Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Paul Valery - Tρία Ποιήματα

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΡΑΣΙ
Μια μέρα, πλέοντας μες στον Ωκεανό
(μα δεν θυμάμαι πια ποιόν ουρανό είχα επάνω),
λίγο κρασί ακριβό αδειάζω στο κενό,
στο Τίποτα σαν νά ’θελα σπονδή να κάνω.
Ποιός νά ’θελε, ω, ποιος την απώλειά σου, ω αλκοόλη;
Στο θείον ίσως νά ’δειξα υπακοή;
Ή μήπως από μέριμνά μου όλη κι όλη,
αντί αίματος του ονείρου, να έχυσα κρασί;
Τη διαύγειά του, οπού ’μαστε συνηθισμένοι
και τη σαν ρόδο ολάνοιχτο αρωματισμένη,
η θάλασσα η εξ ίσου αγνή την πήρε πέρα…
Κρασί χαμένο – μεθυσμένα κύματα!…
Και να τα! αναπηδάνε στον πικρόν αγέρα
(φερμένα απ’ τους μυχούς) αιθέρια σχήματα…
Ο ΜΑΥΛΙΣΤΗΣ, Ι
Εσείς καμπύλες, μαίανδροι,
του ψεύτη μυστική απορία:
ποια τέχνη να ’ν’ πιο τρυφερή
απ’ ό,τι τούτ’ η αργοπορία;
Πού σε πηγαίνω ως οδηγός
καλά το ξέρω – θα σ’ το γράψω:
κακός μπορεί νά ’ν’ ο σκοπός·
δεν θέλω, ωστόσο, να σε βλάψω.
(Κι αν κάποια σου χαμογελά
με το καμάρι που γνωρίζει
το κάλλος, τόση, ω, αποκοτιά
την αποπροσανατολίζει.)
Εσείς καμπύλες, μαίανδροι,
του ψεύτη μυστική απορία:
να κάμω θέλω ν’ ακουστεί
η λέξη η τρυφερή, κυρία!
Ο ΜΑΥΛΙΣΤΗΣ, ΙΙ
Τρελά, κακά δες ξεκινάνε
(σαν μέλισσα ονειρευτή)
τα χείλη μου και σε φιλάνε
μες στο καυτό σου το αφτί.
Λατρεύω την αδύναμη
κατάπληξή σου – μια τολύπη·
και απλώς βουτάνε μέσα εκεί
καρδιάς ερωτικής οι χτύποι.
Ποιό θαύμα, εν τούτοις, έχει γίνει;
Βουίζει… το αίμα σου βομβεί!
Και ναι, ναι, είμαι αυτός που δίνει
στην αύρα νόημα και ζωή.
Στα κρεμαστά σου τα μαλλιά
και τρυφερή και κακιωμένη η
ψυχή μου τώρα τυραννά
ό,τι ποθεί σαν λιμασμένη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
[Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου