Μερικά αποσπάσματα:
Σελ. 28: Το μόνο πραγματικά σταθερό αντικείμενο στο δωμάτιο ήταν ένας τεράστιος καναπές στον οποίο είχαν μισοξαπλώσει δύο νεαρές γυναίκες που έμοιαζαν ν’ αναπαύονται μέσα σ’ ένα προσγειωμένο αερόστατο. Ήταν ντυμένες κι οι δυο στα λευκά και τα φορέματά τους φτερούγιζαν σαν να είχαν μόλις κατέβει από μια πτήση γύρω από το σπίτι. Θα πρέπει να στεκόμουν εκεί για λίγα λεπτά ακούγοντας το μαστίγωμα και το τίναγμα των κουρτινών και το τρίξιμο του πίνακα στον τοίχο.
Σελ. 36: Μια τελευταία ηλιαχτίδα έπεσε ρομαντικά στο λαμπερό της πρόσωπο. Η φωνή της με πολιορκούσε καθώς άκουγα με κομμένη την ανάσα – μετά η λάμψη ξεθώριασε, το φως άρχισε να την εγκαταλείπει αργοπορώντας σαν να μετάνιωνε, όπως τα παιδιά που αφήνουν τη χαρά του παιχνιδιού στο δρόμο το σούρουπο.
Σελ. 57: Η κυρία Γουίλσον είχε αλλάξει το ταγέρ της εδώ και κάμποση ώρα και τώρα είχε φορέσει ένα κομψό απογευματινό φόρεμα, που είχε χρώμα κρεμ και σάρωνε το δωμάτιο με αδιάκοπο θρόισμα. Η αλλαγή του φορέματος έδειχνε να έχει επιδράσει και στην προσωπικότητά της. Η ζωηρή διάθεσή της που ήταν τόσο αξιοπρόσεκτη στο γκαράζ είχε μεταβληθεί σε μια αφ’ υψηλού νωχέλεια. Το γέλιο της, οι κινήσεις της, οι εκδηλώσεις της είχαν γίνει πολύ πιο αρχοντικές και το δωμάτιο έμοιαζε να μικραίνει όλο και περισσότερο όσο εκείνη γινόταν το επίκεντρο της προσοχής μέσα στη γεμάτη κάπνα ατμόσφαιρα.
Σελ. 160: «Ίσως ξέρεις αυτή την κυρία». Ο Γκάτσμπυ έδειξε μια τρομερή, ελάχιστα ανθρώπινη γυναίκα, η οποία έμοιαζε περισσότερο με ορχιδέα που καθόταν κάτω από μια ανθισμένη δαμασκηνιά. Ο Τομ και η Νταίζη την κοίταζαν με εκείνο το παράξενα εξωπραγματικό συναίσθημα που συνοδεύει την αναγνώριση κάποιας μέχρι πριν λίγο μυθικής διασημότητας του σινεμά.
Σελ. 181: «Η φωνή της είναι γεμάτη αδιακρισία», παρατήρησα. «Είναι γεμάτη…» Δίστασα. «Η φωνή της είναι γεμάτη χρήμα», είπε ξαφνικά. Αυτό ήταν. Ποτέ πριν δεν το είχα καταλάβει. Ήταν γεμάτη χρήμα. Αυτό ήταν το μυστικό της αστείρευτης γοητείας της, εκεί τη χρωστούσε, από κει ακουγόταν το τραγούδι της, ο ρυθμός του, τα κύμβαλά του…
Σελ. 200: Έριξα μια ματιά στην Νταίζη, που κοιτούσε τρομοκρατημένη κάπου ανάμεσα στον Γκάτσμπυ, το σύζυγό της και την Τζόρνταν, που είχε αρχίσει να ισορροπεί ένα αόρατο αντικείμενο στην κορυφή του σαγονιού της, κι αυτό έδειχνε να έχει απορροφήσει όλη της την προσοχή.
Σελ. 202: [την πιο κρίσιμη στιγμή νάσου κι ένας Έλληνας] Ο νεαρός Έλληνας, ο Μιχάλης, που είχε το καφέ στους σταχτόλοφους, ήταν ο βασικός μάρτυρας της ανάκρισης.
Σελ. 237: Θα πρέπει να είχε κοιτάξει προς τα πάνω, στον εχθρικό ουρανό, μέσα απ’ τα τρεμάμενα φύλλα και να τον διαπέρασε ένα ρίγος, όταν ανακάλυψε πόσο παράξενο πράγμα είναι ένα τριαντάφυλλο και πόσο ωμό είναι το λιόφωτο πάνω από το μόλις κουρεμένο γρασίδι.
Σελ. 258: Ήταν έτοιμη να πάει να παίξει γκολφ και θυμάμαι πως έμοιαζε με ωραία φωτογραφία από διαφήμιση, με το πιγούνι της ανασηκωμένο παιχνιδιάρικα, τα μαλλιά της στο χρώμα των φθινοπωριάτικων φύλλων, με το πρόσωπό της στην ίδια καφέ απόχρωση όπως και το χωρίς δάχτυλα γάντι στο γόνατό της.
[Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ: Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ, μετάφραση Γρηγόρης Παπαδογιάννης, ΤΟ ΒΗΜΑ 2013– σειρά: χάρτινοι έρωτες της μεγάλης οθόνης, εισαγωγικό σημείωμα: Γιάννης Ζουμπουλάκης, σελ. 270]
Πηγή:http://antnikolis.blogspot.com/2013/12/blog-post_7.html
Σελ. 28: Το μόνο πραγματικά σταθερό αντικείμενο στο δωμάτιο ήταν ένας τεράστιος καναπές στον οποίο είχαν μισοξαπλώσει δύο νεαρές γυναίκες που έμοιαζαν ν’ αναπαύονται μέσα σ’ ένα προσγειωμένο αερόστατο. Ήταν ντυμένες κι οι δυο στα λευκά και τα φορέματά τους φτερούγιζαν σαν να είχαν μόλις κατέβει από μια πτήση γύρω από το σπίτι. Θα πρέπει να στεκόμουν εκεί για λίγα λεπτά ακούγοντας το μαστίγωμα και το τίναγμα των κουρτινών και το τρίξιμο του πίνακα στον τοίχο.
Σελ. 36: Μια τελευταία ηλιαχτίδα έπεσε ρομαντικά στο λαμπερό της πρόσωπο. Η φωνή της με πολιορκούσε καθώς άκουγα με κομμένη την ανάσα – μετά η λάμψη ξεθώριασε, το φως άρχισε να την εγκαταλείπει αργοπορώντας σαν να μετάνιωνε, όπως τα παιδιά που αφήνουν τη χαρά του παιχνιδιού στο δρόμο το σούρουπο.
Σελ. 57: Η κυρία Γουίλσον είχε αλλάξει το ταγέρ της εδώ και κάμποση ώρα και τώρα είχε φορέσει ένα κομψό απογευματινό φόρεμα, που είχε χρώμα κρεμ και σάρωνε το δωμάτιο με αδιάκοπο θρόισμα. Η αλλαγή του φορέματος έδειχνε να έχει επιδράσει και στην προσωπικότητά της. Η ζωηρή διάθεσή της που ήταν τόσο αξιοπρόσεκτη στο γκαράζ είχε μεταβληθεί σε μια αφ’ υψηλού νωχέλεια. Το γέλιο της, οι κινήσεις της, οι εκδηλώσεις της είχαν γίνει πολύ πιο αρχοντικές και το δωμάτιο έμοιαζε να μικραίνει όλο και περισσότερο όσο εκείνη γινόταν το επίκεντρο της προσοχής μέσα στη γεμάτη κάπνα ατμόσφαιρα.
Σελ. 160: «Ίσως ξέρεις αυτή την κυρία». Ο Γκάτσμπυ έδειξε μια τρομερή, ελάχιστα ανθρώπινη γυναίκα, η οποία έμοιαζε περισσότερο με ορχιδέα που καθόταν κάτω από μια ανθισμένη δαμασκηνιά. Ο Τομ και η Νταίζη την κοίταζαν με εκείνο το παράξενα εξωπραγματικό συναίσθημα που συνοδεύει την αναγνώριση κάποιας μέχρι πριν λίγο μυθικής διασημότητας του σινεμά.
Σελ. 181: «Η φωνή της είναι γεμάτη αδιακρισία», παρατήρησα. «Είναι γεμάτη…» Δίστασα. «Η φωνή της είναι γεμάτη χρήμα», είπε ξαφνικά. Αυτό ήταν. Ποτέ πριν δεν το είχα καταλάβει. Ήταν γεμάτη χρήμα. Αυτό ήταν το μυστικό της αστείρευτης γοητείας της, εκεί τη χρωστούσε, από κει ακουγόταν το τραγούδι της, ο ρυθμός του, τα κύμβαλά του…
Σελ. 200: Έριξα μια ματιά στην Νταίζη, που κοιτούσε τρομοκρατημένη κάπου ανάμεσα στον Γκάτσμπυ, το σύζυγό της και την Τζόρνταν, που είχε αρχίσει να ισορροπεί ένα αόρατο αντικείμενο στην κορυφή του σαγονιού της, κι αυτό έδειχνε να έχει απορροφήσει όλη της την προσοχή.
Σελ. 202: [την πιο κρίσιμη στιγμή νάσου κι ένας Έλληνας] Ο νεαρός Έλληνας, ο Μιχάλης, που είχε το καφέ στους σταχτόλοφους, ήταν ο βασικός μάρτυρας της ανάκρισης.
Σελ. 237: Θα πρέπει να είχε κοιτάξει προς τα πάνω, στον εχθρικό ουρανό, μέσα απ’ τα τρεμάμενα φύλλα και να τον διαπέρασε ένα ρίγος, όταν ανακάλυψε πόσο παράξενο πράγμα είναι ένα τριαντάφυλλο και πόσο ωμό είναι το λιόφωτο πάνω από το μόλις κουρεμένο γρασίδι.
Σελ. 258: Ήταν έτοιμη να πάει να παίξει γκολφ και θυμάμαι πως έμοιαζε με ωραία φωτογραφία από διαφήμιση, με το πιγούνι της ανασηκωμένο παιχνιδιάρικα, τα μαλλιά της στο χρώμα των φθινοπωριάτικων φύλλων, με το πρόσωπό της στην ίδια καφέ απόχρωση όπως και το χωρίς δάχτυλα γάντι στο γόνατό της.
[Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ: Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ, μετάφραση Γρηγόρης Παπαδογιάννης, ΤΟ ΒΗΜΑ 2013– σειρά: χάρτινοι έρωτες της μεγάλης οθόνης, εισαγωγικό σημείωμα: Γιάννης Ζουμπουλάκης, σελ. 270]
Πηγή:http://antnikolis.blogspot.com/2013/12/blog-post_7.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου