Α’ απόσπασμα
Ήταν κιόλας σαν σηκώθηκε. Έφαγε ένα σταφύλι και φώναξε την αδερφή του να κατέβουν για κολύμπι. Ντύθηκαν απ’ το σπίτι τα μπανιερά, και τυλιγμένοι στα μπουρνούζια τους, πέρασαν μες από τ' αμπέλι και βγήκανε στην Πορτάρα. Κοντολογούσε το μεσημέρι κι
ο ήλιος βάραγε ασημένιες σπαθιές στα μπουνατσιασμένα νερά. Ο αμμουδερός κόρφος τούς άνοιγε τη δροσερή αγκαλιά του. Τα
ψάθινα τους πέδιλα αράδιαζαν βαθιές λακκούβες στον γυαλιστερό
άμμο. Κατόπι τα κυματάκια βγάζανε τις ογρές γλώσσες τους.
Τ' αδέρφια πέταξαν τα μπουρνούζια και χύμηξαν με αλαλαγμούς
στη θάλασσα. Το νερό βίτσιζε τα γερά τους μέλη, έτσι που
τρέχανε στη μαλακιά ρηχοπατιά, ώσπου να βρούνε κάμποσο
βάθος για να πέσουν. Η Άδριανή χαμοκολυμπούσε, χωρίς να
τολμά ν' ανοιχτεί
στα βαθιά. Μόλις ο βυθός σκοτείνιαζε από κάτω της, την έπιανε σύγκρυο. Μα ο Λεωνής, που η θάλασσα ήταν από τις μεγάλες χαρές
της ζωής του, άφησε πίσω το κορίτσι, και τράβηξε ανοιχτά.
Τόνε μεθούσε το άπειρο νερό, που ως ένα σημείο διαπερνούσε ο ήλιος τη μάζα του σα μαβί κρύσταλλο.
Έπαιζε με τη θάλασσα σα με μια γυναίκα.
Τη χάιδευε, την προκαλούσε, την παίδευε. Κυλιότανε πάνω της σαν
πάνω σ' ένα πελώριο ζό, σπαργωμένο από ακατέλυτα νιάτα. Την έσπρωχνε με τούς γερούς ώμους του, που να του γλείφει τις πλάτες,
να ξεχειλά μπροστά από τα λαιμά του και να του μουρμουρίζει
πίσω από τ' αυτιά.
Την έκανε ν' αφροκοπά ανάμεσ' από τα μεστά του γόνατα, την αναρρουφούσε μπουκιές, την ξεφυσούσε και την μπάτσιζε.
Τσίριζε σαν το παιδί από τρελή χαρά μ' αυτό το παιχνίδι, που τούδινε δυνατά την αίσθηση της δικιάς του νιότης. Τη γευότανε τώρα τη ζωή
του σαν τ’ αψί κρασί, το πιπεράτο και τ' αφριστό.
Τη χαιρότανε σ' όλο της το νόημα, και τη ζούσε μ' όλες τις αίσθησές
του, τεντωμένες με αδηφαγία, ακοίμητες και αχόρταστες. Γιατί βεβαιώθηκε για την αξία της όλα τα χρόνια που χαμοζώησε κάτ' από
τον βαρύν Ίσκιο του θανάτου.
Σαν χόρταινε να δρασκελά τη θάλασσα, υποταγμένη από κάτω του
σαν ένα βαρβάτο φαρί, της παραδινόταν, θεληματικά αφημένος στο έλεος της. Ανασκέλωνε, έκλεινε χαμογελώντας τα μάτια, άπλωνε τα χέρια τεμπέλικα και της δινότανε μ' όλο το κορμί του, σαν ένα φύκι,
να τόνε κάνει αυτή ό,τι θέλει. Ο ήλιος τότες έσερνε στο πρόσωπο
και στα στέρνα του τις καυτερές του απαλάμες κ' η θάλασσα τον
έπαιρνε πάνω στο άπειρο στήθος της, και τον ανασήκωνε λικνιστά,
σα να ανάσαινε κάτωθέ του. Η νωθρή κίνηση του χλιού νερού
τούδινε την εντύπωση των γυναίκειων λαγόνων, σαν τις κυβερνά ο δημιουργικός ρυθμός.
Τότες ένιωθε τον εαυτό του απέραντα ευτυχισμένο, εκμηδενισμένον
από ευτυχία, αφομοιωμένον ηδονικά με τη φύση, την κραταιή παμμήτορα. Ένιωθε να μετουσιώνεται και το κορμί του σε γαλάζιο
νερό, αγνό και αμόλυντο, και τον ήλιο να το διαπέρνα πέρα για πέρα….. (….)
Β’ Απόσπασμα
Πέταξε το σκουφί της, κι ο ήλιος ανάβει σπίθες στα μαλλιά της, σα να παίζει πάνω σε χρυσές τρέμουσες.
Η Σαπφώ τραβάει ίσια , ανοιχτά με μεγάλες χαριτωμένες πλεψιές. Το κεφάλι της πέφτει κι ανασηκώνεται ρυθμικά , και η θάλασσα κάθε φορά που αναγέρνει πάνω της, τη φιλά στο μάγουλο. Φαίνεται πίσω ο λαιμός και η πλάτη, σαν λαξεμένη σε χλωμό μάρμαρο πολύ δουλεμένο Μια στιγμή η Σαπφώ γυρίζει τ' ανάσκελα. Κολυμπά μόνο με τα χέρια της, που δουλεύουν σα δυό γρήγορα κουπιά. Μικρά-μικρά κυματάκια σηκώνουνται από τις άκρες τω χεριώ της, απλώνουν ως τις σκοτεινές μασκάλες και παίζουν γύρω στις κορφές των κόρφων, που ξεμυτίζουν από το νερό, στέρεοι σαν καρποί. Το μπανιερό κολλάει βρεγμένο πάνω στη γερή σάρκα.
Ο Λεωνής σηκώνει ταραγμένος τη ματιά, ψαχουλεύει με αγωνία ψηλά ένα γύρω, πάνω στο πράσινο μπουκέτο της Βίγλας. Σα να μην ήθελε να δει άλλος κανένας πως την είδε(…) Όταν κατεβαίνει στη βάρκα του, πετάει τα παπούτσια του και ξαπλώνεται στην πλώρη, μπρούμυτος στον ήλιο. Νιώθει ακόμη τη γλυκιά ταραχή να κυκλοφέρνει μέσα στο αίμα του. Είναι το όραμα της Σαπφώς που κολυμπά ανάσκελα.Ένα φτερωμένο κορμί περιχυμένο θάλασσα και ήλιο. Όμως νιώθει κάτι που τόνε στενοχωρεί. Είναι που άφησε τον εαυτό του να δει ολόγυμνη σχεδόν την Σαπφώ.Η κυριολεξία βέβαια δεν ήταν πως «άφησε τον εαυτό του». Γιατί ήταν βέβαιο πως παραμόνεψε τη στιγμή που έκανε να ξενερίσει (….) Ήταν η γυναίκα του Βρανά, του πεθαμένου φίλου. Όμως ήταν μια παίδα εικοσιδυό χρονώ , όμορφη σαν καμιάν άλλη! Αυτό πια το’ ξερε , το αιστανότανε μ’ολάκερο το κορμί του. Την είδε στην αποθέωση της ομορφιάς της να αναδύεται.Από πάνω της να κρουνελίζει η θάλασσα κι ο ήλιος….(...)
Γ’ απόσπασμα
Φτάσανε σ' ένα μέρος που το γιατάκι του Όρυάκα χανόταν μέσα σ' ένα σκοτεινό σύλογγο, όλο βάγιες πηχτά φυτρωμένες, νιάτα γαυριασμένα από τ' αδιάκοπο πότισμα. Είταν φορτωμένες μούρα, ωριμασμένα βαγιοκούκουτσα. Ό τόπος μοσκοβόλησε χαρμόσυνα, στάθηκαν κι ανέσαναν βαθιά, αχόρταγα. Είταν μέσα στην ατμόσφαιρα κάτι γιορτερό, θρησκευτικά γιορτερό. Ο Λεωνής έκοψε δυό λιγνά κλωνιά και τάδεσε στεφάνι στο κεφάλι της αδερφής του.
— Είναι η δάφνη του Απόλλωνα, λέει. Περισσότερο όμως είναι γνωστή από το στιφάδο. Ταιριάζει πολύ στο λαγό και στον ήρωα του πολέμου. Βαθύτατο σύμβολο!
Κοίταζε την Αδριανή που κορδώθηκε σε πόζα « μεγάλου ανδρός». Το αδρύ φύλλο με τα σκούρα βαγιοκούκουτσα πήγαινε ωραία ανάμεσα στο χρυσό μαλλί του κοριτσιού.
Άξαφνα αφήνει την πόζα της, πετάει τις δάφνες από το κεφάλι και λέει ανήσυχη :
— Είπες για λαγό στιφάδο και θυμήθηκα το μαγείρεμα. Άν δεν έπιασε κιόλας στο τέντζερη, θα κοντολογά νά σωθεί το νερό του, τόσην ώρα ακοίταχτο. Πρέπει να πεταχτώ μια στιγμή. Μην αργήσετε κι εσείς.
Να γυρίσουμε όλοι, κάνει βιαστικά η Σαπφώ.
Ή Αδριανή, που ανεσκάλωνε κιόλας, φωνάζει «όχι! όχι! ». Αυτή θάπρεπε να γυρίσει τρεχάτη στο φαϊ , και δεν υπήρχε κανένας λόγος να τρέχουν λαχανιασμένοι όλοι ξοπίσω της, χωρίς λόγο. Χάθηκε κιόλας και τώρα η φωνή της ακουγόταν πίσω απ’ τούς πράσινους μπερντέδες της φυλλωσιάς.
— Καλά! λέει ο Λεωνής με αδιάφορο τόνο, για να μη φανεί τρομοκρατημένος από το ξεμονάχιασμα με την Σαπφώ. Λίγα καβούρια ακόμα να πιάσουμε κι ανεβαίνουμε.
Ανοίχτηκε μια στενάχωρη παύση ανάμεσό τους, κ' έπρεπε με κάθε τρόπο να γιομίσουν τη σιωπή της. Χωρίς να την κοιτάζει, προχώρεσε λίγο, έσκυψε κι ανασήκωσε με κόπο μιά μεγάλη πέτρα. Την ίδια στιγμή βούτηξε από κάτω το χέρι του, έκανε « χόπ ! » καί τσάκωσε ένα μεγάλο καβούρι. Η Σαπφώ έκανε χαρές και πλησίασε με το μαντίλι.
Αυτός στραμπούληξε πρώτα το ένα δόντι απ’ την κάθε δαγκάνα κ' έχωσε το καβούρι μέσα μαζί με τ' άλλα.
— Πάει κι αυτός! λέει και γελά.
— Και πόσο μεγάλος !
Γελά κ' ή Σαπφώ. Αιστάνουνται κ' οι δυό ευγνωμοσύνη σε τούτο το φουκαρά τον κάβουρα, που ήρθε πάνω στην ώρα να δώσει κάποια φυσικότητα στο φέρσιμο τους.
Πιο κάτω ήταν ένας γαλάζιος βράχος εκεί, απότομα κρεμαστός. Τον είχε στρογγυλεμένο και λείο το αιώνιο γλείψιμο του νερού, πού περνούσε από πάνω του απλωτά και τον έντυνε σαν διάφανο μεταξωτό. Στα ριζά του είχε νεροφαγιασμένη μιά γούβα, στρογγυλή σά γουρνόπετρα. Εκεί μέσα έπεφτε τ νερό και γουργούριζε δροσερά.
Ο Λεωνής πιάστηκε άπ' ένα λυγερό κλαδί της αγριοσυκιάς κι άρχισε να κατεβαίνει. Ακουμπούσε στο βράχο μόνο με τα τακούνια και με τη σιδερένια μύτη του μπαστουνιού. Σα χαμήλωσε αρκετά, άφησε μπόι και πήδηξε σβέλτα, λυγώντας τα γόνατα.
Ήταν αλήθεια ένα χαριτωμένο κατατόπι. Ό μικροκαταρράχτης τραγουδούσε γλιστρώντας, άνοιγε νερένια κρόσσια σαν έβρισκε μούσκλια, κ' έκανε φασαρία πιο μεγάλη από το μπόι του, πηδώντας μέσα στη γούρνα. Άπό πάνω οι βάγιες κάναν έναν αληθινό θόλο. Η φυλλωσιά έσταζε σκοτεινόν ίσκιο, μύριζε αψιά. Πάνω από τη γούβα πετούσαν κάτι θαυμάσια λεπιδόφτερα, μεγάλες λιμπελούλες μαβιές, με διάφανες οριζόντιες φτερούγες που ιριδίζανε.
Σήκωσε τα μάτια προς το μέρος που κατέβηκε και είδε ανάμεσα στα φύλλα της αγριοσυκιάς το κεφάλι της Σαπφώς που έσκυβε. Αναμετρούσε με το μάτι το βάθος, μελετούσε να κατέβει. Το πρόσωπο της είτανε ξαναμμένο, τα σκούρα της ματόκλαδα πεταλούδιζαν ανήσυχα.
— Είναι θάμα, της λέει από κάτω, όμως, το καλό που σας θέλω, μην κατεβείτε. Ο βράχος είναι σχεδόν όρθιος. Μείνετε καλύτερα.Έρχομαι πίσω και γώ.
Κουνήθηκε να γυρίσει.
— Μπά! Μια χωριάτισσα μπορεί θαρρώ να σκαλώνει όσο κι ένας χωριάτης!
Τα λόγια της κατέβαιναν από ψηλά μαζί με το γέλιο της το γάργαρο, μαζί με το νερό, που γελούσε και τραγουδούσε. Ό αντίλαλος τάσμιγε σε μια σύμμιχτη βουή, σα να μιλούσε, σα να γελούσε, σα να τραγουδούσε η ίδια η λαγκαδιά.
Την είδε που πιάστηκε από το ίδιο κλωνάρι της αγριοσυκιάς, κι άρχισε να κατεβαίνει. Από το χέρι της δεν άφηνε το μαντίλι με τα καβούρια, κι αυτό τη δυσκόλευε περισσότερο.
— Σταθείτε κεί, θα πέσετε ! φωνάζει ανήσυχος και κινείται να σκαλώσει. Να πάρει το μαντίλι από το χέρι της και να της δώσει το μπαστούνι.
— Μπά! κάνει αυτή ηρωικά, και βιάζεται να κατεβεί, πριν προφτάσει ο Λεωνής να της δώσει το χέρι.
Την ίδιαν ώρα ξεφεύγει το ένα της πόδι, και σχεδόν χάνει την επαφή της με το βράχο. Όλο της το βάρος κρεμάζει στη συκιά, και δεν εννοεί ν' αφήσει τα καβούρια από το χέρι της. Προσπαθεί με αγωνία ν' ακουμπήσει το τακούνι της κάπου. Το φευγάτο πόδι ψάχνει στα τυφλά να βρει ένα πάτημα, και τ' άλλο, που στηρίζεται ακόμα στο βράχο, τρέμει από το γόνατο.
Ο Λεωνής πετιέται μ' ένα σάλτο, ανεβαίνει από το πλάι, σκαλώνει το γυριστό μέρος του μπαστουνιού του μέσα σε κάτι δυνατές ρίζες, κρεμιέται σχεδόν απ' αυτό. Γέρνει κι απλώνει το μπράτσο.
—Έλατε ! Ακουμπήστε γρήγορα πάνω μου !
Η φωνή του διατάζει τώρα, απότομη, όπως στο στρατό.
Η Σαπφώ αφήνεται στην αγκαλιά του, πιάνεται από το λαιμό του με το χέρι που σφίγγει τα καβούρια, δένεται πάνω του με το μπράτσο της και σιγά - σιγά ξαμολάει το κλαδί της αγριοσυκιάς.
Ο Λεωνής την κρατά σφιχτά με το ζερβί του πάνω στο στήθος, κατεβαίνει πολύ αργά, με προσοχή. Δοκιμάζει πρώτα καλά την κάθε προεξοχή του βράχου, πριν πατήσει απάνω με όλο του το βάρος. Ένα κύμα καυτερό τόνε γλείφει όλον, στα μηλίγγια του βαράνε σφυριές. Όλα είναι πράσινα μπροστά στα μάτια του, ένα ρευστό πράσινο που τρέχει. Ένας καταρράχτης από φύλλα που θροούν και χύνουνται σε βάραθρο.
Ακούει το νερό σα να γουργουρίζει βαθιά μέσα στο καύκαλό του. Νιώθει το ζεστό κορμί της να τόνε τυλίγει σαν κισσός. Μεστό, λυγερό και ντελικάτο. Νιώθει στο πρόσωπο τη γλυκιά ζεστασιά των στέρεων κόρφων, που ζουλιούνται πάνω στο μάγουλο του, κ' η ευωδιά τους τόνε ζαλίζει. Σα νάχει το πρόσωπο του ολόκληρο χωμένο μέσα σ' ένα πελώριο τριαντάφυλλο. Ακούει την καρδιά της που χτυπά δυνατά κάτ' από τη λεπτή μπλουζίτσα, καί θαρρεί πως είναι η δική του η καρδιά. Τα αίματα τους ορμούν ενάντια, αντιχτυπιούνται, βροντάνε τον ίδιον άγριο ρυθμό, σα να συγκοινώνησαν ξαφνικά οι αρτηρίες τους. Μιά αίσθηση τρομερή, βίαια ευτυχισμένη, που φτάνει ως τον πόνο.
Σαν πάτησε χάμω δεν την άφησε. Ξαμόλησε μόνο το μπαστούνι να κρέμεται στην αγριόριζα κ έσφιξε γύρω στο κορμί της και τ' άλλο του το μπράτσο. Τήνε κράτησε έτσι σαν ένα παιδί, σαν ένα θησαυρό. Την έσφιξε στην αγκαλιά σαν ένα λάφυρο. Έσκυψε στο πρόσωπο της έξαλλος, έσκυψε πολύ κοντά, πάνω από τα χρυσά μάτια της. Και τα βρήκε να τδν κοιτάνε από κάτω, όπως κοιτάνε τα μάτια των άρρωστων μες από το βύθος της θέρμης. Η ματιά του μπήκε μέσα της, αρσενική και βάρβαρη. Είταν η αστραψιά της τρέλας του, κυκλοφόρεσε μονομιάς μέσα της. Πήγε κ' ήρθε ο σπασμός ως τα ακρότατα των νεύρων της. Ένα γλυκό ρίγος τη συντάραξε σύγκορμη, και σφίχτηκε σπασμωδικά πάνω του με όλη της την ύπαρξη.
Τότες αυτός γύρισε τα μάτια του ένα γύρω, σαν ένα αγρίμι που γυρεύει καταφύγι για να σπαράξει το θήραμά του. Είδε τις πυκνές τούφες της φτέρης, την πήγε βιαστικά εκεί, την απόθεσε προσεχτικά πάνω στο παχύ στρώμα της πρασινάδας, που τσακίστηκε και μύρισε βαριά κάτ' από τα γόνατα του, και την έκαμε δική του μ' έναν τρόπο βίαιο, σχεδόν εχτρικό.
Τα μάτια της βασίλεψαν κάτω από τά βαριά ματόκλαδα, τα δάχτυλα ξαμόλησαν λίγο - λίγο το μαντίλι με τα καβούρια.
Αυτά ξαπολύθηκαν μονομιάς, ξελευτερωμένα, σκορπίστηκαν όλα μαζί μ' ένα χαρούμενο χαρχάλεμα μέσα στα χόρτα και μέσα στις πέτρες, χυμώντας πίσω κατά το ρέμα τους, με τις κουτσουρεμένες τους δαγκάνες όρθιες...
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο: http://fotodendro.blogspot.com/2012/12/blog-post_5.html της Πολίνας Μοίρα, φιλολόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου