Γράφω! Να, σας
το είπα επιτέλους! Έχω ξεκινήσει εδώ
και καιρό ένα
φοβερό πρότζεκτ: να γράψω το τέλειο μπεστ
σέλερ, ξέρετε
για μια τύπισσα που ερωτεύεται κεραυνοβόλα
έναν τύπο και
μετά εκείνος την κερατώνει κι εκείνη σέρνεται
στα πατώματα και
βρίσκει άλλον εραστή, μέχρι να επέλθει
η κάθαρση,
τέτοια δεν γράφουν και οι άλλες οι άσχετες και
κονομάνε τα
κέρατά τους; Τι νομίζετε, ότι κι εγώ δεν μπορώ
να το κάνω;
Ποιοι είστε εσείς που θα με αμφισβητήσετε; Δεν
ξέρετε πού σας
πάνε τα τέσσερα.
Το έχω ξεκινήσει
εδώ και καιρό λοιπόν το βιβλίο μου και
θα το είχα
τελειώσει, ας όψεται όμως η κυράτσα αποπάνω.
Τακ τακ τακ,
τάκα τάκα τακ, όλη μέρα κι όλη νύχτα πάνω
απ’ το κεφάλι
μου, δεν με αφήνει να συγκεντρωθώ. Κι από
κοντά και ο
δικός της, νταπα ντούπα σαν γορίλας.
Όμως τώρα
τακτοποιήθηκε κι αυτό, οριστικά θέλω να
πιστεύω, μη
ρωτάτε πώς. Το θέμα έληξε μια για πάντα. Τώρα
επικρατεί
ησυχία. Νεκρική.
Και να ’μαι εδώ
με μια παμπάλαια γραφομηχανή, μακά-
ρι να είχα ένα
κομπιούτερ, αλλά δεν μου περισσεύουν για
μαθήματα, θα
μπορούσα να σκαρώσω κανένα κόλπο και να
βουτήξω ένα,
αλλά τι να το κάνω, δεν σκαμπάζω γρι.
Όμως κι εκείνη η
Εγγλέζα θαρρώ που έγραψε για το παιδί
μάγο, σε
γραφομηχανή δεν έγραφε; Κι εκείνη μπατίρω του
κερατά δεν ήταν;
Γι’ αυτό σας λέω, δεν χάνω το κουράγιο
μου. Κι ας λένε
οι άλλοι ό,τι θέλουν κι ας με κοιτάνε με μισό
μάτι και φτύνουν
τον κόρφο τους. Κάποια μέρα θα τους
δείξω εγώ! Θα
τους κάνω όλους να τρίβουν τα μάτια τους!
Λίγο σεβασμό,
μια κάποια εκτίμηση, δεν ζητάω πολλά, αλλά
η ανθρωποφάρα
δεν σου χρωστάει τίποτα καλό.
Βγαίνω λοιπόν
μόνον τις νύχτες, πολύ αργά και περπα-
τάω στους
άδειους δρόμους ανάμεσα στα κοιμισμένα σπίτια,
που πίσω από
τους τοίχους τους βρίσκονται οι κακόμοιρες
γυναίκες και οι
άντρες που τις έχουν παντρευτεί και τις
κερατώνουν
ασύστολα και τα παιδάκια τους, που κλαψου-
ρίζουν συνεχώς
και είναι γεμάτα γκρίνια και απαιτήσεις. Και
αλήθεια σας το
λέω ότι καθόλου δεν τους ζηλεύω, μα καθό-
λου όμως, τις
σπάνιες στιγμές που με κυριεύουν ανθρώπινα
αισθήματα τους
λυπάμαι λιγουλάκι, όμως σε γενικές γραμ-
μές τους
σιχαίνομαι.
Περπατάω ώρα
πολλή στην αποχαυνωμένη πολιτεία και
ονειρεύομαι τη
στιγμή που θα ανοίξει ένα στόμα χοάνη ο
σεισμός και θα
την καταπιεί ολόκληρη. Μετά μόνο βούρλα
και λειχήνες και
κατσαρίδες, πολλές κατσαρίδες, μόνον αυτά
θα επιζήσουν
μέσα απ’ τα χαλάσματα στον πάτο του νερού
όπου θα
βυθιστούν οι κυρούλες με τους δειλούς άντρες και
τα μαλθακά
παιδάκια τους. Όμως κάποια στιγμή πρέπει να
σταματήσω την
πολυλογία και να ξαναπιάσω το γράψιμο.
Τώρα δεν υπάρχει
πια η χαμένη η αποπάνω μου. Τέλος το
τακ τακ τακ,
τάκα τάκα τακ, όλη μέρα κι όλη νύχτα πάνω απ’
το κεφάλι μου,
ούτε ο γορίλας της ντάπα ντούπα.
Όπως σας είπα,
έληξε το θέμα. Και μπαίνω στον πειρα-
σμό να σας πω
πώς. Τους βρήκαν νεκρούς! Και τους δυο
τους! Και αυτή
με τη μεγάλη μύτη και τον δικό της με την
πιθηκίσια μούρη.
Νεκρούς, εντελώς τέζα. Με μια σφαίρα
στο κεφάλι και
από μία στις πατούσες. Μία σφαίρα στην
κάθε πατούσα! Οι
μπάτσοι φρικάρανε. Δεν είχε ματαγίνει
τέτοιο φονικό
στην πόλη μας. Είμαστε μια ήσυχη πολιτεία
αν εξαιρέσεις
τον γέρο που φτύνει συνέχεια στο διπλανό
διαμέρισμα, τα
παλιόπαιδα με τα μηχανάκια και την κυρά
από πάνω μου.
Αλλά αυτό τελείωσε, πάει πια, δεν πιστεύω
κανένας παλαβός
να τολμήσει να νοικιάσει το διαμέρισμά
τους, έτσι θα
μείνει άδειο και θα ρημάξει. Θα έχω κι εγώ
την ησυχία μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου