Πώς τους λυπάμαι τους συζύγους των ποιητριών
έτσι που τρέχουνε τα μεσημέρια
για να προλάβουνε ζεστό το φαγητό
και βρίσκουν την κουζίνα
ξέχειλη από λέξεις που αθετήσαν την υπόσχεση.
,Αδειες οι κατσαρόλες με τεντωμένα αυτιά
απολαμβάνουν το διάλογο
που έχουνε στήσει οι ποιήτριες
με τις αράχνες. Ανοίγουν το ψυγείο
ν' αρκεστούν σ' ένα γιαούρτι ή έστω λίγο γάλα
και βρίσκουν πάλι λέξεις ξινισμένες
με ημερομηνία που έχει λήξει από καιρό.
Τη σκόνη στα πατώματα, στην εταζέρα,
στους καθρέφτες διακόπτουνε μονάχα λέξεις
που πολλαπλασιάζονται ακόρεστα.
Απορημένοι κι άπραγοι βλέπουν το σπιτικό τους
ν' απογειώνεται, να φεύγει.
Τις νύχτες επικαλούνται την ηδονή
μια γλώσσα οικεία που συνομιλούσαν άλλοτε
όμως καινούργιες πάλι λέξεις ενσκήπτουνε
ερμητικές που ανακόπτουν
και την ύστατη προσπάθεια.
Εξαντλημένοι παραδίδονται –άνευ όρων–
στις ανικανοποίητες συνέπειες του ύπνου τους
ενώ οι γυναίκες τους στο πλάι ξάγρυπνες
ασύστολα ερωτοτροπούν με τα φαντάσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου