Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Νίκος Καρούζος-Τα τρίστιχα των θανάσιμων


Η μοίρα μου είναι στον υάκινθο.

Σ’ όλο το χόρτο ήλιος τραγικός και της θαλάσσης

η γενετήσια εικόνα.


Δεν άγγιζα καμιά χαρά όταν σε είδα. Μόνος

ανοίγω πάλι την καρδιά μου προς τ’ αστέρια

η νύχτα λάμπει μέσα της, άγνωστο φως για μένα.


Ήτανε μέσ’ στο βαθύ σκοτάδι ένα παλικάρι

το σεργιανούσε νήπιο η μάνα του στους κήπους

αλησμόνητε ήλιε...


Γαλάζιος μακριά πολύ, θα γυρίσω

άνθη κρατώντας.

Είναι ρωγμή στο στήθος η αγάπη.


Έρχεται απ’ το σκοτάδι πράος

τα μάτια του η φωνή του αηδονιού

έαρ γλυκύτερο απ’ τ’ άνθη.


Αηδόνι του γυμνού καιρού που τραγουδάς την έλευση

ενώ οι γλαδίολοι γνωρίζουν άλλη ομορφιά τα βράδια

η ψυχή μου κλείνεται με το άνθος.


Μέσ’ στον ιδρώτα του έρωτα

που τον στεγνώνει ελαφρός αέρας

βαδίζω άσκοπα στους δρόμους έχοντας την αθωότητα.


Να είχα την ευλάβεια του δέντρου

τώρα που η νύχτα σήπεται κι ακούω τη φωνή

τα ερπετά θα μιλήσουν τη γλώσσα του θανάτου.


Η μοίρα του νερού στην πέτρα κι ο βαβυλώνιος ουρανός

αιχμάλωτα φυτά με τους αγγέλους

τα φοβισμένα σπλάχνα μου.


Στα παλιά καφενεία της Γενοβέφας

τον βλέπω συχνά και λογίζομαι –

θα ’ναι όλο σφυγμούς το κορμί του.


Απλώνει το χέρι στα παιδιά που ιδρύουν τον κόσμο

βαθύτερ’ απ’ το πνεύμα ταραγμένος.

Μικρό σαλιγκάρι φεύγει πάντα η μητέρα...


Έχει γδυθεί τον άνθρωπο και στρέφεται στα δίκαια δέντρα

το χέρι σου ο άνεμος άοπλο στήθος.

Τα ρούχα του είναι χαμηλός μανδρότοιχος.


Μη φεύγεις απ’ την αττική μου αίσθηση

συγκεχυμένος έτσι με την ομορφιά...

Τον δείχνουν κι αυτός γίνεται θάμβος.


Γαλάζιο απόγευμα ερυθρά νέφη κ’ οι βράχοι

κόκκινοι απ’ το ηλιοβασίλεμα

στη θάλασσα των ανταυγειών η φύση.


Ξανθή με τα μαλλιά της απ’ την ερημιά

έρχεται στη γαλάζια μνήμη ώς τη νύχτα του άντρα

κι ο ύπνος τον γλιτώνει απ’ τον έρωτα.


Είναι τόσο μακριά το αρνί στον ήλιο

μονάχα ο θόρυβος λέει

πως έφυγε στο χόρτο.


Μια μύγα πίνοντας νερό με φανερώνει

μονάχη μέσ’ στην κίνηση του καιρού

όλο τον κόσμο ανοίγει.


Κάθε πρωί πυροβολούν

μα ύστερα το φως

λάμπει στην ομορφιά του πεπρωμένου.


Στενή βροχή τα γαλήνια καταστρέφεις

όταν για λίγον Ιησού

διασχίζω τις κορυφωμένες αισθήσεις μου.


Μέσα στο μαύρο χάλκωμα της νύχτας

οι επιθυμίες

στους κήπους του ερωτικού μεσονυκτίου η καμέλια.


Μικρή φωνή των ουρανών

ωραία σύννεφα λιλά στις κορυφές

την προσταγή σου μνημονεύω – όλα στ’ άνθη.


Η καρδιά μου είναι δίψα.

Χαίρε ήλιε μου σκοτεινέ

τολμώ μέσ’ στη νύχτα.


Είμαι της μοναξιάς κάποιο σύνεργο

κ’ είναι φτερά ο θεός. Μακριά ένας έλληνας

με το σφιγμένο πρόσωπο σπάζει τα δάκρυα.


Το γιασεμί είναι τόσο βροχερό

δεν ευωδιάζει

αγγίζεται.


Φόβος θανάτου με κυκλώνει στις ημέρες

είχα ποθήσει την ψυχή μου θερινή

μεγάλες πέτρες του γιαλού θέλω να σας βλέπω.


Γράφοντας με τους ουρανούς

ανεβαίνω στα μαλλιά σου

κραυγάζοντας αθανασία.


Ω συννεφιά νυχτερινή με το χειμώνα

που με υψώνεις μυστικά

Ιδέα που για λίγο φανερώνεις το φεγγάρι.


Πώς είναι όλα στου θεού την διάρκεια βαλμένα

κι ο θάνατος πώς είναι μια σταγόνα

επί των υδάτων.


Χώμα της λησμονιάς που εγκλείει την ανάμνηση

η ευγενής κυπάρισσος νέμεται

την άκρα ησυχία...


Ύστερ’ απ’ τ’ άνθη έζησα

μονάχος εγώ με τη μέλισσα

Ιωάννης των ακρίδων.


ΒΥΘΙΣΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΈΡΩΤΑ

http://me-klamena-megala.blogspot.com/Πhttp://me-klamena-megala.blogspot.com/http://me-klamena-megala.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου