Ι
Το ξανθό παλληκάρι του καλοκαιριού
έχει μια γαλανή γραμμή πάνω στο λείο μέτωπο.
Στα καστανά του μάτια κρατάει τις αχτίδες του ήλιου
μισοκλείνοντας τα σκιερά βλέφαρα,
ψιλοπαίζοντας τις βλεφαρίδες αχτιδωτές.
Ηλιοψημένο στυλώνει το λαμπρό κορμί,
αμέριμνα χαμογελά και άσκοπα.
Φαντάζουν κάτασπρα τα δόντια του,
μοιάζουν τ' άσπρα χαλίκια, καθαροπλυμένα,
στ' ακρογιάλι του γαλάζιου και κρυστάλλινου νερού.
ΙΙ
Φως καλοκαιρινό γαλάζιο, και χρυσό...
Φουσκώνει αεράκι ελαφρό,
πλανιέται ανάλαφρο αερικό που χάνεται,
για να ξανάρθει δυναμωμένο,
δήθεν θυμωμένο.
Πώς είναι θυμωμένο;
Αφού φέρνει γέλιο χαριτωμένο,
νεανικό, κρυμμένο, άφαντο.
Δοσμένο στο πλούσιο φως,
αμέριμνο, ευτυχισμένο.
ΙΙΙ
Άψογα και προπάντων ζωντανά,
ωραία σώματα νεανικά,
τούτη ζητώ τη βεβαιότητα.
Mη μου θυμίσεις την αρετή,
έχει γεράσει, φόρεσε γυαλιά
με σκελετό χρυσό, φυλάγει
από το φως τ' άχροα μάτια της.
Έχει αραιά μαλλιά, κοκκινωπά,
ασπριδερή επιδερμίδα, όλο φακίδες
κιτρινωπές.
Πες, αν μπορεί
να καταλάβει μια τέτοια γυναίκα
την υπερηφάνεια που χαρίζει ο ήλιος
στο λαμπρό σώμα, εφηβικό,
εκείνου του εφήβου ακριβώς,
που στάθηκε γυμνός και όρθιος,
στην πλώρη της άσπρης βάρκας.
Περνούσε το βαποράκι
της συγκοινωνίας για τα θαλάσσια λουτρά
και οι παχιές γυναίκες με τα πολλά παιδιά,
χειροκροτούσαν απ' το πλοίο έξαλλες.
Από την ποιητική συλλογή Παραμύθια του κήπου (1955), η οποία περιλαμβάνεται στον τόμο Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, Τόμος δεύτερος 1955-1973 (Οι εκδόσεις των φίλων).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου