Εργάστηκε δώδεκα ολόκληρες ώρες γιὰ νὰ βγάλει δεκαπέντε λεπτά. Τὸ βράδυ ἐπιστρέφει στὴν τρώγλη της, ἀκολουθώντας τ’ ἄσπρα ἀπὸ τὸν πάγο πεζοδρόμια, τουρτουρίζοντας τυλιγμένη μὲ τὸ λεπτὸ μαῦρο σάλι της, ἀδύνατη καὶ βιαστική, μ’ ἐκείνη τὴ φοβισμένη βιασύνη τῶν κακόμοιρων ἀδέσποτων ζώων.
Κι ἐπειδὴ τὸ στομάχι της διαμαρτύρεται λιμασμένο, ἀγοράζει τὸ ὑπόλειμμα ἑνὸς φτηνοῦ ἀλλαντικοῦ, ποὺ τὸ παίρνει μαζί της τυλιγμένο σ’ ἕνα σκισμένο φύλλο ἐφημερίδας.
Κι ἔπειτα ἀνεβαίνει ξεπνοημένη τοὺς ἕξι ὀρόφους της.
Ἐκεῖ ψηλά, ἡ σοφίτα της εἶναι παντέρημη. Ἕνα κομμάτι κερὶ φωτίζει αὐτὴν τὴν ἐξαθλίωση. Φωτιὰ δὲν ὑπάρχει. Ὁ ἄνεμος περνάει κάτω ἀπ’ τὴν πόρτα μὲ τέτοια ὁρμὴ ποὺ κάνει τὴ φλόγα τοῦ κεριοῦ νὰ τρεμοπαίζει. Ἕνα κρεβάτι, ἕνα τραπέζι, μία καρέκλα. Κάνει τόσο κρύο ποὺ τὸ νερὸ στὸ κουμάρι ἔχει παγώσει.
Βιάζεται· ἴσως ζεσταθεῖ λιγάκι στὸ κρεβάτι της, κάτω ἀπὸ τὸν μπόγο τῶν ρούχων της ποὺ στοιβάζει κάθε βράδυ στὰ πόδια της. Κάθισε ζωηρὰ στὸ μικρὸ τραπέζι της, πῆρε ἕνα κομμάτι ψωμὶ ἀπὸ ἕνα ντουλάπι καὶ τρώει τὸ ἀλλαντικό της μὲ τὸν λαίμαργο κι ἀδιάφορο τρόπο τῶν λιμασμένων. Ὅταν τὴν πιάνει δίψα, ἀναγκάζεται νὰ σπάσει τὸν πάγο στὸ κουμάρι.
Εἶναι ἕνα κορίτσι τὸ πολὺ δεκαοκτὼ χρονῶν. Γιὰ νὰ κρυώνει λιγότερο, δὲν ἔβγαλε τὸ σάλι της οὔτε τὸν σκοῦφο της. Τρώει στὸ σπίτι της ντυμένη ὅπως γιὰ τὸν δρόμο καὶ κρύβει πότε πότε τὰ μπλάβα ἀπὸ τὸ κρύο χέρια της. Ἂν μποροῦσε νὰ χαμογελάσει, θὰ γινόταν γοητευτική· τὰ λεπτεπίλεπτα χείλη της, τ’ ἁπαλοῦ γκρίζου χρώματος μάτια της θὰ εἶχαν ὑπέροχη γλυκύτητα. Ὅμως τὰ βάσανα τὴν ἔχουν κάνει νὰ σφίγγει τὰ χείλη της κι ἔχουν σκιάσει καὶ σκληρύνει τὸ βλέμμα της. Φοράει τὸ ἄκαμπτο κι ἀπειλητικὸ προσωπεῖο τῶν ἐξαθλιωμένων.
Κοιτάζει ἀπλανῶς μπροστά της, μὲ τὸ μυαλό της κενό, τρώγοντας σὰν ζῶο ποὺ βιάζεται. Ὕστερα τὸ βλέμμα της πέφτει στὸ λιγδιασμένο φύλλο τῆς ἐφημερίδας ποὺ τῆς χρησιμεύει γιὰ πιάτο. Ἀρχίζει νὰ διαβάζει καὶ ξεχνάει νὰ τελειώσει τὴν μπουκιά της.
Δόθηκε χοροεσπερίδα στὰ ἀνάκτορα τοῦ Κεραμεικοῦ καὶ καταναλώθηκε, ὅπως πληροφορεῖται, τεράστια ποσότητα οἴνου κι ἐδεσμάτων: ἐννέα χιλιάδες μπουκάλες καμπανίτη, τρεῖς χιλιάδες γλυκίσματα, ἑξακόσια κιλὰ κρέας καὶ τὰ ρέστα. Χαμογελάει παράξενα καὶ σκέφτεται πὼς οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ πρέπει νὰ εἶναι τετράπαχοι.
Ὅμως, ἐπειδὴ εἶναι γυναίκα, χασομεράει περισσότερο στὶς περιγραφὲς τῶν βραδινῶν φορεμάτων. Διαβάζει λοιπόν:
«Ἡ κυρία Ντὲ Μεττερνίκ: λευκὴ ἐσθήτα, μὲ σκούρα μὸβ ζώνη. Ἕνα ἀδαμαντοποίκιλτο περιδέραιο στήριζε ἕνα χαριτωμένο σύμφυρμα ἀπὸ μαργαριτάρια καὶ διαμάντια.»
Τὸ πρόσωπό της σκλήρυνε κι ἄλλο. Γιατί οἱ ἄλλες νὰ ἔχουν διαμαντένια περιδέραια τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὴ δὲν ἔχει κὰν ἕνα ζεστὸ φόρεμα νὰ βάλει; Ὅμως συνεχίζει:
«Ἡ αὐτοκράτειρα μὲ ἐσθήτα ἁπαλοῦ πράσινου χρώματος, καλυμμένη ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω ἀπὸ λευκὸ φουσκωτὸ τούλι, ἀργυροΰφαντο, γαρνιρισμένη στὸν ποδόγυρο καὶ στὸ μποῦστο μὲ γούνα ζιμπελίνας. Στὰ μαλλιά της λευκὰ ἄνθη ἀγράμπελης κι ἕνα ἁπλὸ διαμαντένιο διάδημα. Γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, μαύρη βελούδινη κορδέλα, διακοσμημένη μὲ μαιάνδρους ἀπὸ ὑπέροχα διαμάντια.»
Παντοῦ διαμάντια, καὶ μάλιστα στὴν περίπτωση αὐτὴ διαμάντια γιὰ νὰ πλουτίσουν ἑκατὸ οἰκογένειες. Ἡ κοπέλα ἔπαψε νὰ διαβάζει. Ἔχει γείρει πρὸς τὰ πίσω στὴν καρέκλα της καὶ συλλογίζεται.
Σκέψεις κακὲς περνοῦν ἀπὸ τὰ γκρίζα μάτια της. Δὲν αἰσθάνεται πιὰ τὸ κρύο, εἶναι ὁλότελα δοσμένη στὸν πειρασμὸ τοῦ κακοῦ.
Κι ὅταν συνέρχεται ἀπ’ τὴν ὀνειροπόλησή της, ἕνα δυνατὸ ρίγος τὴ διαπερνᾶ· καὶ φέρνοντας ἕνα γύρο τὴν τρώγλη της μὲ τὸ βλέμμα της, ψιθυρίζει:
«Πρὸς τί λοιπόν…; Πρὸς τί νὰ δουλεύω; Θέλω νά ‘χω διαμάντια.»
Αὔριο θὰ τά ‘χει.
Εμίλ Ζολά, Οι ώμοι της Μαρκησίας, μτφρ. Φοιβος Ι.Πιομπίνος, Ίκαρος, Αθήνα, 2012,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου