Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Εμίλ Ζολά-Τι ονειρεύονται οι φτωχές κοπέλες (απόσπασμα)

 

Εργάστηκε δώδεκα ολόκληρες ώρες γιὰ νὰ βγά­λει δε­κα­πέ­ντε λε­πτά. Τὸ βρά­δυ ἐπι­στρέ­φει στὴν τρώ­γλη της, ἀκο­λου­θώ­ντας τ’ ἄσπρα ἀπὸ τὸν πά­γο πε­ζο­δρό­μια, τουρ­του­ρί­ζο­ντας τυ­λιγ­μέ­νη μὲ τὸ λε­πτὸ μαῦρο σά­λι της, ἀδύ­να­τη καὶ βιαστι­κή, μ’ ἐκεί­νη τὴ φο­βι­σμέ­νη βια­σύ­νη τῶν κα­κό­μοι­ρων ἀδέ­σποτων ζώ­ων.

Κι ἐπειδὴ τὸ στο­μά­χι της δια­μαρ­τύ­ρε­ται λι­μα­σμέ­νο, ἀγο­ρά­ζει τὸ ὑπό­λειμ­μα ἑνὸς φτη­νοῦ ἀλλα­ντι­κοῦ, ποὺ τὸ παίρ­νει μαζί της τυ­λιγ­μέ­νο σ’ ἕνα σκι­σμέ­νο φύλ­λο ἐφη­με­ρί­δας.

Κι ἔπει­τα ἀνε­βαί­νει ξε­πνο­η­μέ­νη τοὺς ἕξι ὀρό­φους της.

Ἐκεῖ ψη­λά, ἡ σο­φίτα της εἶναι πα­ντέ­ρη­μη. Ἕνα κομ­μά­τι κερὶ φω­τί­ζει αὐτὴν τὴν ἐξα­θλί­ω­ση. Φω­τιὰ δὲν ὑπάρ­χει. Ὁ ἄνε­μος περ­νά­ει κά­τω ἀπ’ τὴν πόρ­τα μὲ τέ­τοια ὁρμὴ ποὺ κά­νει τὴ φλό­γα τοῦ κε­ριοῦ νὰ τρε­μο­παί­ζει. Ἕνα κρε­βά­τι, ἕνα τρα­πέ­ζι, μί­α κα­ρέ­κλα. Κά­νει τό­σο κρύ­ο ποὺ τὸ νερὸ στὸ κου­μά­ρι ἔχει πα­γώ­σει.

Βιά­ζε­ται· ἴσως ζε­στα­θεῖ λι­γά­κι στὸ κρε­βάτι της, κά­τω ἀπὸ τὸν μπό­γο τῶν ρού­χων της ποὺ στοι­βά­ζει κά­θε βρά­δυ στὰ πό­δια της. Κά­θι­σε ζω­ηρὰ στὸ μι­κρὸ τρα­πέ­ζι της, πῆρε ἕνα κομ­μά­τι ψωμὶ ἀπὸ ἕνα ντου­λά­πι καὶ τρώ­ει τὸ ἀλλα­ντι­κό της μὲ τὸν λαί­μαρ­γο κι ἀδιά­φο­ρο τρό­πο τῶν λι­μασμέ­νων. Ὅταν τὴν πιά­νει δί­ψα, ἀνα­γκά­ζε­ται νὰ σπά­σει τὸν πάγο στὸ κου­μά­ρι.

Εἶναι ἕνα κο­ρί­τσι τὸ πολὺ δε­κα­ο­κτὼ χρονῶν. Γιὰ νὰ κρυώ­νει λι­γό­τε­ρο, δὲν ἔβγα­λε τὸ σά­λι της οὔτε τὸν σκοῦφο της. Τρώ­ει στὸ σπί­τι της ντυ­μέ­νη ὅπως γιὰ τὸν δρό­μο καὶ κρύ­βει πό­τε πό­τε τὰ μπλάβα ἀπὸ τὸ κρύ­ο χέ­ρια της. Ἂν μπο­ροῦσε νὰ χα­μο­γε­λά­σει, θὰ γι­νό­ταν γοη­τευ­τι­κή· τὰ λε­πτε­πί­λε­πτα χεί­λη της, τ’ ἁπα­λοῦ γκρί­ζου χρώ­μα­τος μά­τια της θὰ εἶχαν ὑπέ­ρο­χη γλυ­κύ­τη­τα. Ὅμως τὰ βά­σα­να τὴν ἔχουν κά­νει νὰ σφίγ­γει τὰ χεί­λη της κι ἔχουν σκιά­σει καὶ σκλη­ρύ­νει τὸ βλέμ­μα της. Φο­ρά­ει τὸ ἄκα­μπτο κι ἀπει­λη­τικὸ προ­σω­πεῖο τῶν ἐξα­θλιω­μέ­νων.

Κοι­τά­ζει ἀπλανῶς μπρο­στά της, μὲ τὸ μυα­λό της κε­νό, τρώ­γοντας σὰν ζῶο ποὺ βιά­ζε­ται. Ὕστε­ρα τὸ βλέμ­μα της πέ­φτει στὸ λι­γδια­σμέ­νο φύλ­λο τῆς ἐφη­με­ρί­δας ποὺ τῆς χρη­σι­μεύ­ει γιὰ πιά­το. Ἀρχί­ζει νὰ δια­βά­ζει καὶ ξε­χνά­ει νὰ τε­λειώ­σει τὴν μπου­κιά της.

Δό­θη­κε χο­ρο­ε­σπε­ρί­δα στὰ ἀνά­κτο­ρα τοῦ Κε­ρα­μει­κοῦ καὶ κα­τα­να­λώ­θη­κε, ὅπως πλη­ρο­φο­ρεῖται, τερά­στια πο­σό­τη­τα οἴ­νου κι ἐδε­σμά­των: ἐννέ­α χι­λιά­δες μπου­κά­λες κα­μπα­νί­τη, τρεῖς χι­λιά­δες γλυ­κί­σμα­τα, ἑξα­κό­σια κιλὰ κρέ­ας καὶ τὰ ρέ­στα. Χα­μο­γε­λά­ει πα­ρά­ξε­να καὶ σκέ­φτε­ται πὼς οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ θὰ πρέ­πει νὰ εἶναι τε­τρά­πα­χοι.

Ὅμως, ἐπειδὴ εἶναι γυ­ναίκα, χα­σο­με­ρά­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο στὶς πε­ρι­γρα­φὲς τῶν βραδι­νῶν φο­ρε­μά­των. Δια­βά­ζει λοι­πόν:

«Ἡ κυ­ρί­α Ντὲ Μετ­τερ­νίκ: λευκὴ ἐσθή­τα, μὲ σκού­ρα μὸβ ζώ­νη. Ἕνα ἀδα­μα­ντο­ποί­κιλ­το πε­ρι­δέ­ραιο στή­ρι­ζε ἕνα χα­ρι­τω­μέ­νο σύμ­φυρ­μα ἀπὸ μαρ­γα­ρι­τάρια καὶ δια­μά­ντια.»

Τὸ πρό­σω­πό της σκλή­ρυ­νε κι ἄλλο. Για­τί οἱ ἄλλες νὰ ἔχουν διαμα­ντέ­νια πε­ρι­δέ­ραια τὴ στιγ­μὴ ποὺ αὐτὴ δὲν ἔχει κὰν ἕνα ζε­στὸ φό­ρε­μα νὰ βά­λει; Ὅμως συ­νε­χί­ζει:

«Ἡ αὐτο­κρά­τει­ρα μὲ ἐσθή­τα ἁπα­λοῦ πρά­σι­νου χρώ­μα­τος, κα­λυμ­μέ­νη ἀπὸ τὴ μέ­ση καὶ κάτω ἀπὸ λευκὸ φου­σκωτὸ τού­λι, ἀργυ­ροΰφα­ντο, γαρ­νι­ρι­σμέ­νη στὸν πο­δό­γυ­ρο καὶ στὸ μποῦστο μὲ γού­να ζι­μπε­λί­νας. Στὰ μαλ­λιά της λευκὰ ἄνθη ἀγρά­μπε­λης κι ἕνα ἁπλὸ δια­μα­ντένιο διά­δη­μα. Γύ­ρω ἀπὸ τὸ λαι­μό, μαύ­ρη βε­λού­δι­νη κορ­δέ­λα, δια­κο­σμη­μέ­νη μὲ μαι­άν­δρους ἀ­πὸ ὑπέ­ρο­χα δια­μά­ντια.»

Πα­ντοῦ δια­μά­ντια, καὶ μά­λι­στα στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ δια­μά­ντια γιὰ νὰ πλου­τί­σουν ἑκατὸ οἰκο­γέ­νειες. Ἡ κο­πέ­λα ἔπα­ψε νὰ δια­βά­ζει. Ἔχει γεί­ρει πρὸς τὰ πί­σω στὴν κα­ρέ­κλα της καὶ συλλο­γί­ζε­ται.

Σκέ­ψεις κακὲς περ­νοῦν ἀπὸ τὰ γκρί­ζα μά­τια της. Δὲν αἰσθά­νε­ται πιὰ τὸ κρύ­ο, εἶναι ὁλό­τελα δο­σμέ­νη στὸν πει­ρα­σμὸ τοῦ κα­κοῦ.

Κι ὅταν συ­νέρ­χε­ται ἀπ’ τὴν ὀνει­ρο­πό­λη­σή της, ἕνα δυ­νατὸ ρί­γος τὴ δια­περνᾶ· καὶ φέρ­νο­ντας ἕνα γύ­ρο τὴν τρώ­γλη της μὲ τὸ βλέμ­μα της, ψι­θυ­ρί­ζει:

«Πρὸς τί λοι­πόν…; Πρὸς τί νὰ δου­λεύ­ω; Θέ­λω νά ‘χω δια­μά­ντια.»

Αὔριο θὰ τά ‘χει.

Εμίλ Ζολά, Οι ώμοι της Μαρκησίας, μτφρ. Φοιβος Ι.Πιομπίνος, Ίκαρος, Αθήνα, 2012,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου