— «Στη μεγάλη πρωτεύουσα η νύχτα ήταν πολύχρωμη
και οι άνθρωποι κοίταζαν χωρίς να βλέπουν· ήταν η άλλη
μοναξιά, παράξενη. Είχαν εκεί οι πόρτες πτερύγια και οι
δρόμοι αιθάλη. Κι ένα μουρμουρητό ατέλειωτο πίσω απ’
τον ήχο των μηχανών. Έμοιαζε να είχε χαθεί ο ήλιος πάνω
απ’ τα ψηλά σπίτια· έμοιαζε να μην έχει αστέρια ο ουρανός,
να μην έχει ουρανό ο τόπος. Να μην έχει χώμα η γη, συ-
νάνθρωπο ο άνθρωπος.
Κι έκρυβε φόβο η μεγάλη πόλη και ντροπή. Ώσπου
ακούστηκε στον κήπο η φωνή. Και είδα σημάδι συγγενικό
στα ξένα πρόσωπα: μια φλόγα κρυφή κάτω απ’ τα βλέφα-
ρα.
Σκόρπισε ο φόβος. Και η ντροπή χρόνια κρυμμένη στη
σιωπή έγινε οργή που χύθηκε στον άνεμο από χιλιάδες στό-
ματα, ψυχές.
— Ελευθερία!
Φούντωσε η ορμή:
— Ήρθα ως ανυπότακτος του ονείρου. Ταξιδευτής και
ζηλωτής.
Έτσι στοχάστηκα. Και καθώς η φύση με προίκισε με τ’
αγριμιού τη φόρα, δεν έκατσα ξανά να λογαριάσω και να με-
τρηθώ: Ποιος είμαι, τι μου πρέπει; Ένιωσα την ανάσα των
ωραίων στο πρόσωπό μου και υψώνοντας γροθιά την από-
φασή μου, έστειλα μήνυμα πορφυρό:
— Μαζί σας!
Ήταν ένα φθινόπωρο, όπου η άνοιξη είχε κυριέψει τα
κτήρια, τις αυλές και τους δρόμους· κι έμπαινε ύστερα βα-
θιά μες στις καρδιές. Κι έσκαγε ένα μπουμπούκι, πρόωρο.
Και πλημμύριζαν τα πρόσωπα φωτεινά χαμόγελα· και πλημ-
μύριζαν τον άνεμο τα μηνύματα· και δεν είχε νύχτα η πόλη.
Και δεν είχαν εξουσία οι σιδερόφρακτοι. Γιατί το αίμα είχε
αποκτήσει την αθανασία των μεγάλων στιγμών και στο θυ-
σιαστήριο ανέμιζε αμόλυντη η γαλανή σημαία.
Ήμουν εκεί δέκα εννιά. Και ήταν στα κάγκελα ψηλά οι
έφηβες που έπεφταν στις αγκαλιές των αγοριών μισό γυμνες.
Όλες οι σάρκες αδελφές και οι ψυχές μανάδες-κόρες. Και
ήταν το κουλουράκι του πρωινού που μοιρα ζόταν σε δεκά-
δες κομμάτια. Έστω ένα ψίχαλο· να φτάσει· σ’ όλους να φτά-
σει. Να λιγοστέψει η πείνα και η αγάπη να υψωθεί, η αγά-
πη!
Και ήταν εκεί η φοινικιά· ο ίσκιος. Και το χορτάρι νιο και
πράσινο· και το κορμί μας νιο κι ατρόμητο. Και το τραγού-
δι, κρυφός λυγμός κι ανάταση και πέταγμα. Κι όσο δάκρυ-
ζαν τα μάτια, τόσο οι φωνές γίνονταν στον αέρα φωτιές· κι
όσο ηχούσαν οι ριπές, όρθωνε η αφοβία τα στήθη. Κι όταν
το σίδερο σύρθηκε έρποντας, ακούστηκε το γρύλισμα επαί-
σχυντο.
Μα ήταν αναστημένη η Ιστορία, λυγερόκορμη, ψηλή,
ατίθαση κι ωραία! Ήταν ο λαός της νέος, όμορφος και νι-
κητής. Ήταν ο άνθρωπος θριαμβευτής μες στη θυσία του.
Ήταν το ολοκαύτωμα η πυρκαγιά που φώτιζε τους διαδρό-
μους του μέλλοντος…».
— Του μέλλοντος!
Ο Πρώτος τώρα πια συλλογιζόταν. Όμως, ένας-ένας οι
άλλοι περνούσαν εμπρός μου επαναλαμβάνοντας σχεδόν ως
ιερή προσευχή:
— Του μέλλοντος!
Έμοιαζε ως να είχε χαθεί ο πρώτος φόβος ο μεγάλος και
η ταραχή να είχε μικρύνει. Κι ως να ξαλάφρωσαν, όλοι μα-
ζί μού έδειξαν ξανά τον άνδρα με το λευκό σύννεφο, που
σιωπούσε:
— Είναι η γενιά μας! είπανε και φάνηκε να ξαστερώνει
το μάτι τους, λίγο να ξαστερώνει.
Κι όσο ο Πρώτος ήτανε ακόμα βυθισμένος, μίλησε ο
Δεύτερος:
— Θέριζαν τα πυροβόλα ψηλά στο λόφο. Στη λεωφόρο
ο θάνατος. Και στο μπαλκόνι η σωτηρία. Ήταν τα σπίτια
κρυψώνες και οι ξένες αγκαλιές φωλιές. Ήταν το μάτι μισό-
κλειστο στην αγρύπνια. Ήταν οι κραυγές των μολυβένιων
όνειδος στη νύχτα. Ήταν η αυγή που σκόρπισε ησυχία στην
πόλη. Ώσπου φάνηκαν οι μαύρες σημαίες και οι γυναίκες
που έραιναν με άνθη τους καπνισμένους. Και τα κορίτσια με
ανοιχτούς τους κόρφους· και τα αγόρια με ανακατεμένα τα
μαλλιά· και οι άλλοι που δεν είχαν πρόσωπο. Και βάφτηκε
το φθινοπωρινό Σάββατο πορφυρό και οι μνήμες λούστη-
καν πόνο και φως.
Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο, Αχ! Σεμέλη, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου