θόλο του ουρανού.
Ποιοι βαθμοί, ποιες αριστείες, ποια πανεπιστήμια να σε χωρέσουν, ρε Αργύρη; Μια παραπληγική αδελφή, ένας πατέρας υποαπασχολούμενος και μια μάνα με κατάθλιψη στο σπίτι.
Δυτικά του Βάλτου