Μπαλτάζαρ (1958)
Μέρος Πρώτο
Ι
Χρώματα του τοπίου: καφέ προς το χάλκινο, ουρανός που μοιάζει να καταγκρεμίζεται, χαμηλό νέφος, έδαφος μαργαριταρένιο με φωτοσκιάσεις όμοιες με το μέσα μέρος του κοχυλιού, ανταύγειες στο ιώδες. Η λιονταρόσκονη της ερήμου: οι τάφοι των προφητών μοιάζουν τσίγκινα και χάλκινα δοχεία μέσα στο λιόγερμα πάνω απ’ την αρχαία λίμνη. Οι τεράστιες καθιζήσεις της άμμου φαίνονται από ψηλά σαν υδατογραφήματα σε χαρτί· τα πράσινα και τα κίτρινα παραδίνονται στο γκρίζο των μετάλλων, ένα πανάκι — σκούρο φτερό μονάχο, υγρό, παλλόμενο· μια νύμφη με τα κολλώδη φτεράκια της. Η Ταπόσειρις νεκρή, ανάμεσα σε πεσμένους κίονες και τραβηγμένες σημαδούρες της θάλασσας, πέρασε η εποχή των ψαράδων… Η Μαρεώτις κάτω από έναν ουρανό σαν θερμή πασχαλιά.
καλοκαίρι: κίτρινη ώχρα στην άμμο, ζεστός ουρανός, μαρμάρινος.
φθινόπωρο: το γκρίζο, σαν το οίδημα μιας πληγής.
χειμώνας: παγερό χιόνι, ψυχρή άμμος· καθαρά παραπετάσματα τ’ ουρανού, λαμπερά σαν τη μίκα· ξεπλυμένα πράσινα του δέλτα· μεγαλειώδη τοπία των αστεριών.
Και η άνοιξη; Αχ! Μα δεν υπάρχει άνοιξη στο Δέλτα, δεν υπάρχει η αίσθηση της δροσερής ανανέωσης των πραγμάτων. Βγαίνεις από το βύθος του χειμώνα και αμέσως πέφτεις στο κέρινο εκμαγείο του καλοκαιριού, στην ασφυξία του καύσωνα. Όμως εδώ, στην Αλεξάνδρεια, οι θαλασσινές πνοές μας σώζουν τελικά από το ακύμαντο βάρος της θερινής ασημαντότητας, καθώς γλιστρούν πάνω από τον λιμενοβραχίονα ανάμεσα στα πολεμικά καράβια για να φουσκώσουν τα ριγωτά πανιά, τις τέντες των καφέ πάνω στη Μεγάλη Κορνίς. Ποτέ δεν θα είχα…
Η πόλη, μισοφανταστική (κι όμως αληθινή), αρχίζει και τελειώνει μέσα μας, με τις ρίζες της βυθισμένες στην ανάμνηση. Να γιατί επιστρέφω σ’ αυτήν κάθε νύχτα, γράφοντας εδώ, σιμά στη φωτιά που ανάβει με τα χαρουπόξυλα ενώ οι αέρηδες του Αιγαίου αδράχνουν το νησιώτικο ετούτο σπίτι, το αδράχνουν και μετά το αφήνουν λυγίζοντας τα κυπαρίσσια σαν τόξα. Δεν έχω πει αρκετά για την Αλεξάνδρεια; Πρόκειται πάλι να με διαβρώσει τ’ όνειρό της και η θύμηση των κατοίκων της; Όνειρα που είχα πιστέψει ότι τα καλοκλείδωσα πάνω στο χαρτί και τα εμπιστεύτηκα στα θησαυροφυλάκια της μνήμης! Θα νομίσετε πως μ’ αρέσει να ενδίδω. Δεν είναι όμως αυτό που συμβαίνει. Ένας μοναδικός τυχαίος παράγοντας ήρθε και τ’ άλλαξε όλα, με ξαναγύρισε στα ίδια μου τα χνάρια. Η μνήμη που κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Τζαστίν, Μελίσα, Κλέα… Είμαστε τόσο λίγοι στην πραγματικότητα — θα νόμιζε κανείς πως εύκολα θα βολευόμασταν σ’ ένα μοναχά βιβλίο, δεν είν’ έτσι; Έτσι νόμιζα κι εγώ, νόμιζα. Διασπαρμένοι όπως είμαστε από τον καιρό και τις συνθήκες, με την επικοινωνία μας κομμένη για πάντα…
Κι έτσι, είχα επιφορτίσει τον εαυτό μου με το χρέος να προσπαθήσω να τους ξαναφέρω με τις λέξεις, να τους επανιδρύσω στη μνήμη, να παραχωρήσω στον καθένα και στην καθεμία τη θέση τους στη ζωή μου. Εντελώς εγωιστικά. Και με την ολοκλήρωση εκείνου του γραπτού πίστεψα πως είχα γυρίσει ένα κλειδί στο κουκλόσπιτο των πράξεών μας. Για να πω τη μαύρη αλήθεια, δεν έβλεπα πια τις αγαπημένες μου και τους φίλους μου σαν ζωντανούς ανθρώπους αλλά σαν πολύχρωμες ζωγραφιστές στάμπες γραμμένες στο μυαλό μου· γιατί κατοικούσαν στα χαρτιά μου τώρα πια κι όχι στην πόλη, λες και ήταν στολίδια σε μια ταπισερί. Ήταν δύσκολο να τους ξαναδώ υπό το πρίσμα της κοινής σε όλους μας πραγματικότητας κι όχι μέσα από τα λόγια που εγώ έγραψα για κείνους. Τι με ξανάφερε στα ίσια μου;
Μα, για να προχωρήσω, είναι ανάγκη να κάνω και λίγο πίσω· όχι πως όσα έγραψα γι’ αυτούς είναι ψευτιές, κάθε άλλο. Όμως τότε που έγραφα δεν είχα στη διάθεσή μου τα πλήρη δεδομένα. Και η εικόνα που σχεδίαζα ήταν ακαθόριστη — όπως η περιγραφή που θα επιχειρούσε κάποιος για έναν χαμένο πολιτισμό με βάση μόνο λίγα σπασμένα αγγεία ή μιαν επιγραφή, ένα φυλαχτό, λίγα οστά ανθρώπινα, μια χρυσή νεκρική μάσκα που γελά.
«Ζούμε» γράφει κάπου ο Περσγουόρντεν «τις ζωές μας στηριγμένοι πάνω στις επιλογές κάποιων μύθων. Η εικόνα μας για την πραγματικότητα ρυθμίζεται από τη θέση μας στον χρόνο και στον χώρο — κι όχι από τις προσωπικότητές μας, όπως θέλουμε να το πιστεύουμε. Κι έτσι, κάθε ερμηνεία των πραγμάτων στηρίζεται σε μια μονόπλευρη τοποθέτηση. Δυο βήματα προς τα δυτικά ή τα ανατολικά, και όλη η εικόνα αλλάζει». Κάτι τέτοιο…
Και, όσον αφορά τους χαρακτήρες των ανθρώπων, είτε αληθινούς είτε επινοημένους, σίγουρα πρόκειται για ανύπαρκτα ζώα. Κάθε ψυχή δεν είναι, πρακτικά, παρά μια μυρμηγκοφωλιά συγκρουόμενων αντιλήψεων. Η προσωπικότητα, ως σύνολο κάποιων παγιωμένων χαρακτηριστικών, είναι μια αυταπάτη — πλην αναγκαία αυταπάτη αν πρόκειται να ερωτευτείς!
Όσο γι’ αυτό το κάτι που μένει σταθερό… το ντροπαλό φιλί της Μελίσα είναι αναμενόμενο, για παράδειγμα (ερασιτεχνικό, σαν τις πρώτες μορφές της τυπογραφίας), ή τα κατσουφιάσματα της Τζαστίν που ρίχνουν τη σκοτεινή σκιά τους πάνω στα εκθαμβωτικά σκούρα της μάτια — κόγχες της Σφιγγός μες στο καταμεσήμερο. «Στο τέλος» λέει ο Περσγουόρντεν «όλα θα επαληθευτούν και για όλους. Ο Άγιος και το Κάθαρμα είναι συνεταίροι». Έχει δίκιο.
Κάνω ό,τι μπορώ για να μπω στο προκείμενο…
Στο τελευταίο γράμμα που έλαβα από τον Μπαλτάζαρ μου έγραφε: «Σας σκέφτομαι συχνά, αν και όχι χωρίς κάποιο κακοπροαίρετο χιούμορ. Αποσυρθήκατε στο νησί σας με το σύνολο, όπως νομίζετε, του υλικού που μας αφορά, εμάς και τις ζωές μας. Δεν χωράει αμφιβολία ότι αρχίσατε να μας κρίνετε επί χάρτου κατά τον γνωστό τρόπο των συγγραφέων. Θα το επιθυμούσα να είχα τη δυνατότητα να ιδώ κάποτε το αποτέλεσμα. Θα πρέπει να πέφτει κάμποσο μακριά από την αλήθεια: Εννοώ το είδος των αληθειών που θα μπορούσα εγώ να σας πω για όλους μας — ίσως και για σας τον ίδιο. Ή και για τις αλήθειες που η Κλέα θα μπορούσε να σας πει (βρίσκεται στο Παρίσι για να επισκεφθεί κάποιους και σταμάτησε να μου γράφει το τελευταίο χρονικό διάστημα). Σαν να σας βλέπω, σοφολογιότατε φίλε, να εντρυφείτε στα Moeurs, στα ημερολόγια της Τζαστίν, του Νεσίμ κτλ., θεωρώντας ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου εκεί μέσα. Λάθος· λάθος! Ένα ημερολόγιο είναι για σας το έσχατο σημείο επισκέψεως, εάν πράγματι επιθυμείτε να αναζητήσετε την αλήθεια σχετικά με τα πρόσωπα. Επειδή ουδείς ποτέ τολμά να επιχειρήσει την τέλεια εξομολόγηση του εαυτού στο χαρτί· ή, τουλάχιστον, δεν το τολμά όσον αφορά τις ερωτικές του υποθέσεις. Γνωρίζετε άραγε ποιον αγαπούσε πράγματι η Τζαστίν; Πιστεύατε πως επρόκειτο για σας ή μήπως όχι; Ομολογήστε το!».
Η μόνη μου απάντηση ήταν να του στείλω τον πελώριο πάκο του χαρτιού που είχε με τόσο μόχθο και αγώνα διογκωθεί κάτω από την αργή γραφίδα μου και το οποίο είχα καταχρηστικώς τιτλοφορήσει δίνοντάς του το όνομά της — παρόλο που και ο τίτλος Cahiers θα ήταν επίσης μια χαρά. Μήνες ολόκληροι είχαν περάσει από τότε — μια ευλογημένη αληθινά σιωπή που μ’ έκανε να υποθέσω ότι ο κριτικός μου είχε μείνει ικανοποιημένος γιατί εξακολουθούσε να σωπαίνει.
Δεν μπορώ να πω ότι είχα ξεχάσει την πόλη, όμως είχα αφήσει την ανάμνησή της ν’ αποκοιμηθεί. Κι όμως, βρισκόταν πάντα εκεί, όπως και πάντα θα βρίσκεται, κρεμασμένη στη σκέψη μου, σαν τους αντικατοπτρισμούς που αντικρίζουν τόσο συχνά οι ταξιδιώτες. Ο Περσγουόρντεν έχει περιγράψει κάπου το φαινόμενο, με τα παρακάτω λόγια:
«Είχαμε ακόμη περίπου δύο ώρες ταξίδι μπροστά μας, αν υπολογίσουμε την απόσταση με την ταχύτητα του ατμοπλοίου, για να δούμε στεριά, όταν, ξάφνου, ο σύντροφός μου φώναξε κι έδειξε τον ορίζοντα. Είδαμε ανεστραμμένο στον ουρανό τον αντικατοπτρισμό της πόλης σε πλήρη φυσική κλίμακα, φωτεινή και τρεμάμενη, σαν να ήταν ζωγραφισμένη πάνω σε σκονισμένο μεταξωτό ύφασμα· κι ωστόσο με την παραμικρή της λεπτομέρεια. Μπορούσα από μνήμης να διακρίνω καθαρά τα χαρακτηριστικά της, το παλάτι Ρας Ελ Τιν, το τζαμί Νέμπι Ντάνιελ και πάει λέγοντας. Η όλη αναπαράσταση σου έκοβε την ανάσα, όπως ένα αριστούργημα που μόλις έχει ζωγραφιστεί σε φρέσκο. Κρεμόταν εκεί στον ουρανό για έναν υπολογίσιμο χρόνο, ίσως και είκοσι πέντε λεπτά, πριν να λιώσει αργά στο πούσι του ορίζοντα. Μια ώρα αργότερα η αληθινή πόλη φάνηκε σαν κουκκίδα που άρχισε όσο πλησιάζαμε να μεγεθύνεται, μέχρι που έφτασε τις διαστάσεις του αντικατοπτρισμού της».
Οι δύο ή τρεις χειμώνες που περάσαμε σε τούτο το νησί ήταν μοναχικοί πράγματι — βαριοί κι ανεμοδαρμένοι χειμώνες, ζεστά καλοκαίρια. Ευτυχώς, το παιδί είναι πολύ μικρό για να αισθάνεται όπως εγώ την ανάγκη για βιβλία, για συζήτηση. Είναι ευτυχισμένη και δραστήρια.
Τώρα με την άνοιξη έρχονται και οι μεγάλες μπουνάτσες, χωρίς μεγάλα κύματα, άοσμες μέρες καθαρής προσμονής. Η θάλασσα συμμαζεύεται και γίνεται προσεκτική. Σύντομα τα τζιτζίκια θα έρθουν να φέρουν την τριζάτη μουσική τους, μοναδική πλαισίωση για τον ξερό ήχο της φλογέρας του βοσκού ανάμεσα στα βράχια. Η χελώνα μας που σκαρφαλώνει και οι σαύρες είναι οι μοναδικοί μας σύντροφοι.
Οφείλω να εξηγήσω ότι ο μοναδικός τακτικός επισκέπτης μας από τον έξω κόσμο είναι το πλοίο της γραμμής από τη Σμύρνη, που μια φορά την εβδομάδα διασταυρώνεται με το ακρωτήρι εδώ στην πορεία του προς τον νότο, πάντα την ίδια ώρα, με την ίδια ταχύτητα, αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα. Τον χειμώνα, η φουσκοθαλασσιά και οι αέρηδες το κάνουν σχεδόν αόρατο, όμως τώρα — κάθομαι και το περιμένω. Στην αρχή μόλις που μπορείς ν’ ακούσεις τον αδύναμο τυμπανισμό των μηχανών. Κι έπειτα, το υπέροχο πλάσμα γλιστράει στρίβοντας τον κάβο, κόβοντας με μια ταινία από μεταξένιο αφρό τη θάλασσα, στολισμένο με όλα του τα φωτάκια, μέσα στο διάφανο γλυκό βραδάκι του Αιγαίου — συμπαγές αλλά με ασαφή τα περιγράμματά του, σαν ένα σύννεφο από πυγολαμπίδες που ταξιδεύει. Πηγαίνει γρήγορα και εξαφανίζεται τόσο σύντομα πίσω από το άλλο ακρωτήρι, αφήνοντας πίσω του ίσως μοναχά τη μισοτραγουδισμένη φράση ενός λαϊκού τραγουδιού ή και το φλούδι ενός μανταρινιού που θα το βρω την άλλη μέρα ξεβρασμένο στον μακρύ γιαλό με τα βοτσαλάκια, εκεί που κάνουμε μπάνιο με τη μικρή.
Το μικρό σκιερό καταφύγιο που σχηματίζουν οι πικροδάφνες κάτω από τα πλατάνια είναι το δωμάτιο όπου γράφω. Αφού κοιμηθεί το παιδί, κάθομαι εδώ στο παλιό, φθαρμένο από την αλμύρα τραπέζι, περιμένοντας τον μοναδικό αυτό επισκέπτη, απρόθυμος εντελώς ν’ ανάψω τη λάμπα της παραφίνης πριν περάσει και φύγει. Είναι η μόνη μέρα της εβδομάδας εδώ που τη γνωρίζω με τ’ όνομά της — Πέμπτη. Ακούγεται χαζό, αλλά σ’ ένα νησί τόσο άδειο από εναλλαγές περιμένω πως και πως τη βδομαδιάτικη επίσκεψη, σαν το μαθητούδι που περιμένει την αργία. Γνωρίζω ότι το καράβι φέρνει το ταχυδρομείο, για το οποίο μάλλον θα χρειαστεί να περιμένω άλλες είκοσι τέσσερις ώρες. Όμως πάντοτε κοιτάζω με πραγματική λύπη το μικρό πλοίο να χάνεται φεύγοντας. Και, όταν πια έχει περάσει, ανάβω τη λάμπα με έναν αναστεναγμό και γυρνάω στα χαρτιά μου. Γράφω τόσο αργά, τόσο επίπονα. Ο Περσγουόρντεν, κάποτε, μιλώντας για το γράψιμο, μου έλεγε ότι ο πόνος που συνοδεύει τη συγγραφή οφείλεται ολοκληρωτικά, τουλάχιστον για τους λογοτέχνες, στον φόβο της τρέλας: «Σπρώξε το λίγο πιο πέρα και πες μέσα σου ότι δεν δίνεις δυάρα, κι ας τρελαθείς, και να δεις που έρχεται γρηγορότερα, το σπας το φράγμα». (Δεν ξέρω κατά πόσο όλα τούτα αληθεύουν. Αλλά τα χρήματα που μου άφησε με τη διαθήκη του πολύ με βοήθησαν, κι έχουν απομείνει και κάτι λιγοστές λίρες ακόμη, ανάμεσα σ’ εμένα και τους δαίμονες των χρεών και της εργασίας).
Περιγράφω τη βδομαδιάτικη διασκέδασή μου κάπως λεπτομερειακά γιατί ήταν ακριβώς μέσα σ’ αυτό το σκηνικό που εισέβαλε ένα βράδυ του Ιουνίου ο Μπαλτάζαρ, τόσο ξαφνικά, που έμεινα κατάπληκτος —παραλίγο να γράψω «κουφάθηκα»— δεν υπάρχει και κανείς για να μιλήσεις εδώ πέρα — όμως «κατάπληκτος». Αυτό το βράδυ συνέβη κάτι σαν θαύμα. Το μικρό ατμόπλοιο, αντί να εξαφανιστεί όπως ήταν το συνηθισμένο, χάραξε αιφνίδια ένα τόξο 150 μοιρών, μπήκε στον κόλπο και έδεσε μέσα στη μαλακή αγκαλιά που όριζαν τα ίδια του τα φώτα· και, για να σταθεί ακριβώς στη μέση της χρυσής λίμνης, έριξε τη μακριά, αργή αλυσίδα της άγκυρας που ακόμα κι ως σύμβολο θυμίζει την αναζήτηση της αλήθειας. Συγκινητικό θέαμα για όποιον όπως εγώ έχει εγκλωβιστεί στο πνεύμα, όπως όλοι οι συγγραφείς, άλλωστε —για να λέμε την αλήθεια, είχα καταντήσει σαν καράβι μέσα σε μπουκάλι που δεν αρμενίζει για πουθενά— και καθόμουν και το θαύμαζα περίπου όπως θα κοίταζε ένας Ινδιάνος το πρώτο πλοίο με λευκούς ανθρώπους που πλησίασε τις ακτές του Νέου Κόσμου.
Το σκοτάδι, η σιγαλιά, έσπαζαν τώρα από το άτακτο πλατάγισμα των κουπιών· κι έπειτα, μετά από έναν αιώνα, ακούστηκε το τρίξιμο των αστικών ποδεμένων βημάτων στο χαλίκι. Μια βραχνή φωνή έδωσε ένα παράγγελμα. Ύστερα σιωπή. Καθώς άναβα τη λάμπα και ανέβαζα το φιτίλι για να ελευθερωθώ από τη μαγεία αυτής της παρέκκλισης από τα συνηθισμένα, το βαρύ μελαχρινό πρόσωπο του φίλου μου, ίδιο τραγόμορφο όραμα από τον Κάτω Κόσμο, εμφανίστηκε με σάρκα και οστά ανάμεσα από τα χοντρά κλαριά της μυρτιάς. Πήραμε μιαν ανάσα και σταθήκαμε χαμογελώντας ο ένας στον άλλο μέσα στο κίτρινο φως: οι μελαχρινοί βόστρυχοι των Ασσυρίων, το γένι του Πανός. «Όχι — αληθινός είμαι!» είπε ο Μπαλτάζαρ με ένα γέλιο κι αγκαλιαστήκαμε σαν τρελοί. Μπαλτάζαρ!
Η Μεσόγειος είναι μια ακατανοήτως μικρή θάλασσα• το μάκρος και το μεγαλείο της ιστορίας της μας κάνει να τη φανταζόμαστε πλατύτερη απ’ όσο πράγματι είναι. Η Αλεξάνδρεια μοναχά —η αληθινή όσο και η φανταστική— βρίσκεται μόλις λίγες εκατοντάδες ναυτικά μίλια προς τον νότο.
«Πάλεψα καιρό μέσα μου, δηλαδή κατά πόσον θα έπρεπε να σας μιλήσω για κάποια από τα πράγματα που έχω καταγράψει εδώ. Ήρθαν στιγμές που όλα τούτα μου φαίνονταν τρέλα κι αποκοτιά. Κι έπειτα, το ενδιαφέρον σας — αφορούσε εμάς ως πραγματικούς ανθρώπους ή ως “χαρακτήρες”; Δεν το γνώριζα. Κι ακόμη δεν το γνωρίζω. Κι έπειτα, αυτές οι σελίδες μπορεί να μου κοστίσουν την απώλεια της φιλίας σας χωρίς τίποτα να προσθέσουν στη συνολική σας γνώση. Έχετε ζωγραφίσει την πόλη, πινελιά την πινελιά, πάνω σε μια κυρτή επιφάνεια — το αντικείμενό σας είναι η ποίησις ή τα γεγονότα; Εάν ισχύει το δεύτερο, τότε υπάρχουν ορισμένα πράγματα που έχετε το δικαίωμα να μάθετε».
Ακόμη δεν μου είχε εξηγήσει την εκπληκτική εμφάνισή του εδώ μπροστά μου, τόσο πολύ τον απασχολούσε το κεντρικό νόημα της επισκέψεως. Και τώρα το έπραξε, επειδή πρόσεξε πόσο με είχε αναστατώσει το νέφος των πυγολαμπίδων στον, κατά κανόνα, έρημο κόλπο. Χαμογέλασε.
«Το πλοίο θα καθυστερήσει για λίγες ώρες, εμφανίστηκε κάποιο πρόβλημα στις μηχανές. Ένα από τα πλοία του Νεσίμ. Ο καπετάνιος, ο Χασίμ Κόλιμ, είναι παλιός φίλος· τον θυμάστε ίσως. Όχι. Λοιπόν, μάντεψα από την περιγραφή σας, φυσικά σε αδρές γραμμές, τον τόπο όπου λογικά θα έπρεπε να βρίσκεστε• όμως από αυτό μέχρι το να αποβιβαστώ στο κατώφλι σας, και μάλιστα κατ’ αυτόν τον τρόπο, ομολογώ!» Το γέλιο του ήταν υπέροχο• και το άκουσα για δεύτερη φορά.
Όμως ίσα που τα κατάφερνα να τον παρακολουθώ γιατί τα λόγια του μου είχαν βάλει φωτιές, με ζεμάτισαν, λαχταρούσα οπωσδήποτε να κάτσω και να μελετήσω τις υπογραμμίσεις του, να αναθεωρήσω — όχι το βιβλίο μου (αυτό είχε για μένα τη μικρότερη σημασία γιατί δεν επρόκειτο ποτέ να εκδοθεί), αλλά τον τρόπο που έβλεπα την πόλη και τους κατοίκους της. Γιατί η δική μου, η προσωπική μου Αλεξάνδρεια έχει γίνει μέσα σε τούτη την απέραντη μοναξιά τόσο πολύτιμη όσο μια φιλοσοφική εσωτερική αναζήτηση, σχεδόν μονομανία. Ξεχείλιζα τόσο από συγκίνηση, που δεν ήξερα τι να του πω. «Μείνετε μαζί μας, Μπαλτάζαρ» είπα «μείνετε για λίγο…».
«Σαλπάρουμε σε δύο ώρες» είπε, και χτυπώντας τα χαρτιά μπροστά του: «Αυτά εδώ μπορεί να σας στοιχίσουν πυρετούς και οράματα» πρόσθεσε γεμάτος αμφιβολία.
«Όμορφα» είπα —«αυτό ακριβώς ζητούσα κι εγώ».
«Όμως παραμένουμε πραγματικοί άνθρωποι» είπε «ό,τι κι αν εσείς προσπαθείτε ή και επιχειρείτε εις βάρος μας — τουλάχιστον, όσοι από μας είμαστε ακόμη ζωντανοί. Η Μελίσα, ο Περσγουόρντεν — δεν μπορούν να σας απαντήσουν, γιατί έχουν πεθάνει. Ή έστω, έτσι πιστεύεται, γενικώς».
«Έτσι πιστεύεται. Οι πιο καλές αποκρίσεις έρχονται συνήθως πέρα από τον τάφο».
Καθίσαμε και αρχίσαμε να μιλούμε για τα παλιά, μάλλον συγκρατημένα, για να λέμε την αλήθεια. Είχε ήδη δειπνήσει στο πλοίο και δεν υπήρχε κάτι άλλο να του προσφέρω, εξόν ένα ποτήρι από το καλό κρασί του νησιού, που το ήπιε απολαμβάνοντάς το, γουλιά γουλιά. Πιο μετά, μου ζήτησε να δει το κοριτσάκι της Μελίσα, τον οδήγησα από την πίσω πλευρά ανάμεσα από τις πυκνές πικροδάφνες σ’ ένα σημείο απ’ όπου μπορούσαμε να δούμε και οι δύο το μεγάλο δωμάτιο που το φώτιζε το τζάκι και όπου κοιμόταν, πανέμορφη και σοβαρή, με το δάχτυλό της στο στόμα. Το σκοτεινό κι αδυσώπητο βλέμμα του Μπαλτάζαρ μαλάκωσε μόλις την είδε έτσι, ν’ ανασαίνει ανάλαφρα. «Κάποτε» είπε χαμηλόφωνα «ο Νεσίμ θα γυρέψει να τη δει. Και σημειώστε, θα είναι σύντομα. Έχει αρχίσει να μιλά γι’ αυτή, να είναι περίεργος να μάθει. Καθώς θα γερνά, θα αισθανθεί και την ανάγκη να τον στηρίξει το παιδί, σημειώστε τα λόγια μου». Και άρχισε ν’ απαγγέλλει μεγαλοφώνως στα ελληνικά: «Πρώτα οι νέοι, σαν τα κλήματα ανεβαίνουν στηριγμένοι στα κουρασμένα υποστυλώματα των πρεσβυτέρων, που αισθάνονται ν’ ακουμπούν επάνω τους τα νεανικά δάχτυλα, απαλά και τρυφερά· έπειτα οι γέροντες κατηφορίζουν κοντά στα όμορφα νεανικά σώματα που τους υποστηρίζουν, στην πορεία προς τον θάνατό τους». Δεν απάντησα τίποτα. Τώρα το ίδιο το δωμάτιο ανέπνεε — κι όχι τα σώματά μας.
«Θα νιώθετε μοναχικός, εδώ πέρα» είπε ο Μπαλτάζαρ.
«Ναι, σας ζηλεύω. Ειλικρινώς σας ζηλεύω».
Κι έπειτα το μάτι του έπιασε το μισοτελειωμένο πορτρέτο της Τζαστίν που μου ’χε δωρίσει η Κλέα στην προηγούμενη ζωή μας.
«Αυτό το πορτρέτο» είπε «που το ’χε σταματήσει ένα φιλί. Πόση χαρά μου δίνει να το ξαναβλέπω — πόση χαρά!». Χαμογέλασε. «Μοιάζει σαν ν’ ακούμε ένα αγαπητό και γνώριμο μουσικό κομμάτι που μας συγκινεί βαθιά και έχει πάντοτε την ίδια επίδραση, χωρίς ποτέ ν’ αποτυγχάνει». Δεν είπα τίποτα. Δεν ετόλμησα.
Γύρισε και με κοίταξε. «Και η Κλέα;» είπε τελικά, με μια φωνή λες και ρωτούσε την ηχώ της. Είπα: «Έχει πολλά χρόνια να μου γράψει οτιδήποτε. Ο χρόνος εδώ σταματάει να μετρά. Ελπίζω να έχει παντρευτεί, να έφυγε σε κάποιαν άλλη χώρα, να έκανε παιδιά, να έγινε γνωστή ζωγράφος… οτιδήποτε θα μπορούσα να της ευχηθώ».
Με κοίταξε διερευνητικά και κούνησε το κεφάλι του. «Όχι» είπε· κι αυτό ήταν όλο.
Πολύ μετά τα μεσάνυχτα οι ναυτικοί τον φώναξαν κάτω από τα λιόφυτα. Περπάτησα μαζί του μέχρι την ακρογιαλιά, λυπημένος που έφευγε τόσο γρήγορα. Μια βάρκα με κουπιά περίμενε στην άκρη του νερού, μ’ έναν ναύτη στη θέση του ερέτη. Του είπε κάτι στα αραβικά.
Η ανοιξιάτικη θάλασσα ήταν ελκυστικά χλιαρή μετά από το λιοπύρι μιας ολόκληρης μέρας και, έτσι, όταν ο Μπαλτάζαρ μπήκε στη βάρκα, μου σφηνώθηκε η παλαβή επιθυμία να τον ξεπροβοδίσω κολυμπώντας μαζί του μέχρι το πλοίο, που δεν απείχε ούτε διακόσιες γιάρδες από την ακτή. Το έκανα λοιπόν και ξέμεινα να επιπλέω κοιτάζοντάς τον που ανέβαινε την ανεμόσκαλα, καθώς και τη βάρκα που την ανέβαζαν στο κατάστρωμα. «Προσέξτε μην μπλεχτείτε στην προπέλα» μου φώναξε, και: «Φύγετε, γυρίστε πίσω πριν βάλουν μπροστά τις μηχανές» — «Εντάξει» — «Όμως περιμένετε —πριν να φύγετε—». Οπισθοχώρησε τρυπώνοντας σε μια καμπίνα, για να εμφανιστεί και πάλι και να ρίξει κάτι στο νερό, δίπλα μου. Έπεσε μ’ έναν μαλακό παφλασμό. «Ένα ρόδο από την Αλεξάνδρεια» είπε «από την πόλη που δίνει τα πάντα στους εραστές της εκτός από την ευτυχία». Μισογέλασε. «Δώστε το στο παιδί».
«Μπαλτάζαρ, ο Θεός μαζί σου!»
«Γράψτε μου — αν τολμάτε!»
Παγιδευμένος σαν την αράχνη ανάμεσα στους ιστούς που ύφαιναν οι ανταύγειες από τα φώτα του καραβιού, και στρέφοντας προς τις κίτρινες λίμνες, που ακόμη βρίσκονταν ανάμεσα στη σκοτεινή ακτή και σ’ εμένα, κούνησα το χέρι μου αποχαιρετώντας τον, και με αντιχαιρέτησε κι εκείνος.
Έπιασα το πολύτιμο ρόδο ανάμεσα στα δόντια και πλατσουρίζοντας σαν το σκυλί κολύμπησα μέχρι τα ρούχα μου, που τα ’χα αφήσει στα βότσαλα, σχεδόν παραμιλούσα.
Και στο σπίτι, πάνω στο τραπέζι, κάτω από το κίτρινο φως βρίσκονταν οι σημειώσεις του για την Τζαστίν — όπως την είχα βαφτίσει. Είχε σημειώσει με σταυρούς, είχε ανοίξει παρενθέσεις, το ’χε σπείρει μ’ ερωτήσεις και παραπομπές με διαφορετικά χρώματα, είχε γράψει στη γραφομηχανή. Το σύνολο ήταν επαρκώς συμβολικό για την ίδια την πραγματικότητα που είχαμε μοιραστεί — ένα παλίμψηστο που πάνω του ο καθένας μας είχε αφήσει τα δικά του ή τα δικά της εντελώς ιδιαίτερα χνάρια, επίστρωση την επίστρωση.
Και τι έπρεπε να κάνω τώρα εγώ; Να μάθω να βλέπω από την αρχή αλλιώτικα τα πάντα για να προσαρμοστώ στις αλήθειες που είχε προσθέσει ο Μπαλτάζαρ; Είναι αδύνατο να περιγράψω με πόση ταραχή διαβάζω τα λόγια του — άλλοτε εξαντλητικά λεπτομερή κι άλλοτε τόσο τηλεγραφικά σύντομα — όπως, για παράδειγμα, στη λίστα που προσέθεσε με τον τίτλο «Αβλεψίες και παρανοήσεις», όπου έλεγε ψυχρά: «Νούμερο 4. Ότι η Τζαστίν σας αγαπούσε. Εάν κάποιον “αγαπούσε”, ήταν ο Περσγουόρντεν. Τι σημαίνει αυτό; Ήταν υποχρεωμένη να σας χρησιμοποιεί ως διακοσμητικό παραπέτασμα για να τον προφυλάξει από τη ζήλια του Νεσίμ, τον οποίον είχε παντρευτεί. Ο ίδιος ο Περσγουόρντεν δεν έδινε πεντάρα για κείνην — υπέρτατη λογική του έρωτα!».
Στη φαντασία μου η πόλη αναδυόταν γι’ άλλη μια φορά, αντίκρυ στον επίπεδο καθρέφτη της πράσινης λίμνης και στις σπασμένες πέτρινες κοκάλες του αμμόλιθου που σημαδεύουν το τέρμα της ερήμου. Η πολιτική του έρωτα, οι ίντριγκες του πόθου, το καλό και το κακό, η αρετή και το καπρίτσιο, η αγάπη και το φονικό, κινούνταν απροσδιόριστα στις σκοτεινές γωνίες των δρόμων και στις πλατείες της Αλεξάνδρειας, στα μπορντέλα και στα σχεδιαστήρια — κινούνταν σαν τα χέλια καθώς συναθροίζονταν στα λασπιάρικα νερά της συνενοχής, αλλά και της προσπάθειας για το αντίθετο.
Κόντευε να χαράξει όταν κατόρθωσα πια να εκπορθήσω τον εντυπωσιακό όγκο των γραπτών και των σχολίων που σχετίζονταν με τη δική μου την αληθινή (εσωτερική) ζωή, σύρθηκα στο κρεβάτι μου σαν τον μεθυσμένο, το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει από τον απόηχο της πόλης, της μοναδικής αυτής πόλης που απέμεινε για να επιτρέπει σε κάθε ακρότητα, φυλετική ή ηθική, να συναντηθεί και να ζευγαρωθεί, και στην οποία τα πιο κρυφά πεπρωμένα έχουν μια δυνατότητα να διασταυρωθούν. Καθώς τα μάτια μου έκλειναν, σαν ν’ άκουγα ακόμη την ξερή φωνή του φίλου μου να επαναλαμβάνει: «Πόσο αλήθεια νοιάζεσαι να μάθεις… πόσο υπερβολικά νοιάζεσαι να μάθεις;» —«Πρέπει να μάθω τα πάντα ώστε να μπορέσω επιτέλους να απαλλαγώ από την πόλη» απάντησα, μέσα στ’ όνειρό μου.
Λόρενς Ντάρελ, Αλεξανδρινό κουαρτέτο, μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Αθήνα, Μεταίχμιο 2009, σ. 237-246.
Πηγή: http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/urban/item.html?iid=46
[...]
[...]
Όσο για μένα, είμαι μάλλον ευτυχής παρά δυστυχής. Στέκω μετέωρος, σαν μια τρίχα ή ένα πούπουλο, στο νεφέλωμα της μνήμης. Μίλησα για το αλυσιτελές της τέχνης, όμως δεν πρόσθεσα ούτε μια ειλικρινή λέξη για την παρηγοριά που προσφέρει. Η παρηγοριά αυτής της δουλειάς μου, όπως την καταπιάνομαι με το μυαλό και την καρδιά μου, έγκειται σε τούτο: ότι μόνο εκεί, στις σιωπές του ζωγράφου ή του συγγραφέα, μπορεί να καταγραφεί η πραγματικότητα, να γίνει αντικείμενο επανεξέτασης και ν’ αναδειχτεί η σημαντική πλευρά της. Οι κοινές μας καθημερινές πράξεις είναι απλώς το κάλυμμα που κρύβει το χρυσό φαντό – το νόημα του σχεδίου. Εκεί, μέσα στην τέχνη, αναμένει εμάς τους καλλιτέχνες ο χαρμόσυνος συμβιβασμός με όσα μας πλήγωσαν ή μας νίκησαν στη ζωή της κάθε μέρας· και τούτο όχι για να δραπετεύσουμε από το πεπρωμένο μας, όπως το προσπαθούν οι πιο πολλοί κανονικοί άνθρωποι, αλλά για να εκπληρώσουμε την αληθινή του δυναμική, τη δημιουργία.
[...]
«Ό, τι αγαπάμε μας εκδικείται, κι ό, τι θαυμάζουμε μας εκμηδενιζει.»
Λόρενς Ντάρελ (Lawrence George Durrell, 27 Φεβρουαρίου 1912- 7 Νοεμβρλιου 1990)
Λόρενς Ντάρελ (Lawrence George Durrell, 27 Φεβρουαρίου 1912- 7 Νοεμβρλιου 1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου